Με τη δική μας εικόνα και τη λαχτάρα να επικοινωνήσει άμεσα και δυνατά μαζί μας, έφτιαξε πριν ένα χρόνο περίπου η Χάρις Αλεξίου, το ρεπερτόριο με το οποίο καταχειροκροτήθηκε στις συναυλίες που έδωσε στην Ευρώπη. «Ήταν ένα από τα καλύτερα και έγινε έχοντας κατά νου εσάς», εξομολογείται σήμερα με το ζεστό της χαμόγελο να φωτίζει το πρόσωπό της.
«Έγινε σχεδόν αυθόρμητα, αβίαστα. Ήξερα ότι βαθειά μου επιθυμία και επιτακτική ανάγκη ήταν να μιλήσω μ’ έναν τρόπο δυνατό, ουσιαστικό και άμεσο στους Έλληνες της διασποράς. Αυθόρμητα, χωρίς να το επιδιώξω, βρέθηκα να έχω στο νου και στην καρδιά μου, εσάς, τους Έλληνες της Αυστραλίας. Βρισκόμουν στο Παρίσι και η πρώτη συναυλία θα δινόταν στη Φινλανδία. Εξέπληξα πραγματικά τον μαέστρο όταν είδε την Αυστραλία να φιγουράρει πρώτη. ‘Μα από Φινλανδία δε ξεκινάμε;’
Τελικά αυτό το πρόγραμμα έπαιξε σ’ όλη την Ευρώπη, ήταν ομολογουμένως, από τα καλύτερα που έχω κάνει και αυτό μου έδωσε πολλή χαρά».
Με τη Χαρούλα Αλεξίου μιλάμε μ‘ ένα… διάλειμμα δεκαεπτά χρόνων, και με χαρά διαπιστώνω ότι δεν έχει τίποτε σχεδόν αλλάξει. Απέναντί μου, στον καναπέ, έχω την ίδια Χαρούλα που μίλησα μαζί της το 1994. Ζεστό, σπινθηροβόλο βλέμμα, αυθόρμητες, από καρδιάς εκφράσεις, πρόσωπο ολόφωτο από την αγάπη στο τραγούδι και τον άνθρωπο.
«Τρέμει το φυλλοκάρδι μου όταν το σκέφτομαι. Την τελευταία φορά που ήμουν εδώ, ήταν τριών χρόνων και σήμερα είναι άντρες. Θα με δουν για πρώτη φορά», είναι η απάντηση στο ερώτημα, ‘αν γνωρίζει ότι θα τραγουδήσει με ακροατήριο τρεις γενιές’.
Αναφέρεται, προφανώς, στους νεότερους και μου δίνει την εντύπωση του νέου κοριτσιού, λίγο πριν πάει στο πρώτο ραντεβού της.
«Μ’ ενδιαφέρουν πολύ οι νεότερες γενιές. Όχι μόνο εδώ, αλλά και στην Ελλάδα. Θέλω να νιώθουν ότι το τραγούδι μου τους αφορά. Τότε μόνο αισθάνομαι ότι ανήκω στο σήμερα. Πιστεύω ότι ο καλλιτέχνης που δεν εκφράζει την εποχή του, πρέπει να αποσύρεται. Όταν είσαι μπροστά, οφείλεις να ’χεις λόγο».
Έτσι απλά.
– Να υποθέσω ότι είσαι πολύ κοντά στους νέους, ότι αφουγκράζεσαι τις ανησυχίες τους, διαισθάνεσαι τους πόθους και τα όνειρά τους;
Ναι, σίγουρα. Και σ’ αυτό με βοηθά το ότι έχω έναν 29χρονο γιο και μαζί μ’ αυτόν έχω επαφή με τους νέους, τόσο φυσικά, όσο και στο διαδίκτυο.
– Το γεγονός ότι οι νέοι σήμερα στρέφονται μαζικά σχεδόν προς το ξενόφερτο τραγούδι που αυτό, έτσι κι αλλιώς, έχει εισβάλει ορμητικά στη χώρα μας, αποτελεί απειλή για το ελληνικό τραγούδι; Για τη γνησιότητά του εννοώ.
Το βρίσκω φυσικό οι νέοι να στρέφονται προς το ξενόφερτο τραγούδι. Κι’ εγώ όταν ήμουν 16 χρόνων άκουγα τους Beatles και τους Rolling Stones. Αγάπησα όμως και το ελληνικό και το άκουγα παράλληλα με το ξένο. Ένα παιδί που ανοίγει τα φτερά του, επηρεάζεται από το ξένο, το μακρινό. Θέλει να πετάξει. Οι Έλληνες καλλιτέχνες θα πρέπει να φτιάχνουν ωραία, ποιοτικά τραγούδια για να φέρνουν κοντά τους νέους. Τα παιδιά θα ‘ρθουν, δε χωρεί αμφιβολία. Πηγαίνουν μεν στα κλαμπ, ακούνε το ξενόφερτο τραγούδι, τους αρέσει, όμως, παράλληλα και η ελληνική συναυλία. Εκεί συγκινούνται, εκεί ακουμπάνε την καρδιά τους.
– Οι συνθέτες επομένως και οι στιχουργοί, παίζουν ουσιαστικό ρόλο εδώ.
Αναμφίβολα. Ας μην ξεχνάμε ότι πολλοί από τους συνθέτες σήμερα, είναι εικοσάρηδες και εικοσιπεντάρηδες. Κι αυτοί δανείζονται στοιχεία από τη ξένη μουσική. Αυτό δεν είναι κακό. Φτάνει να ανταποκρίνονται στους κανόνες της αισθητικής, που είναι το παν στη ζωή μας. Ό,τι φτιάχνουμε, δηλαδή, να έχει ήθος να έχει ευγένεια, να προχωράει τον άλλον. Φυσικά πάντα θα υπάρχει το ελαφρό και το εφήμερο. Τραγούδια, όμως, όπως του Τσιτσάνη, είναι σαν να γράφτηκαν σήμερα και βλέπεις ότι αυτά εκφράζουν τους νέους. Αν δείτε πώς διασκεδάζουν μ’ αυτά τα τραγούδια τα παιδιά σήμερα, είναι απίστευτο.
– Πάντα ήταν δύσκολα τα πράγματα στο χώρο σας, για τους νέους. Πόσο πιο δύσκολα είναι σήμερα για έναν νέο που θέλει να κάνει καριέρα στο τραγούδι;
Aυτή την καριέρα, ας μην την βάζουν στο μυαλό τους, πρώτη–πρώτη. Όταν ξεκινούσαμε εμείς να τραγουδήσουμε, δεν λέγαμε ότι θα κάνουμε καριέρα στο τραγούδι. Αυτά τα πράγματα, δεν τα προεξοφλείς. Είχαμε τη χαρά ότι τραγουδάμε. Όταν με φώναζε ο Καλδάρας να μου δώσει ένα τραγούδι, δεν σκεφτόμουνα ότι εγώ θα γίνω μια τραγουδίστρια καριέρας. Για να γυρίσω πίσω στην ερώτησή σου, είναι γεγονός ότι ο χώρος των νεοεμφανιζόμενων καλλιτεχνών βάλλεται άγρια σήμερα γιατί αντιμετωπίζουν μεγάλη κρίση οι δισκογραφικές εταιρίες. Ο κόσμος δεν αγοράζει πλέον δίσκους. Οι δίσκοι, όπως πολύ καλά γνωρίζουν όλοι, πωλούνται μαζί με τις εφημερίδες. Αποτέλεσμα οι νέοι συνθέτες και ερμηνευτές, να μην έχουν αυτούς που θα τους ανοίξουν την πόρτα για να μπορέσουν να δείξουν το πρόσωπό τους.
– Πόσο βοηθάει τα νέα ταλέντα ένα talent show;
Από ό,τι έχουμε δει ελάχιστα από αυτά τα παιδιά έχουν συνέχεια. Οι περισσότεροι μοιάζουν με διάττοντες αστέρες. Για να εξασφαλιστεί η διάρκειά τους στο χώρο, εκτιμώ ότι θα πρέπει να πατάνε σε γερές βάσεις. Να έχουν σοβαρό ρεπερτόριο. Να έχει το τραγούδι αξιόλογο στίχο και αξιόλογη μουσική. Όσα παιδιά κάνανε επιτυχίες με τραγούδια από την Αμερική και Αγγλία, βλέπουμε ότι δεν έχουν προχωρήσει.
– Πώς ξεκίνησες εσύ, τη δεκαετία του ‘70, αν δεν κάνω λάθος…
Σωστά. Είχα τη χαρά ενός κοριτσιού που του έλεγαν ότι έχει ωραία φωνή και την άκουγα τη φωνή μου. Ίνδαλμά μου ήταν η Μοσχολιού και πιο παλιά η Μαρίκα Νίνου. Μ’ άρεσαν, επίσης, οι τραγουδίστριες του δημοτικού τραγουδιού. Εξάλλου, έχω κάνει δίσκο με δημοτικά τραγούδια.
– Ήταν δύσκολος ο δρόμος;
Όχι. Μπορώ να πω, ότι υπήρξα τυχερή. Δεν προλάβαινα να πω ένα τραγούδι και μου έδιναν άλλο. Ήταν η εποχή που οι συνθέτες αποφάσιζαν ποιους θέλουν να πουν τα τραγούδια τους. Έκανε, για παράδειγμα δίσκο ο Καλδάρας και έλεγε ‘θέλω να τραγουδήσει ο Γιώργος Νταλάρας και η Αλεξίου’. Και μας καλούσαν.
– Αισθάνθηκες ποτέ ότι έπρεπε ν’ αλλάξεις κάτι, να προσαρμοστείς σ’ ένα κύμα;
Nαι, έκανα πολλές προσαρμογές στη διαδρομή μου. Δεν ήθελα να μείνω σ’ ένα είδος τραγουδιού. Δεν ήθελα να εγκλωβιστώ. Θέλω να τραγουδώ τα πάντα και το ελληνικό τραγούδι μου έδωσε αυτή την ευκαιρία, γιατί είναι πολύ πλατύ. Θέλω να πω δημοτικά, θέλω να πω λαϊκά, θέλω να πω μπαλάντες, θέλω να τραγουδήσω τους έντεχνους και είχα, βέβαια, την τύχη να μπορώ να το κάνω αυτό.
– Έχεις δώσει τόσα πολλά στο τραγούδι, πάνω από τέσσερις δεκαετίες τώρα… Είναι κάτι που αποτελεί πρόκληση για τη Χαρούλα Αλεξίου σήμερα, κάτι άλλο που θα ’θελες να πεις;
Για να ’μαι ειλικρινής, δεν είναι αυτό που μ’ απασχολεί, να δώσω κάτι άλλο. Εκείνο που με νοιάζει είναι να μπορώ να μιλάω –με το τραγούδι μου– στις νεότερες γενιές, όπως είπα και πριν. Να αισθάνομαι ότι το τραγούδι μου τους αφορά. Θέλω να εκφράζω την εποχή μου. Με νοιάζει το τώρα. Η χαρά που παίρνω στις συναυλίες μου όταν βλέπω και νέους εκεί είναι μεγάλη.
– Είναι γνωστό ότι έχεις συνεργαστεί με τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες. Ποιος μπόρεσε να σ’ αγγίξει περισσότερο;
– Eίναι δύο που δέθηκα πολύ στενά μαζί τους και ζητώ συγγνώμη απ’ τους υπόλοιπους. Ο Χρήστος Νικολόπουλος και ο Μάνος Λοΐζος. Ο Καλδάρας, βέβαια, υπήρξε ο μεγάλος δάσκαλος. Εκείνο το οποίο θέλω να πω είναι ότι ο καθένας από τους μεγάλους έχει τη δική του σχολή. Η σχολή Καλδάρα, για παράδειγμα, είχε πάρα πολύ μέσα το αυθεντικό λαϊκό τραγούδι. Ο Νικολόπουλος, από την άλλη πλευρά, είναι η συνέχεια, το παιδί της λαϊκής μουσικής. Ο Λοΐζος είναι ο έντεχνος συνθέτης που πήρε πολλά στοιχεία από την παραδοσιακή μουσική και τα πάντρεψε με τη δική του. Ο Μικρούτσικος, ο Αντύπας, ο Γιάννης Σπανός, ο Αντώνης Βαρδής, ο καθένας έχει τον δικό του ήχο, τη δική του πρόταση μέσα στη μουσική.
– Έχεις πει ότι δεν υπάρχει σήμερα γνήσιο λαϊκό τραγούδι. Τη θέση του πήρε το έντεχνο. Πότε έγινε η καθοριστική αυτή αλλαγή;
Θα ‘λεγα μετά τη μεταπολίτευση, τη δεκαετία του ’80. Όταν η κοινωνία έγινε καταναλωτική, όταν το πλαστικό χρήμα εισέβαλε στη ζωή μας και οι αξίες μετατοπίστηκαν. Τότε άρχισε ο εκφυλισμός του λαϊκού τραγουδιού.
Σήμερα μένει μόνο ο τρόπος, η έκφραση του λαϊκού. Εγώ φυσικά ανήκω στη γενιά του γνήσιου λαϊκού και εξακολουθώ να το τραγουδάω. Είμαι λαϊκή τραγουδίστρια. Ας μην ξεχνάμε, εντούτοις, ότι δεν είναι μόνο ο ήχος που καθορίζει το λαϊκό τραγούδι, αλλά και ο λόγος. Όταν, για παράδειγμα, τραγουδάω ‘έχει πανσέληνο απόψε, είναι σκληρό για μια γυναίκα να ’ναι μόνη’, είναι ένας λαϊκός λόγος, άσχετα αν έχει μέσα έναν έντεχνο τρόπο να ειπωθεί.
– Ποια είναι η σχέση σου με το χρόνο; Έχεις πει ότι ο τραγουδιστής δεν έχει ηλικία. Σε φοβίζει ο χρόνος;
Με φοβίζει από την πλευρά ότι θα θέλω να κάνω πράγματα που δεν θα μπορώ με το σώμα μου, αυτό με φοβίζει. Ότι θα ’μαι μέσα στο τραγούδι είμαι σίγουρη, είτε ως στιχουργός είτε ως παραγωγός. Η σκηνή δεν θα ’θελα να μου λείψει, αλλά αυτό δεν γίνεται γιατί κάποια στιγμή η φωνή σ’ αφήνει.
– Ποια είναι η αγαπημένη σου σκηνή, αυτή που σ’ εκφράζει και δίνεις τον καλύτερο εαυτό σου;
Πιστεύω εκείνη των συναυλιακών χώρων. Έχω δοκιμάσει να τραγουδήσω σε κοσμικούς χώρους και σε κλαμπ, δεν είναι όμως ο δικός μου χώρος αυτός. Δεν ένιωθα ποτέ άνετα εκεί.
– Η Ελλάδα ζει σήμερα μια από τις πιο τραγικές στιγμές της ιστορίας της. Θέλω να σε ρωτήσω, πάντα σε σχέση με το τραγούδι, πώς βλέπεις να εκφράζεται αυτή η πτυχή της ελληνικής πραγματικότητας; Αν ζούσε σήμερα ο Μάνος Λοΐζος τι τραγούδια θα έδινε;
Φοβάμαι ότι αυτή τη στιγμή δεν μπορούμε να μιλάμε για καλλιτεχνική έκφραση. Κι αυτό, γιατί είμαστε όλοι μουδιασμένοι. Δεν μπορείς να κάνεις αυτή τη στιγμή έργο αντίστασης καλλιτεχνικό. Ας μην ξεχνάμε ότι όταν ο Θεοδωράκης έγραφε τα τραγούδια του μέσα από τη φυλακή και την εξορία, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ο εχθρός ήταν ορατός. Σήμερα ο κόσμος δεν ξέρει προς τα πού πηγαίνει. Ζει στην ασάφεια και την αβεβαιότητα.
Κάποτε έπρεπε να πολεμήσει τη δικτατορία. Έκανε αντίσταση με τα τραγούδια. Αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι πρωτόγνωρο και πολύ νωπό. Αν κάνουμε τραγούδια αυτή τη στιγμή, θα μοιάζει με δημαγωγία. Δεν θα ‘χει, εξάλλου, την ίδια σοφία, που πιθανόν να έχει όταν θα καθαρίσει ο ορίζοντας. Γι’ αυτό πρέπει να περιμένουμε. Δεν είναι σωστό ν’ ακουστεί το πολιτικό τραγούδι σήμερα. Ας μην ξεχνάμε ότι οι καλλιτέχνες είμαστε πρώτα πολίτες. Οφείλουμε να ενώσουμε τις φωνές μας με τον κόσμο τώρα και μετά θα έλθει το έργο.
Καλή επιτυχία στις συναυλίες σου Χαρούλα!