Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 η ομογένεια της Μελβούρνης έδειξε την προνοητικότητα, αλλά και τη γενναιοδωρία της, αναφορικά με τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας σε τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα.

Ήταν τότε που η ελληνική γλώσσα είχε μπει σε δημόσια γυμνάσια, και διδασκόταν στο επίπεδο του Higher School Certificate, με άλλα λόγια στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου.

Επειδή όμως την περίοδο εκείνη κανένα από τα πανεπιστήμια και κολλέγια τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη Μελβούρνη δεν πρόσφερε προγράμματα Ελληνικών Σπουδών, δεν υπήρχε κίνητρο για τους μαθητές να συμπεριλάβουν τα Ελληνικά στα μαθήματα που επέλεγαν για τις απολυτήριες εξετάσεις.
Όταν το Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης προσεγγίστηκε για την εισαγωγή των Ελληνικών Σπουδών στα προγράμματά του, η απάντησή του ήταν πως θα ανταποκρινόταν στο αίτημα της ελληνικής παροικίας, αν αυτή κάλυπτε το κόστος για το διορισμό ενός υφηγητή Νεοελληνικών.
Τότε ήταν που η παροικία άρθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Σε παμπαροικιακό έρανο που διοργανώθηκε για τη συγκέντρωση του απαιτούμενου ποσού των $200.000 οι συμπάροικοι ανταποκρίθηκαν με ενθουσιασμό και γενναιοδωρία, με αποτέλεσμα στο Πανεπιστήμιο Μελβούρνης να αρχίσει να λειτουργεί το πρώτο πρόγραμμα Ελληνικών Σπουδών από το 1974.

Το Πανεπιστήμιο Μελβούρνης ακολούθησαν και άλλα τριτοβάθμια ιδρύματα της Μελβούρνης, γεγονός που έδωσε νέα ώθηση στα προγράμματα ελληνομάθειας σε σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης – δημόσια και παροικιακά.

Ο αριθμός των μαθητών που περιλάμβαναν τα Ελληνικά στα μαθήματά τους για τις απολυτήριες εξετάσεις ακολούθησε μια ανοδική πορεία μέχρι τα μέσα του 1980, φτάνοντας στο απόγειό του το 1986, όταν ο αριθμός τους ανήλθε στους 1204.
Τη χρονιά εκείνη η ελληνική γλώσσα εκτόπισε την γαλλική από την πρώτη θέση που κατείχε μέχρι τότε ως η γλώσσα εκτός της αγγλικής με τον μεγαλύτερο αριθμό υποψηφίων για τις απολυτήριες εξετάσεις.

Ικανοποιημένη η παροικία για τα επιτεύγματά της, και εφησυχασμένη πως «το νερό μπήκε στ’ αυλάκι», έστρεψε την προσοχή της σε άλλα ενδιαφέροντα, όπως οι δραστηριότητες των διαφόρων συλλογικών φορέων, κ.ά.
Έκτοτε, η μια ζημιά ακολούθησε την άλλη. Η στροφή της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης προς την Ασία, για εμπορικούς λόγους, είχε ως συνακόλουθο την εκτόπιση κάποιων ευρωπαϊκών γλωσσών από πολλά δημόσια σχολεία, και την αντικατάστασή τους από ασιατικές γλώσσες. Η ελληνική γλώσσα ήταν ένα από τα πρώτα θύματα αυτής της εξέλιξης.

Η τάση αυτή δεν περιορίστηκε στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αλλά επεκτάθηκε και στην τριτοβάθμια, με την κατάργηση των προγραμμάτων Ελληνικών Σπουδών στα περισσότερα από τα τριτοβάθμια ιδρύματα της Μελβούρνης.
Το μεγάλο πλήγμα δόθηκε όταν το τμήμα Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μελβούρνης, το πρώτο στη Μελβούρνη, μεταφέρθηκε στο Πανεπιστήμιο La Trobe, και το τμήμα στο Πανεπιστήμιο Monash έκλεισε οριστικά.

Παράλληλα, ο αριθμός των μαθητών που έπαιρναν το μάθημα της ελληνικής γλώσσας μέχρι την τελευταία τάξη του Γυμνασίου συνέχιζε την πτωτική του πορεία, μέχρι που στις ημέρες μας κυμαίνεται γύρω στους 300.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΠΡΟΣ ΜΙΜΗΣΗ Η ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ

Έτσι είχαν τα πράγματα μέχρι πρόσφατα, που η γλώσσα μας κινδύνεψε να μείνει εκτός του Εθνικού Προγράμματος της Αυστραλίας για τη διδασκαλία γλωσσών εκτός της αγγλικής. Ευτυχώς που η κινητοποίηση της παροικίας την τελευταία στιγμή απέτρεψε το κακό, και η γλώσσα μας έχει ενταχθεί στον κορμό των άλλων γλωσσών.
Παρατηρώ όμως πως πάλι έχουμε περιέλθει σε κατάσταση χειμερίας νάρκης, λες και από μόνα τους τα πράγματα θα επανέλθουν στην παλιά τους δόξα, και θα αναβιώσει το ενδιαφέρον των μαθητών για την εκμάθηση της πατρογονικής γλώσσας, και μαζί με αυτήν για την εξοικείωσή τους με την πολιτιστική μας παράδοση.
Και όλα αυτά όταν οι νεότερες εθνοτικές μειονότητες της Αυστραλίας κινούνται δραστήρια για τη διδασκαλία των δικών τους γλωσσών στα δημόσια σχολεία, και την ένταξή τους στα πανεπιστημιακά προγράμματα.

Το λυπηρό είναι ότι όλα αυτά συμβαίνουν σε μια περίοδο που η ελληνική παροικία βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση από κάθε άλλη περίοδο στο παρελθόν. Στη Μελβούρνη υπάρχει πληθώρα συλλογικών φορέων, μεγάλος αριθμός των οποίων διαθέτει ιδιόκτητα κτίρια, και με τα οικονομικά τους σε ανθηρή κατάσταση. Κάποιοι μάλιστα με τραπεζικές αποταμιεύσεις που δεν γνωρίζουν πώς να τις αξιοποιήσουν.
Τα μέλη της δεύτερης και τρίτης γενιάς, χάρη στις θυσίες των γονιών και των παππούδων τους, ακολουθούν επιτυχημένες καριέρες σε κλάδους της επιλογής τους, και είναι σε θέση να επιτύχουν πολλά για την ομογένεια, αν βέβαια έχουν τη θέληση και την έφεση να το κάνουν.

Και όμως, όλες αυτές οι δυνατότητες παραμένουν αναξιοποίητες. Θα έλεγα πως η πρώτη μεταπολεμική γενιά, έχοντας σχεδόν ολοκληρώσει τον βιολογικό της κύκλο, νιώθει πως έπραξε το εθνικό της καθήκον, όταν στις δεκαετίες του 1950, 1960 και 1970 δημιούργησε τις ελληνικές κοινότητες, έκτισε εκκλησίες, άνοιξε σχολεία, και μερίμνησε για τη δημιουργία προγραμμάτων Ελληνικών Σπουδών σε τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Από τα μέλη της δεύτερης και τρίτης γενιάς είναι γνωστό πως ένα μικρό ποσοστό ασχολείται με τα παροικιακά, και ως εκ τούτου η συμβολή τους είναι περιορισμένη.
Ενόψει αυτών των συγκυριών, γεννάται το ερώτημα αν μπορούμε να κάνουμε κάτι, ώστε να δημιουργήσουμε κίνητρα για την αναβίωση του ενδιαφέροντος για τα προγράμματα Ελληνικών Σπουδών.

Η γνώμη μου είναι ότι ναι, μπορούμε, και πως μάλιστα υπάρχει και ένα πρόσφατο παράδειγμα, το οποίο αν βρει μιμητές θα μας οδηγήσει προς τη σωστή κατεύθυνση.
Την Παρασκευή, 14 Οκτωβρίου, η Ποντιακή Κοινότητα Μελβούρνης και Βικτωρίας διοργάνωσε εκδήλωση γνωριμίας με τους φοιτητές και τις φοιτήτριες που παρακολουθούν τα προγράμματα Ελληνικών Σπουδών που προσφέρουν τα πανεπιστήμια La Trobe, Monash και RMIT.

Τριάντα περίπου φοιτητές και φοιτήτριες παρευρέθηκαν στην εκδήλωση, την οποία τίμησαν με την παρουσία τους η Γενική Πρόξενος της Ελλάδας στη Μελβούρνη, κ. Ελένη Λιανίδου, ο νέος Συντονιστής του Γραφείου Εκπαίδευσης, κ. Βασίλειος Γκόκας, ο πρώην Συντονιστής του ΓΕ, Δρ Χαράλαμπος Λαδόπουλος, ο Καθηγητής Chris Mackie, επικεφαλής του Τμήματος Ιστορικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου La Trobe, ο Πρόεδρος της ΕΟΚΜΒ, κ. Βασίλης Παπαστεργιάδης και άλλοι παροικιακοί παράγοντες, και το διδακτικό προσωπικό από τα πανεπιστήμια La Trobe και Monash.

Μετά το καλωσόρισμα των παρευρισκομένων, ο Πρόεδρος της Ποντιακής Κοινότητας, κ. Απόστολος Αλεξιάδης, ανακοίνωσε την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου να καθιερώσει από του χρόνου υποτροφία $1000 για φοιτητή ή φοιτήτρια που θα περιλαμβάνει τις Ελληνικές Σπουδές στα άλλα πανεπιστημιακά του/της μαθήματα. Τα κριτήρια για την επιλογή του φοιτητή ή της φοιτήτριας θα καθοριστούν στην αρχή του ακαδημαϊκού έτους.

ΦΑΣΟΥΛΙ ΤΟ ΦΑΣΟΥΛΙ ΓΕΜΙΖΕΙ ΤΟ ΣΑΚΟΥΛΙ

Θα πείτε τι διαφορά θα κάνουν τα $1000 δολάρια στον αριθμό των νέων που θα επιλέγουν να παρακολουθήσουν τα πανεπιστημιακά προγράμματα Ελληνικών Σπουδών.

Η απάντηση, οφείλω να ομολογήσω, είναι ότι τα $1000 που θα δοθούν σε έναν ή δύο σπουδαστές ή σπουδάστριες δεν θα κάνουν καμιά διαφορά. Το ίδιο όμως δεν μπορεί να λεχθεί αν το παράδειγμα της Ποντιακής Κοινότητας το μιμηθούν 50 ή περισσότεροι συλλογικοί φορείς, με πενήντα ή περισσότερες χιλιάδες δολάρια που θα διατίθενται για τον σκοπό αυτό κάθε χρόνο.

Το κίνητρο για τις Ελληνικές Σπουδές δεν θα περιορισθεί στους φοιτητές και στις φοιτήτριες, αλλά θα επεκταθεί και στα παιδιά του Γυμνασίου, ενθαρρύνοντάς τα να συνεχίσουν τα Ελληνικά μέχρι το επίπεδο του VCE.

Κρίνω πως το ποσό των $1000 δεν είναι πέραν των δυνατοτήτων της πλειονότητας των συλλογικών φορέων. Εξάλλου, είμαι βέβαιος πως στα Καταστατικά των περισσοτέρων υπάρχουν κάποια άρθρα για την προώθηση της ελληνικής γλώσσας και της πολιτιστικής μας παράδοσης. «Αμ’ έπος αμ’ έργον», λοιπόν.
Και για σκεφθείτε τι αντίκτυπο θα έχει στα νέα παιδιά αν η απονομή των υποτροφιών γίνεται σε παμπαροικιακή εκδήλωση, στην οποία οι νέοι θα βλέπουν να γίνονται πράξη όλα εκείνα που μέχρι τώρα άκουγαν «ως έπεα πτερόεντα».

Και κάτι ακόμη. Στην εκδήλωση της Ποντιακής Κοινότητας η λογοτέχνιδα Ντίνα Αμανατίδου, έδωσε στους φοιτητές και στις φοιτήτριες που παρευρέθηκαν από τρία βιβλία της. Από τη θέση του Τελετάρχη μπορούσα να δω τη χαρά ζωγραφισμένη στα πρόσωπα των νέων, όταν παραλάμβαναν τα βιβλία τους.

Δεδομένου ότι κατά κανόνα οι νέοι δεν παρακολουθούν τις παρουσιάσεις βιβλίων ομογενών λογοτεχνών και συγγραφέων, τέτοιες χειρονομίες από τη μια τους δίνουν την ευκαιρία να γνωρίσουν το πνευματικό τους έργο, και από την άλλη να νιώσουν, αλλά και να συνειδητοποιήσουν, ότι αυτοί αποτελούν τη συνέχεια της ελληνικής παρουσίας στην Αυστραλία. Και αυτή η συνέχεια διευκολύνεται με τις Ελληνικές Σπουδές που θα παρακολουθήσουν στα πανεπιστήμια ως φοιτητές και φοιτήτριες.
Σκεφθείτε τα μακροπρόθεσμα οφέλη που θα προκύψουν από μια τόσο μικρή επένδυση εκ μέρους των συλλογικών φορέων, αλλά και ιδιωτών, αν επιθυμούν να συμμετάσχουν σε αυτήν την εκστρατεία.