Την Τετάρτη, 20 Φεβρουαρίου 1974, καθώς το καρναβάλι έχει φτάσει στο απόγειό του σε μια πόλη της Ρηνανίας της Γερμανίας, μια νεαρή γυναίκα βγαίνει από το σπίτι της για να πάει σε μια γιορτή. Την επόμενη Κυριακή, η γυναίκα αυτή χτυπάει την πόρτα ενός αστυνομικού τμήματος και ομολογεί ότι πυροβόλησε και σκότωσε έναν δημοσιογράφο.

Τί συνέβη; Τί έσπρωξε το ήσυχο και συνετό αυτό κορίτσι σε μια τέτοια πράξης απελπισίας; Η Κατερίνα Μπλουμ βρίσκεται ξαφνικά στο επίκεντρο μιας πολιτικής υπόθεσης –ενός εγκλήματος, υποστηρίζουν μερικοί– και πέφτει θύμα ανενδοίαστων δημοσιογράφων.
Το μυθιστόρημα του Χέινριχ Μπελ και η ομότιτλη ταινία, «Η χαμένη τιμή της Κατερίνας Μπλουμ» έχουν ως θέμα το πώς οι δημοσιογράφοι και η αστυνομία καταστρέφουν, κυριολεκτικά, τη ζωή μιας αθώας καμαριέρας επειδή ο άνδρας με τον οποίο έχει ερωτική σχέση καταζητείται από την αστυνομία για ληστεία τραπέζης (αν και εκ των υστέρων αποδεικνύεται ότι ήταν αθώος γι’ αυτό)

Μια εφιαλτική σειρά ανακρίσεων, ερευνών, στους φίλους, στην οικογένεια, στην εργασία της άτυχης γυναίκας (παρεμπιπτόντως η μητέρα της πεθαίνει μετά την επίσκεψη του ανακριτή) οδηγούν στο να σκιαγραφηθεί σκοπίμως ένα πορτραίτο μιας αδίστακτης συνεργού εγκληματία, που είναι μάλιστα και τυφλωμένη από κομμουνιστικές ιδέες…

Όλα αυτά καταλήγουν στο το να οδηγηθεί η κοπέλα, απελπισμένη, στη βία και τη δολοφονία του διώκτη της…
Επί καιρό δημοσιογράφοι, αναλυτές, ψυχολόγοι και ένας ολόκληρος συρφετός “ειδικών”, επιχειρούν την αναζήτηση των θετικών και αρνητικών πλευρών της υπόθεσης, με την ενοχοποίηση όλων των εν δυνάμει “κομμουνιστών δολοφόνων” καμαριέρων και εργαζόμενων ως να είναι αυτοί οι κύριοι υπεύθυνοι για οποιαδήποτε ζοφερή κατάσταση περνούσε τότε ο γερμανικός λαός.

Υπήρξε, ως άμεση συνέπεια της υπόθεσης, μια καθ’ όλα έντονη δραστηριότητα συγγραφής άρθρων επί άρθρων, κειμένων και σχολίων με μοναδικό σκοπό την αποκάλυψη νέων ή /και παραδοσιακών ελαττωμάτων του μέσου Γερμανού, που -δεν μπορούσε- για κάτι θα έπρεπε να ήταν ένοχος.
Αποδομείται μεθοδικά και συστηματικά η πίστη του ενός λαού στον εαυτό, με στόχο να αναλυθούν, εκλαϊκευθούν και ενισχυθούν από τον ίδιο το λαό, στερεότυπα και γενικεύσεις που δημιουργούν την υποψία ότι όλοι εξυπηρετούν δόλιους σκοπούς.
Αλλά όπως λέει και μια παροιμία, “το ψάρι μυρίζει από το κεφάλι”, το διακύβευμα είναι τεράστιο και, τελικά, όλες αυτές οι κατηγορίες δεν αποκαλύπτουν τίποτα, στην ουσία συγκαλύπτουν και δεν τιμωρούν τους πραγματικούς ενόχους.

Αν η Κατερίνα Μπλουμ είχε καταλάβει τι επεδίωκαν οι διώκτες της, ίσως αντιδρούσε διαφορετικά, διότι η όποια επίθεση στην τιμή, την αξιοπρέπεια, την αυτοεκτίμηση οποιουδήποτε λαού, εκτός από την επίθεση στα εισοδήματά του, την εθνική κυριαρχία της χώρας του μοιάζει να υπακούει σε μια κοινή ενορχήστρωση.
Ο Νομπελίστας συγγραφέας Χέινριχ Μπελ (1917-1985) άρχισε να εργάζεται σε βιβλιοπωλείο. Υπηρέτησε στο στρατό και μετά το 1945 εργάστηκε σε διάφορα επαγγέλματα, αλλά στο γράψιμο αφιερώθηκε αποκλειστικά από το 1951. Εκτός από το παρόν βιβλίο, στα έργα του συμπεριλαμβάνονται τα “Οι απόψεις ενός κλόουν”, “Μπιλιάρδο στις εννιά και μισή”, “Ομαδικό πορτραίτο σε μια κυρία”, “…Και δεν είπε λέξη”, “Ο χλωμός Σκύλος” και άλλα.