Στην είσοδο της πλατείας του Όκλι, εκεί που ο τόπος σφύζει από ζωή και εδώ και καιρό χτυπά η καρδιά του ελληνισμού, δεσπόζει το ελληνικό φαρμακείο της οικογένειας Αλιμονάκη. Τρεις γενιές στο χώρο της φαρμακευτικής που ξεκινούν από τον αείμνηστο Κωνσταντίνο Αλιμονάκη τέλη της δεκαετίας του 1960, στην Chapel st.
«’Ηταν η εποχή που το Περάν συγκέντρωνε μεγάλο αριθμό Ελλήνων μεταναστών, που ήλθαν εδώ στο άνθος της ηλικίας τους για μια καλύτερη ζωή», θα πει ο Γιώργος Αλιμονάκης, φαρμακοποιός, ο οποίος με τη σύζυγό του Γεωργία τα παιδιά του Κώστα και Ελένη με σπουδές στον ίδιο κλάδο, συνεχίζουν να χτίζουν στο οικοδόμημα που οι βάσεις του στέριωσαν πριν τέσσερις δεκαετίες. Τα ηνία έχει αναλάβει ο πρωτότοκος Κωνσταντίνος σήμερα, με τον πατέρα του τη μητέρα του και την αδελφή του, στενούς
συνεργάτες.
ΑΝΘΡΩΠΟΚΕΝΤΡΙΚΟ
Είναι ένα φαρμακείο ανθρωποκεντρικό. Οι ιδιοκτήτες του βλέπουν τον άνθρωπο ως ξεχωριστή οντότητα και τον εξυπηρετούν με πραγματικό ενδιαφέρον και ευσυνειδησία που είναι δύσκολο να συναντήσει κανείς στην εποχή μας.
Ένας ηλικιωμένος μπαίνει μέσα και κατευθύνεται στην αριστερή πλευρά του φαρμακείου. Παραπονιέται ότι νιώθει ζαλάδες και ο Γιώργος Αλιμονάκης σπεύδει να του πάρει την πίεση. Αργότερα, πληροφορούμαι ότι αυτού του είδους οι υπηρεσίες – πίεση, διαβήτης – προσφέρονται δωρεά σε όλους. Διακριτικά, ευγενικά, ζεστά, ανθρώπινα. Είναι ένας ευρύς, εντυπωσιακός χώρος που αποπνέει ανθρωπιά.
Μέσα σε μια επταετία που βρίσκεται η οικογένεια εκεί, έχουν συντελεστεί μεγάλες αλλαγές. Το πρόσωπο, αλλά και ο χαρακτήρας του Όκλι, έχουν αλλάξει ριζικά. Από ένα προάστιο εργατικής τάξης, με χαμηλούς τόνους και παρουσία, έχει μεταβληθεί σ’ έναν ζωντανό, εξωστρεφή χώρο που σφύζει από ζωή.
‘Έρχονται εδώ άνθρωποι από όλα τα μέρη της Μελβούρνης για να γευτούν αυτή την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα του Όκλι. Εντυπωσιακό το ότι αλλάζει η δημογραφία δραστικά. Νέοι επαγγελματίες, επιχειρηματίες αγοράζουν σπίτι στην περιοχή. Υπάρχει μεγάλη ζήτηση και οι τιμές, όπως είναι φυσικό ανεβαίνουν σε γρήγορους ρυθμούς. Πολλοί εκμεταλλεύονται την ευκαιρία και πουλούν τα σπίτια τους, με το σκεπτικό να κάνουν κάποιο κέρδος, αγοράζοντας σε φθηνότερη περιοχή. Γίνεται δηλαδή ό,τι γινόταν πριν χρόνια στο Περάν».
Είναι περίεργο, σκέφτεται κανείς, αλλά οι Έλληνες που τότε και τώρα έδωσαν το ιδιαίτερο χρώμα στον τόπο, κάνουν χώρο για τους άλλους.
ΝΑ ΜΕΙΝΕΙ ΠΡΟΣΙΤΗ
Ο κ. Αλιμονάκης θα εκφράσει την ευχή «να μην αλλάξει η αγορά σε σημείο που να μην είναι πλέον προσιτή. Να διατηρηθούν οι χαμηλές τιμές της μαρκέτας και να υποστηριχτούν οι μικροί μαγαζάτορες για να μην αναγκαστούν και φύγουν».
Εντωμεταξύ, αποτελεί κοινό μυστικό ότι τα ενοίκια έχουν ανεβεί επειδή η περιοχή έχει αναβαθμιστεί. Ως γνωστό, οι αναβαθμίσεις λειτουργούν σε διάφορα επίπεδα. Η μία, δεν προτρέπει απλά, αλλά αναγκάζει και την άλλη, να την μιμηθεί.
Ο εξωραϊσμός της πλατείας, πληροφορούμαστε, θα ξεκινήσει σύντομα, πράγμα που προφανώς είναι καλό και όλοι το ζητούν, υπάρχει όμως ο φόβος ότι το κοσμοπολίτικο ύφος που θα πάρει ο χώρος, θα εκσφενδονίσει τις τιμές προς τα πάνω.
Μιλώντας για εκσφενδονισμό, για τα πόδια κάτω στη γη επιμένει ο Γιώργος Αλιμονάκης: «Πρέπει να είμαστε προσγειωμένοι. Δεν πρέπει να μας παρασύρει το ρεύμα και να ξεχάσουμε ότι εδώ μένουν άνθρωποι που εργάστηκαν όλη τη ζωή τους σκληρά, μεγάλωσαν και σπούδασαν παιδιά, τα βοήθησαν να σταδιοδρομήσουν, αλλά άφησαν πολύ λίγα για τον εαυτό τους. Είναι οι περήφανοι συνταξιούχοι. Δεν θα πρέπει λοιπόν, αυτοί οι άνθρωποι να στερηθούνε την ποιότητα ζωής».
Εκείνο για το οποίο μιλά ο Γιώργος Αλιμονάκης είναι ότι δεν θα πρέπει η εξέλιξη να φτάσει στο σημείο που θα κάνει τους ντόπιους, το ίδιο το σώμα του τόπου δηλαδή, να νιώθουν ξένοι εκεί. Ή να νιώθουν και μειονεκτικά με το να δουν να υψώνεται δίπλα στο απλό τούβλινο σπίτι τους μία μανσιόν. Συνεχίζοντας τη συζήτηση, εντούτοις μαζί του, θα διαπιστώσω ότι αναφέρεται σε πολύ πιο πρακτικά θέματα, όπως την άνοδο των τιμών.
«Έστω και μερικά δολλάρια παραπάνω κάνουν διαφορά σ’ έναν συνταξιούχο, ας μην το ξεχνάμε αυτό. Κανείς δε λέει να σταματήσει η εξέλιξη, να μη γίνουν κι’ άλλα μαγαζιά. Αυτό όμως θα πρέπει να γίνει με σκέψη, ώστε να μη βλάψει ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων εδώ, πολλοί από τους οποίους είναι Έλληνες συνταξιούχοι».
ΤΟΥΣ ΕΙΔΑ ΝΑ ΜΕΓΑΛΩΝΟΥΝ
Στη συζήτηση θα αποκαλυφθεί ότι είδε νέους ανθρώπους να μεγαλώνουν, να γερνούν, να έχουν παθήσεις που τους προκαλούν πόνο. Τους γνώρισα το ’69 στο Περάν, όταν έρχονταν στο φαρμακείο για κάποιο φάρμακο για κρυολόγημα, αργότερα να φέρνουν συνταγές για φάρμακα των παιδιών, να τα χάνουν μπροστά στις παιδικές αρρώστιες, δυνατοί οι ίδιοι με τις γυναίκες τους να εργάζονται και να φροντίζουν την οικογένεια συγχρόνως, αλλά να σφύζουν από ζωή. Έμπαιναν μέσα γεμάτοι ζωντάνια, με το γέλιο στα χείλη και τη ζεστή καλημέρα, χαρούμενοι που μπορούσαν να συνεννοηθούν στη γλώσσα τους, να μας εκμυστηρεύονται συχνά τα οικογενειακά τους. Παρακολουθήσαμε όλη αυτή την πορεία και σήμερα, βλέπουμε πολλούς από αυτούς τους συμπατριώτες μας να έρχονται με παθήσεις όπως είναι ο ζαχαροδιαβήτης, οι καρδιοπάθειες, ο καρκίνος, η άνοια που έχει δυστυχώς χτυπήσει πάρα πολλούς συμπατριώτες μας».
Πρόκειται για μια σμικρογραφία, της πορείας της παροικίας στην καρδιά του Όκλι, εκεί, κοντά ή λίγο πιο πέρα που χτυπά σήμερα η καρδιά του ελληνισμού…