Αισθάνεται περισσότερο Έλληνας ή Αυστραλός; Οι γονείς του Χρήστου Τσιόλκα, του γεννημένου στη Μελβούρνη αγγλόφωνου συγγραφέα που έκανε αμέσως αίσθηση με το πρώτο του μυθιστόρημα, τη «Νεκρή Ευρώπη», είναι και οι δύο Έλληνες που μετανάστευσαν στην Αυστραλία μετά τον πόλεμο.
Στο σπίτι του μιλούσαν ελληνικά και ο ίδιος δεν ήξερε καθόλου αγγλικά μέχρι να πάει σχολείο. Ωστόσο ο ίδιος, όταν τον ρωτάει ευθέως η εφημερίδα «Observer», δείχνει ότι έχει απαντήσει μέσα του από καιρό.
«Για πολύ καιρό, μέχρι σχεδόν τα τριάντα μου, αισθανόμουν μέσα μου τον ρομαντισμό της Ελλάδας. Όταν την επισκέφθηκα την αγάπησα, ήμουν περιχαρής, αλλά δεν αισθανόμουν να είμαι σπίτι μου. Έφυγα με τη σκέψη ότι δεν είμαι Έλληνας, είμαι Αυστραλός».
Βέβαια και αυτό ακόμα είναι σχετικό. Στην επόμενη ερώτηση, τι προτιμάει, τον μουσακά ή το vegemite, τη σκούρα και αλμυρή κρέμα με την οποία μεγαλώνουν εκατομμύρια Αυστραλοί, δεν διστάζει καθόλου: «Οπωσδήποτε τον μουσακά. Δεν μεγάλωσα με το vegemite στο σπίτι και οι γονείς μου τρομοκρατήθηκαν την πρώτη φορά που το έφαγα».
Η ταυτότητα, λοιπόν, για τα παιδιά αυτά της δεύτερης γενιάς μεταναστών είναι μια περίπλοκη υπόθεση. Ιδίως όταν πρόκειται για παιδιά προερχόμενα από την εργατική τάξη, όπως αυτός. Όσο για τη σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα, προσθέτει και άλλα ερωτηματικά μέσα του: «Η οικονομική κατάρρευση της Ελλάδας μου φαίνεται σουρεαλιστική», λέει.
«Αλλά για πολλούς από μας που ζούμε εδώ έχοντας ελληνικές ρίζες, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, αυτή η κατάσταση ενισχύει την αίσθηση ότι έχουμε μεν μια σχέση με την κληρονομιά μας και τη χώρα αλλά δεν αποτελούμε μέρος της. Υπάρχει μία θλίψη επίσης. Εχω ξαδέλφια στην Ελλάδα που είναι περασμένα σαράντα και έχασαν τη δουλειά τους ή δεν έχουν πληρωθεί εδώ και μήνες».
Στη «Νεκρή Ευρώπη» (Εκδ. Printa), ο Τσιόλκας περιγράφει το ταξίδι ενός Αυστραλού στην Ευρώπη, την οποία ο πατέρας του εξυμνούσε ως το κέντρο του παγκόσμιου πολιτισμού. Και ανακαλύπτει μια Ευρώπη σε παρακμή, ρημαγμένη από τη βία της ιστορίας της.
Στο «Χαστούκι» (Εκδ. Ωκεανίδα), που ήταν υποψήφιο και για βραβείο Booker, μιλάει για τον ρόλο της οικογένειας στις μέρες μας, με αφορμή το χαστούκι που έδωσε ένας άντρας σε ένα ξένο παιδί και τις διαμάχες που ξεσήκωσε. Η ιδέα προήλθε από μία προσωπική του ανάμνηση, όταν η μητέρα του χτύπησε ελαφρά στον πισινό ένα μικρό παιδί που έβγαζε όλα τα μαγειρικά σκεύη έξω από τα ντουλάπια.
Το μυθιστόρημα οι γονείς του Χρήστου Τσιόλκα δεν το διάβασαν παρά μόνο όταν μεταφράστηκε στα ελληνικά, γιατί ακόμα και σήμερα δεν διαβάζουν αγγλικά. «Αισθανόμουν νευρικότητα περιμένοντας την αντίδρασή τους. Αλλά όταν η μητέρα μου μού είπε “καλά, πώς ξέρεις πώς σκεφτόμαστε;”, θεώρησα τη φράση της ως την καλύτερη λογοτεχνική κριτική που είχα ποτέ».
Ο 46χρονος Τσιόλκας, που έψαχνε από την εφηβεία του τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο της παραβατικότητας και της σεξουαλικής αναζήτησης, είναι ομοφυλόφιλος και ζει τριάντα χρόνια με τον ίδιο σύντροφο, τον Γουέιν. «Βασίστηκα σε αυτόν» λέει. «Το γράψιμο συχνά με οδηγεί σε έναν εφιαλτικό κόσμο και ο Γουέιν με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Οι γονείς του είναι Ολλανδοί μετανάστες, μεγαλώσαμε και οι δύο σε περιβάλλον μεταναστών της εργατικής τάξης. Δεν χρειάζεται να εξηγούμε πολλά ο ένας στον άλλον».