Το κρυμμένο αριστούρ­γημα, το ποίημα που δεν γράψαμε, η μουσική που δεν συνθέσαμε, ο πίνακας που δεν ζωγραφίσαμε, ο έρωτας που δεν ολοκληρώθηκε, οι προσδοκίες που δεν εκπληρώθηκαν, το παρά λίγο, το σχεδόν. Το κρυμ­μένο αριστούργημα είναι η ίδια η ζωή μας, αυτά που ζή­σαμε, που προσπαθήσαμε, ο αγώνας, το άγγιγμα, το χάδι, το ίσως και το μπορεί, αυτό το Αν με κεφαλαίο…. Έτσι κι αλλιώς, η ίδια η ζωή είναι μία πορεία προς το θάνατο, είναι τράπουλα σημαδεμένη, το ανέφικτο και το ανέγγιχτο είναι κομμάτι της.

Τρυφερή πολύ αυτή η συλλογή διη­γημάτων του Τακόλα. Αφιερωμένη στην ήμερη πλευρά της ανθρώπινης ψυχής. Με γενναιοδωρία και μεγαλοθυμία, ο Τακόλας επιλέγει για πρόσωπα των διηγημάτων του όχι ήρωες αλλά αντιήρωες, καθημερινούς ανθρώπους. Και τους προσεγγίζει, εισέρχεται στον ψυχισμό τους, τους απο­κωδικοποιεί, τους αναλύει.

Η συλλογή διηγημάτων περιέχει 31 διηγήματα άλλα πολύ σύντομα και άλλα μεγαλύτερα σε έκταση. Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε πέντε θεματολογικές ενότητες. Ένα σύντομο αλλά καθαρά ποιητικό κείμενο μας εισάγει σε κάδε μία από αυτές τις ενότητες.

Ως πρόλογος και ως επίλογος του βιβλίου στέκεται ο Ζοζέφ Ινεμπράο, μαύρος κορνετίστας από τα Μπαρμπέιντος, αυτός είναι ο οδηγός μας μέσα από τα διηγήματα του βιβλίου, στέκεται κρυμμένος και αόρατος, που και που αυτοσαρκάζεται, άλλοτε κλαίει, άλλοτε απλώνει τρυφερά το χέρι και που και που αυτοσχεδιάζει. Μας αποχαιρετά στο τέλος του βιβλίου, κα­πνίζοντας ένα πούρο.

Ρεαλιστική η γραφή του Νίκου Τακόλα που έχει το χάρισμα του παραμυθά γιατί μπορεί να ζωντανέψει εξίσου ανάγλυφα μία σκηνή με δύο νεαρά παιδιά που κάνουν έρωτα φω­νάζοντας αγωνιστικά συνθήματα σε ένα παρκάκι στην περίοδο της Χούντας, όσο και ένα αεροπλανάκι που κατευθύνεται με ανα­ταράξεις μέσα σε θύελλα σε ένα βασίλειο με διαμάντια στην Αφρική. Εξίσου πειστικά σκιαγραφεί τον χαρακτήρα της Ιόνιας Λαζάροβα, μετανάστριας από την Ρωσία, που υφίσταται τις τα­πεινώσεις και την κακοποίηση των μη ρατσιστών υποτίθεται Ελ­λήνων αντρών και το ίδιο όμορφα γλιστρά μέσα σε ένα χελιδόνι που πετάει πάνω από την λωρίδα της Γάζας. Όμως το ίδιο εύ­κολα που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τη γραφή του Τα­κόλα ρεαλιστική και βιωματική, το ίδιο άνετα που μπορούμε να τον φανταστούμε να πατάει με τα δύο του πόδια στο χώμα, το ίδιο πειστικά μπορούμε να τον φανταστούμε σιγά-σιγά να αι­ωρείται πάνω από το έδαφος και να πετάει στον ουρανό. Πρώτα-πρώτα γιατί το τέλος συνήθως απογειώνει τα διηγήματα του, ανα­τρέπει ή δικαιώνει, είναι το μοιραίο επισφράγισμα μιας άτυπης δικαιοσύνης.

Ύστερα γιατί κάποια διηγήματα του πλέουν στο νερό ανάμεσα στην φαντασία και την πραγματικότητα όπως ο ήρωας του ο Ράμο Πόρτεναρ που έρχεται σε επαφή με μία τε­ράστια γυναίκα που βγαίνει από τα κύματα μέσα στις αστραπές και τους κεραυνούς, «απόλυτα υπαρκτή» όπως βεβαιώνει και ο αστυνομικός αυτόπτης μάρτυς και απόλυτα φανταστική ταυτό­χρονα μιας και είναι στοιχειό και πλάσμα του νου. Και τέλος γιατί ακόμα και μέσα στις πιο ρεαλιστικές περιγραφές υπάρχει ένα στοιχείο άλογο και ρυθμικό, αυτό της ποίησης που ρευστοποιεί το βιβλίο και κάνει τη γραφή του λιγότερο συμπαγή.