Πραγματοποιήθηκε με επιτυχία την περασμένη Κυριακή στην αίθουσα της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Μελβούρνης η εκδήλωση παρουσίασης των βιβλίων της συγγραφέα από την Ελλάδα Αλεξάνδρας Συμεωνίδη-Αλ Μαντίλ (που έχουν εκδοθεί από τον εκδοτικό οργανισμό Α. Λιβάνη). Η εκδήλωση οργανώθηκε από το Σύνδεσμο Ελλήνων Λογοτεχνών και Συγγραφέων Αυστραλίας.
Την παρουσίαση έκανε η λογοτέχνης και γενική γραμματέας του Συνδέσμου, Ιωάννα Λιακάκου, η οποία, ανάμεσα στα άλλα είπε και τα παρακάτω:
«Η συγγραφέας Αλεξάνδρα Συμεωνίδη Αλ-Μαντίλ γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Ανώτερες σπουδές ακολούθησε στη Γαλλία. Σπούδασε Γαλλική και Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Εξ Αν Προβάνς και στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών. Εργάστηκε στα γραφεία του ΕΟΤ στο Παρίσι, στο τμήμα Δημοσίων Σχέσεων. Κατόπιν προσελήφθη στην εφημερίδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, θέση που εγκατέλειψε για να εργαστεί ως αεροσυνοδός στην αεροπορική Εταιρεία Σαούντια.
Εκεί γνωρίστηκε με τον Σαουδάραβα, Σάμι Αλ-Μαντίλ, απέκτησαν ένα γιο, αλλά ο ερωτάς τους από παραμύθι εξελίχθηκε σε δράμα και αντιδικία.
Ζει με το γιο της στην Αθήνα, όπου εργάζεται ως μεταφράστρια και ασχολείται με τα κοινά.
Τα βιβλία που θα παρουσιάσουμε σήμερα εδώ είναι σε καλαίσθητη έκδοση του Εκδοτικού Οργανισμού Λιβάνη, και μέσα στις σελίδες ο αναγνώστης ξεχωρίζει την τεχνική της συγγραφέα που πλέκει -θα έλεγα καλύτερα υφαίνει- στον αργαλειό πρόσωπα και γεγονότα με τη γοητεία της αφήγησης, σε μια επιτυχημένη σύνθεση. Διαβάζοντας δεν έχεις μόνο την εντύπωση αλλά και τη βεβαιότητα ότι αυτά που σου αφηγείται είναι βιωματικές αλήθειες που η ίδια η συγγραφέας έζησε. Είναι μια Τριλογία. Το πρώτο βιβλίο έχει τίτλο«Εφιαλτικές νύχτες στην έρημο της Αραβίας», το δεύτερο βιβλίο φέρει τον τίτλο «Αγώνας χωρίς έλεος» και το τρίτο «Ο γιος του Σαουδάραβα».
Όπως προείπα και τα τρία βιβλία έχουν περίπου το ίδιο θέμα. Είναι η ιστορία μιας αγάπης που άρχισε σαν παραμύθι, και στη συνέχεια έγινε δικαστικός αγώνας σε αναζήτηση δικαιοσύνης και αποκατάστασης του παιδιού που γεννήθηκε από αυτόν το γάμο που τελείωσε δραματικά αφήνοντας πολλούς ανθρώπους πληγωμένους και πολλά ερωτηματικά.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι και στα τρία βιβλία βλέπει κανείς τη σύγκρουση των δύο κόσμων, Ανατολής και Δύσης, του πλούτου και της βιοπάλης. Τα βιβλία, κατά τη γνώμη μου, έχουν ενδιαφέρον και αξίζει να τα μελετήσει κανείς και τότε μόνος του θα βρει ποιος αδικείται, ποιος υποφέρει, ποιος αγαπάει και ποιος μισεί. Το καθένα ξεχωριστά παρουσιάζει μια ολοκληρωμένη ιστορία.
Και τα τρία βιβλία μαζί παρουσιάζουν πολύ ενδιαφέρον. Μιλούν σε λεπτομέρειες για τις περιπέτειες μιας αγάπης που άρχισε σαν παραμύθι και στη συνέχεια έγινε βάσανο και πόνος για όλα τα εμπλεκόμενα πρόσωπα. Θα σας παρότρυνα να τα διαβάσετε, έχει τόσα πολλά να μας πει η συγγραφέας. Πιστεύω ότι το κυρίαρχο πρόβλημα και εκείνο που προσπαθούν να θίξουν και τα τρία βιβλία είναι η ανατολική σκέψη και η θέση της γυναίκας στην Ανατολή. Ο ρόλος της γυναίκας είναι, θα έλεγα, βουβός, στο γίγνεσθαι δεν έχει λόγο, εκτελεί διαταγές σαν υπνωτισμένη, είναι το πλαίσιο και όχι η εικόνα, είναι το στολίδι και όχι η ουσία, είναι ο υποτακτικός, η γυναίκα που εκτελεί διαταγές και επιθυμίες άλλων.
Δεν της επιτρέπεται να έχει γνώμη, να διαφωνεί, να εκφράζει επιθυμίες, να έχει λόγο και άποψη. Γι’ αυτό και βλέπουμε να τις στολίζουν με χρυσαφικά, να τις κουκουλώνουν με τόσα μαντήλια και να τις θαμπώνουν με έντονα χρώματα και λιλιά. Είναι ζωγραφιές, δεν είναι άνθρωποι, είναι κάτι σαν ρομπότ. Τουλάχιστον έτσι μας φαίνονται εμάς των Δυτικών.
Γι’ αυτό λέω, πως ήταν πολύ μεγάλο το βήμα που έκανε η Αλεξάνδρα Συμεωνίδου. Προσπάθησε με τον ερωτά της και την αγάπη της να ενώσει δυο τόσο αντίθετους πολιτισμούς, δύο τόσο διαφορετικούς κόσμους. Δεν το κατόρθωσε, πήρε όμως πολλά μαθήματα, διδάχτηκε πως η ζωή αυτή, δηλαδή της πλήρους υποταγής, δεν αξίζει να τη ζει κανείς, κανείς άνδρας και καμιά γυναίκα, και ότι ο άνθρωπος οφείλει να αγωνίζεται για τη ζωή του και την ελευθερία του χωρίς να ξεχνάει τις υποχρεώσεις του, τα καθήκοντά του.
Κι έτσι άρχισε να τα γράφει, σκέπτομαι, με την ελπίδα κάποιοι άνδρες να καταλάβουν κάποτε πως δεν είναι λεβεντιά και παλικαροσύνη να φέρονται δεσποτικά στις γυναίκες, αλλά να τις σέβονται και να τις εκτιμούν, να τις βλέπουν σαν άτομα ισάξια με αυτούς και χρήσιμα για τη ζωή και την εξέλιξη του ανθρώπινου γένους. Και οι γυναίκες να είναι προσεκτικές στις σχέσεις τους με αλλόθρησκους και αλλοεθνείς και ότι η ζωή δεν είναι παραμύθι και ο έρωτας, δυστυχώς, δεν μπορεί να αντέξει σε τέτοια πίεση.
Οι πολιτισμοί, τα έθιμα, οι παραδόσεις, τα θρησκεύματα και οι διαφορετικές νοοτροπίες είναι βαθιά ριζωμένα στους λαούς, τόσο καλά ριζωμένες που αν προσπαθήσεις να τα ξεριζώσεις ή έστω να τα παρακάμψεις, θα κινδυνεύσει η ελευθερία σου, πολλές φορές και η ίδια η ζωή σου. Θα έλεγα ακόμη ότι οι γυναίκες οφείλουν να εννοήσουν ότι είναι καθήκον τους να σηκώσουν το κεφάλι και να αγωνιστούν για τα δικαιώματά τους στη ζωή, στην αξιοπρέπεια και την ελευθερία».