ΟΣΟΙ διαβάζετε τακτικά τη στήλη (και με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι έχετε ακόμα καλές σχέσεις με τη μνήμη σας), θα έχετε διαπιστώσει ότι έχω αρκετές βδομάδες να ασχοληθώ με τα δικά μας.
ΑΙΤΙΑ της απουσίας μου από το παροικιακό «παζάρι» ήταν οι εξελίξεις στην πατρίδα και η δίψα των αναγνωστών για περισσότερη (και μη συμβατική) ενημέρωση.
ΕΚΤΟΣ των άλλων, η απουσία μου είχε ως αποτέλεσμα να… ξεσαλώσουν ορισμένοι επιστολογράφοι, (όπως ο Πάνος Σταματόπουλος, για παράδειγμα) και να γράφουν, χωρίς να λογοδοτούν σε κανένα, ό,τι τους γουστάρει.
ΣΤΙΣ αυθαίρετες ερμηνείες του Σταματόπουλου για το τι πραγματικά συνέβη στην εξέγερση του Πολυτεχνείου (και τη στάση του ΚΚΕ) απάντησε ο συνάδελφος, Δημήτρης Τρωαδίτης, οπότε και δεν χρειάστηκε (ευτυχώς) να τα βάλω και πάλι με τον θεωρητικό της παροικιακής (σκληρής) αριστεράς.
ΣΤΟΥΣ επιστολογράφους (και όχι μόνο) θα επανέλθω όταν η πατρίδα δεν θα χρειάζεται τη… βοήθειά μου για να ξεκάνει το ευρώ, τις «αγορές» και το καπιταλιστικό σύστημα.
ΓΙΑ το ευρώ, που δεν αποκλείεται να έχει την ίδια τύχη με τις γαλοπούλες (δηλαδή να μη προλάβει να κάνει Χριστούγεννα) θα μιλήσουμε πιο κάτω και αφού πρώτα πούμε δυο κουβέντες για μια διάλεξη, που οφείλουμε να μην αφήσουμε να περάσει απαρατήρητη.
ΕΙΝΑΙ μια ευκαιρία, επίσης, να πω για έναν άνθρωπο δυο καλές κουβέντες, κάτι που σπάνια κάνω. Και το κάνω σπάνια για να έχω την δυνατότητα (και πολυτέλεια) να αποδίδω τιμές σε αυτούς που πραγματικά (κατά τη γνώμη μου) τις αξίζουν και αυτοί, δυστυχώς, είναι λίγοι. Ελάχιστοι, θα πρόσθετα.
ΑΝΑΦΕΡΟΜΑΙ στη διάλεξη που έδωσε προχθές το βράδυ στην Κοινότητα Μελβούρνης ο καθηγητής Πολιτισμικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Μελβούρνης, Νίκος Παπαστεργιάδης.
Ο Νίκος, για όσους δεν τον ξέρουν (και απ’ ό,τι διαπίστωσα είναι πολλοί ανάμεσά μας) είναι αδελφός του προέδρου της Κοινότητας, Βασίλη Παπαστεργιάδη, και μίλησε για το μέλλον του πολυπολιτισμικού και το φαινόμενο της παγκόσμιας μετανάστευσης, στο πλαίσιο των σεμιναρίων για την Ελληνική Ιστορία που οργάνωσε φέτος η Κοινότητα Μελβούρνης.
ΜΕΤΑ το τέλος της διάλεξης, δόθηκαν τιμητικές πλακέτες σε όσους δίδαξαν στα σεμινάρια και (συμβολικά) πιστοποιητικά σε όσους τα παρακολούθησαν. Ας επανέλθουμε, όμως, στη διάλεξη του καθηγητή Παπαστεργιάδη.
ΘΑ πρέπει να ομολογήσω (και δεν είναι καθόλου υπερβολή) ότι η διάλεξη ήταν από κάθε άποψη εντυπωσιακή και μια από τις καλύτερες που έχω παρακολουθήσει τα τελευταία χρόνια.
ΣΤΟΥΣ χαλεπούς καιρούς μας, που η πολυλογία έχει αντικαταστήσει την ουσία και οι ωκεανοί της πληροφόρησης τη γνώση, σπάνια συναντά κανείς λάτρεις του πνευματικού μινιμαλισμού σαν τον Νίκο Παπαστεργιάδη.
Η διάλεξη του Νίκου, για ένα θέμα τόσο κοινότυπο και πολυσυζητημένο, που μας απασχολεί (σχεδόν) καθημερινά και ο καθένας (εκτός της κυβέρνησης Γκίλαρντ!) έχει άποψη, ήταν τόσο (ασκητικά) λιγόλογη που η κάθε λέξη μετρούσε.
ΔΕΝ ειπώθηκε τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο απ’ ό,τι έπρεπε να ειπωθεί. Σε λιγότερα από μια ώρα ο καθηγητής Παπαστεργιάδης είπε όσα άλλοι θα χρειάζονταν για να τα πουν 20 ώρες!
ΠΡΟΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΟ για να φτάσει κανείς να επικοινωνεί τόσο επιδέξια με ένα τέτοιο ακροατήριο (σαν το προχθεσινό) και να του μεταφέρει με λίγα (και απλά λόγια) τόσες πληροφορίες, είναι να έχει ο ίδιος, όχι μόνο ταλέντο, αλλά και εύρος γνώσεων και, προπαντός, ξεχωριστές ευαισθησίες.
ΚΡΙΜΑ που από τη συγκεκριμένη διάλεξη απουσίαζε ο συμπάροικος υπουργός Πολυπολιτισμού, Νίκος Κότσιρας, και ο αντιπρόεδρος της υπηρεσίας Πολυπολιτισμού της Βικτώριας, Σπύρος Αλατσάς.
ΝΑ προσθέσω εδώ ότι αν ο Νίκος δεν τύχαινε να είναι αδελφός του προέδρου της Κοινότητας, ενδεχομένως να μην γνωρίζαμε ως παροικία ότι υπάρχει. Και εδώ μιλάμε για έναν άνθρωπο πέρα για πέρα δικό μας, που μιλά και καλά ελληνικά και τον ενδιαφέρει τόσο η Ελλάδα όσο και η παροικία.
ΜΕ αυτό θέλω να πω ότι θα πρέπει να υπάρχουν και άλλοι συμπατριώτες μας στην ευρύτερη αυστραλιανή κοινωνία (σαν το Νίκο) με τους οποίους και δεν έχουμε καμιά απολύτως επαφή.
ΚΑΙΡΟΣ, λοιπόν, να βγούμε από το καβούκι μας και κοιτάξουμε πέρα από τη μύτη μας. Αν θέλουμε να διατηρηθεί και να προοδεύσει η παροικία μας, θα πρέπει να στραφούμε σε τέτοιους ανθρώπους της δεύτερης γενιάς.
Η γενιά αυτή, εκτός των άλλων, έχει και κάτι που δεν έχουμε εμείς. Έχει προσβάσεις στην αυστραλιανή κοινωνία, που σημαίνει ότι μπορεί, επιτέλους, να κάνει πράξη και το μεγάλο μας όνειρο: να μεταδώσει τις αξίες του ελληνικού πολιτισμού και στους υπόλοιπους συμπολίτες μας.
ΝΑ καταφέρει, δηλαδή, ό,τι καταφέραμε εμείς (η πρώτη γενιά) με το… σουβλάκι που το κάναμε κτήμα (και το βάλαμε στο μενού) της πολυπολιτιστικής Αυστραλίας.
ΝΑ προσθέσω εδώ ότι μετά τη διάλεξη γνώρισα και δύο συμπατριώτες μας που έχουν αφιχθεί πρόσφατα στην Αυστραλία, προς αναζήτηση μιας καινούργιας ζωής.
ΚΑΙ οι δύο μου είπαν φρικτά πράγματα για το πώς αντιμετωπίζουν ορισμένοι συμπάροικοι επιχειρηματίες τους νεοφερμένους συμπατριώτες μας.
ΜΕ λίγες κουβέντες, τους αντιμετωπίζουν όπως αντιμετώπιζαν (και αντιμετωπίζουν) και οι περισσότεροι Έλληνες επιχειρηματίες τους Αλβανούς και Πακιστανούς μετανάστες.
ΝΑΙ, σας λέω, το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει. Ένας, μάλιστα, συμπάροικος, ιδιοκτήτης κρεοπωλείου, πλήρωσε κάποιο νεοφερμένο συμπατριώτη μας με το… κρέας που του είχε περισσέψει!
ΕΝΤΑΞΕΙ, οι συμπατριώτες μας στην Ελλάδα που δεν γνωρίζουν από μετανάστευση, κάπου μπορώ (αν και δεν συμφωνώ) να καταλάβω τη μίζερη νοοτροπία τους, αλλά να κάνουμε και εμείς εδώ το ίδιο, που έχουμε ζήσει στο πετσί μας τόσα και τόσα, είναι εντελώς απαράδεκτο. Πάμε πιο κάτω.
ΟΧΙ μόνο η Ελλάδα και η Ιταλία, αλλά έτσι όπως πάμε σε λίγα χρόνια, ολόκληρος ο πλανήτης θα χορεύει όπως θα παίζουν τα όργανα των «αγορών».
ΔΕΝ γουστάρουν τους πολιτικούς (που τα έχουν κάνει θάλασσα) οι «αγορές», ρε παιδί μου. Τραπεζίτες και λογιστές θα αναλαμβάνουν τις κυβερνήσεις των διαφόρων χωρών, για να μπορεί ο καπιταλισμός να βγάλει μια άκρη.
ΤΙ μας ζητάει, δηλαδή, το σύστημα; Να είμαστε ανταγωνιστικοί και να παράγουμε περισσότερα προϊόντα (και λεφτά) για τους φιλεύσπλαχνους επενδυτές που διακινδυνεύουν για χάρη μας τα κεφάλαια τους.
ΣΥΜΦΩΝΑ με έναν με το διακεκριμένο δημοσιογράφο της γαλλικής εφημερίδας «Le Monde», Μαρκ Ρος, η αμερικάνικη τράπεζα «Γκόλντμαν Σακς» κυβερνά τις μέρες τον κόσμο.
ΣΤΕΛΕΧΟΣ της πιο πάνω αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας, είναι ο νέος πρωθυπουργός της Ιταλίας, Μάριο Μόντι, τον οποίο και διάλεξε ο Μάριο Ντράγκι (πρώην μεγαλο-στέλεχος της «Σακς») που ανέλαβε πρόσφατα τη διεύθυνση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
ΑΝΑΜΕΣΑ στους δύο Μάριους, φύτρωσε και ο δικός μας πρωθυπουργός, ο Λουκάς Παπαδήμος, που όταν η πατρίδα μας μπήκε στο ευρώ ήταν διευθυντής της Τράπεζας της Ελλάδας και «μαγείρεψε» και, όπως λέγεται με τη καθοδήγηση της «Γκόλντμαν Σακς», μαγείρεψε τα swap που «διευκόλυναν» την είσοδο της Ελλάδας στην ευρωζώνη.
ΜΠΟΡΕΙ όλα τα πιο πάνω να μοιάζουν με σενάριο επιστημονικής φαντασίας, αλλά η (οικονομική) πορεία των πραγμάτων δείχνει ότι, ενδεχομένως, να μην απέχουν πολύ από την πραγματικότητα.
ΤΑ τρία τελευταία χρόνια, οι διάφορες δημοκρατικές κυβερνήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο ακολουθούν κατά γράμμα τις απαιτήσεις των «αγορών» και υιοθετούν «μέτρα» που οι τελευταίες (ξεδιάντροπα πλέον) τους υπαγορεύουν.
ΣΕ μια στιγμή που όλοι σχεδόν συμφωνούν ότι οι λύσεις που θα πρέπει να δοθούν στα προβλήματα που αντιμετωπίζει όχι μόνο η ευρωζώνη, αλλά ολόκληρο το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα θα πρέπει να είναι πολιτικές, τις τύχες των διαφόρων χωρών αναλαμβάνουν τεχνοκράτες και λογιστές.
ΕΜΕΙΣ βάλαμε τον… τεχνοκράτη Παπαδήμο για να μας κρατήσει στη ζωή εντός του ευρωπαϊκού παραδείσου, ενώ οι Ιταλοί που έχουν μεγαλύτερα χρέη έφτυσαν κατάμουτρα όλους τους πολιτικούς και έβαλαν 11 τεχνοκράτες!
Η μέρα που όλοι θα μετανοήσουν βέβαια για την ασυγχώρητη αφέλειά τους δεν θα είναι μακριά, αλλά τότε θα είναι μάλλον αργά.
ΠΡΩΤΟΙ το τεχνοκρατικό θαύμα θα το πληρώσουμε εμείς και στη συνέχεια θα ακολουθήσουν και οι άλλοι.
ΣΤΟ μεταξύ το ζητούμενο αυτή τη στιγμή, δεν είναι πια η σωτηρία της Ελλάδας ή της Ιταλίας αλλά του ίδιου του ευρώ που φέρει μέρος της ευθύνης για ότι συμβαίνει.
ΓΙΑ να ξέρουμε που πάμε δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι πρόκειται για τεχνοκρατικό δημιούργημα, γι’ αυτό άλλωστε κλήθηκαν και οι δημιουργοί του για να το σώσουν.
ΑΥΤΑ για σήμερα να είστε όλοι καλά και καλό καλοκαίρι. Γεια χαρά.