Νίκη της κυβέρνησης στα σημεία η αιφνιδιαστική αποκαθήλωση του επιτυχημένου προέδρου της κοινοπολιτειακής βουλής, Χάρι Τζέκινς, για την εξασφάλιση λειτουργικής πλειοψηφίας και διασφάλισης της επιβίωσής της μέχρι τις επόμενες εθνικές εκλογές.
Ο αιφνιδιασμός ήταν η τελική φάση υλοποίησηw του σχεδίου, που κυοφορούσε τους τελευταίους δώδεκα μήνες, με κεντρικό στόχο την αντικατάσταση του κ. Τζέκινς, με μέλος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Η «θυσία» του κ. Τζέκινς επιβλήθηκε από την αδυναμία της κυβέρνησης να αμβλύνει την εντύπωση ότι άγεται και φέρεται από τους «Πρασίνους» και να περιορίσει τα αυξανόμενα ανταλλάγματα που απαιτούν οι ανεξάρτητοι βουλευτές για να στηρίζουν τα κυβερνητικά νομοσχέδια.
Μέλη της κυβέρνησης Γκίλαρντ, που ζήτησαν να κρατήσουν την ανωνυμία τους, δήλωσαν στο «Νέο Κόσμο», ότι το σχέδιο αντικατάστασης του Χάρι Τζέκινς από μέλος της αξιωματικής αντιπολίτευσης εξυφαινόταν τους τελευταίους δώδεκα μήνες. Η υλοποίηση προσέκρουε στην αδυναμία της κυβέρνησης να πείσει τον αντιπρόεδρο της βουλής και μέλος του Λίμπεραλ Πάρτι, Πίτερ Σλίπερ, να «ανεξαρτητοποιηθεί» για να αναλάβει την περίοπτη θέση του προέδρου του σώματος.
Κατά τις πηγές μας, «τα καμώματα» των ανεξάρτητων στις τελευταίες διαπραγματεύσεις τους για την ψήφιση του Νόμου περί Φορολογίας των Υψηλών Κερδών των Εταιρειών Μεταλλευμάτων (Mining Tax) και η απειλή του ανεξάρτητου βουλευτή, Άντριου Γουίλκι, «να ρίξει την κυβέρνηση», αν η πρωθυπουργός αθετήσει την υπόσχεσή της να «ρυθμίσει τον ηλεκτρονικό τζόγο» κατέστησαν επιτακτικότερη την ανάγκη «ουδετεροποίησης» των ανεξάρτητων πριν τη θερινή σύνοδο της κοινοπολιτειακής βουλής.
«Οι ανεξάρτητοι άρχισαν να γίνονται πολύ ακριβοί για την κυβέρνηση, οπότε επιταχύνθηκε η διαδικασία εξασφάλισης έξτρα ψήφου στη βουλή με την αντικατάσταση του κ. Τζέκινς από τον Πίτερ Σλίπερ» εξηγούν μέλη της κυβέρνησης Γκίλαρντ.
«Βέβαια, η μεθόδευση αυτή ενισχύει τη ρητορική της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ότι η πρωθυπουργός προσπαθεί να κρατηθεί στην εξουσία με αθέμιτα, αντιδημοκρατικά μέσα, αλλά πρόκειται για συνηθισμένη πολιτική μανούβρα από κυβερνήσεις και κόμματα που βρίσκονται με την πλάτη στον τοίχο» προσθέτουν.
Μέλη της κυβέρνησης δεν κρίνουν την ανησυχία τους για τη συμπεριφορά του απρόβλεπτου Πίτερ Σλίπερ. Ο φόβος που κυριαρχεί στην κυβερνητική παράταξη είναι, με ποιον τρόπο ο νέος πρόεδρος θα προσπαθήσει να επιβάλει την «αντικειμενικότητά και την αμεροληψία του».
Ανήσυχη και η αντιπολίτευση ελπίζει, ότι το πρώην μέλος της δεν θα επιδοθεί σε ακροβασίες προκειμένου να πείσει για το οριστικό «διαζύγιό» του από τη συντηρητική παράταξη.
Η πρωθυπουργός διακινδύνευσε με τη μεθόδευση αυτή την ελλειμματική αξιοπιστία της, όμως για την ίδια και τα μέλη της κυβέρνησής της «ο σκοπός αγίασε τα μέσα», όπως αγίασε το 1996 την ανεξαρτητοποίηση του πρώην γερουσιαστή της Κουηνσλάνδης, Μαλ Κόλστον, για να αναλάβει την αντιπροεδρία της κοινοπολιτειακής Γερουσίας.
Η παραίτηση του Χάρτι Τζέκινς προβλέπεται να έχει σοβαρές συνέπειες για την αξιωματικής αντιπολίτευση και τον αρχηγό της, Τόνι Άμποτ. Μέλη της συντηρητικής παράταξης και έγκριτοι πολιτικοί, εκτιμούν, ότι η «έξυπνη» κίνηση της κυβέρνησης μπορεί να αποδειχθεί το «Κύκνειο Άσμα» του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Τζόνι Άμποτ, διότι μηδενίζει τη στρατηγική πρόωρης προσφυγής στις κάλπες.
Ο κ. Άμποτ και οι επιτελικοί της συντηρητικής παράταξης είχαν θεμελιώσει την αντιπολιτευτική στρατηγική τους στην υπόθεση, ότι η κυβέρνηση Γκίλαρντ δεν θα άντεχε στην επιθετική τακτική της αντιπολίτευσης από την ημέρα που το Εργατικό Κόμμα πήρε την εντολή να σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας. Η στρατηγική αυτή κατέρρευσε ολοσχερώς την Πέμπτη, αφήνοντας στην αντιπολίτευση ρητορικά όπλα, μόνο, για να πολεμήσει την ενισχυμένη κυβέρνηση.
Η υποχρεωτική επιστροφή της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο σχεδιαστήριο νέας πολιτικής θέτει σε αμφισβήτηση τη θέση του Τόνι Άμποτ για τους ακόλουθους δύο λόγους:
Ο πρώτος λόγος είναι η παλινδρόμηση της αντιπολίτευσης στο παζάρι για την εκλογή του προέδρου της βουλής που προέκυψε από τις περυσινές εθνικές εκλογές. Η αντιπολίτευση δέχθηκε, αρχικά, τον αμοιβαίο μηδενισμό της ψήφου του προέδρου και του αντιπρόεδρου του σώματος, με την αφαίρεση δύο ψήφων από το σύνολο των ψήφων της αντιπολίτευσης σε κάθε ψηφοφορία, αλλά παλινώδησε στην καταφανή προσπάθειά της να εκμεταλλευθεί αριθμητικά την υποχρέωση του Εργατικού Κόμματος να ορίσει πρόεδρο της βουλής.
Ο δεύτερος λόγος είναι η αδυναμία ή η απροθυμία του κ. Άμποτ να προσεταιρισθεί τον Πίτερ Σλίπερ, που είχε δημοσιοποιήσει τη φιλοδοξία του να γίνει πρόεδρος της Βουλής. Ο κ. Άμποτ ή δεν θέλησε να εμπλακεί στη διαρκή κόντρα του κ. Σλίπερ, με την ηγεσία του Νάσιοναλ Πάρτι, από το οποίο μεταπήδησε στους Λίμπεραλς, ή δεν θέλησε να διαταράξει τις σχέσεις του με τις ηγεσίες των συντηρητικών κομμάτων της Κουηνσλάνδης και θα πληρώσει το τίμημα.
Οι πρώτες εσωκομματικές αντιδράσεις δεν είναι οι καλύτερες για τον κ. Άμποτ και, κατά πολλούς, ο πληγωμένος αρχηγός της αντιπολίτευσης θα κάνει «μαύρα Χριστούγεννα».
Μετά την «εθελοντική», κατά την κυβέρνηση, «εξαναγκαστική», κατά την αντιπολίτευση, παραίτηση του κ. Τζέκινς, η κυβέρνηση κερδίζει μία ψήφο ση βουλή, ενώ η αντιπολίτευση χάνει μία. Με την έναρξη των εργασιών της θερινής συνόδου της εθνικής Βουλής, το Εργατικό Κόμμα θα έχει 72 ψήφους έναντι 71 του Συνασπισμού, αφού ο νέος πρόεδρος της βουλής προέρχεται από τη συντηρητική παράταξη. Αν οι ανεξάρτητοι συνεχίσουν να συνεργάζονται με την κυβέρνηση στην προώθηση επίμαχων νομοσχεδίων και τροπολογιών, η λειτουργική πλειοψηφία της θα ανέρχεται στις 76 ψήφους. Με λίγα λόγια, η παραίτηση Τζέκινς πολλαπλασιάζει, εκτός απροόπτου, τις δυνατότητες της κυβέρνησης Γκίλαρντ να εξαντλήσει τη θητεία της.
Το πλεονέκτημα της έξτρα ψήφου μειώνει σημαντικά την εξάρτηση της κυβέρνησης –για την προώθηση επίμαχων νομοσχεδίων, όπως το νομοσχέδιο για ρύθμιση του τζόγου– από την στήριξη των ανεξάρτητων βουλευτών. Η επιστροφή του Χάρι Τζέκινς στους «ψηφοφόρους» της κυβέρνησης μειώνει την εξάρτησή της από το μοναδικό βουλευτή των Πρασίνων στη Βουλή, Άνταμ Μπαντ, και του εκ Τασμανίας «σταυροφόρου» κατά του ηλεκτρονικού τζόγου, Άντριου Γουίλκι.
Δικαιολογημένοι, λοιπόν, οι πανηγυρισμοί της κυβέρνησης και ο θρήνος της αξιωματικής αντιπολίτευσης και του κ. Άμποτ για τη χαμένη ευκαιρία.
Η κυβέρνηση προσπαθεί να πείσει τον λαό, ότι η απόφαση του κ. Τζέκινς ήταν «απόλυτα προσωπική» και ότι δεν «πιέστηκε» να κάνει τη μεγάλη παραχώρηση για να ενισχύσει την απεγνωσμένη προσπάθεια της κυβέρνησης να κρατηθεί στην εξουσία. Η πρωθυπουργός δήλωσε επανειλημμένα, ότι «αιφνιδιάστηκε από την απόφαση του κ. κ. Τζέκινς να παραιτηθεί» και ότι «ενημερώθηκε λίγο πριν ο απερχόμενος πρόεδρος την ανακοινώσει στη βουλή».
Δεν πείθουν, όμως, η πρωθυπουργός και τα άλλα πρωτοκλασάτα στελέχη της κυβέρνησης, που επιμένουν ότι ο πρώην πρόεδρος της βουλής κατέβηκε από τον προεδρικό θώκο εθελοντικά, με σημαντική μισθολογική απώλεια και την απώλεια των τιμών και των τίτλων που προσφέρει η θέση του προέδρου της βουλής. Την αλήθεια θα τη διαβάσουμε στα απομνημονεύματα του Χάρι Τζέκινς.
Η πρωθυπουργός και τα άλλα ηγετικά στελέχη της κυβέρνησης «ένιψαν τας χείρας τους», αλλά ο λαός αντιμετωπίζει κυνικά την προσπάθεια της πρωθυπουργού να πείσει για την εθελοντική κάθοδο του κ. Τζέκινς από την περιζήτητη, καλοπληρωμένη καρέκλα του προέδρου της βουλής.
Ο λαός αντιμετωπίζει με την ίδια κυνικότητα και τα κηρύγματα της αντιπολίτευσης, περί «κατάλυσης» του δημοκρατικού πολιτεύματος από την κυβέρνηση Γκίλαρντ με το διορισμό «ανεξάρτητου» προέδρου της βουλής. Ο κ. Άμποτ και τα άλλα στελέχη του Συνασπισμού ισχυρίζονται, ότι η κυβέρνηση «όφειλε να σεβαστεί την καθεστηκυία τάξη» και να εκλέξει δικό της πρόεδρο της βουλής.
Πριν την επιβεβαίωση της υποψηφιότητας του κ. Στίπερ, η ηγεσία της συντηρητικής παράταξης προσπάθησε, μάταια, να πείσει τον ανεξάρτητο βουλευτή, Ρομπ Όκσοτ, να θέσει υποψηφιότητα για την προεδρία – για να στερήσει την ψήφο του από την κυβέρνηση.
Ο Συνασπισμός βαρύνεται και από την «αμαρτία» του 1996, τη διαβόητη παρέμβαση του Τζον Χάουαρντ στα εσωτερικά του Εργατικού Κόμματος, προκειμένου να εξασφαλίσει τον έλεγχο της Βουλής. Οι επιτελικοί του Συνασπισμού πρότειναν, τότε, και εξέλεξαν, τον Εργατικό γερουσιαστή, Μαλ Κόλστον, αντιπρόεδρο της Γερουσίας, με αντάλλαγμα την παραίτησή του από το Εργατικό Κόμμα. Γι’ αυτό, τα κροκοδείλια δάκρυα της αντιπολίτευσης για την «κατάλυση» της δημοκρατίας δεν συγκινούν το εκλογικό σώμα.
Ιστορικά, οι δημοκρατικοί θεσμοί είναι τα μόνιμα θύματα των φαύλων παιχνιδιών των κομμάτων εξουσίας για να κρατηθούν με νύχια και δόντια στην εξουσία. Κατά συνέπεια, η «εκτροπή» του Εργατικού Κόμματος δεν είναι πρωτοφανής.
Όσοι γνωρίζουν καλά τον Πίτερ Σλίπερ προειδοποιούν, ότι η κυβέρνηση «έβαλε φίδι στον κόρφο της», αναφερόμενοι στην πολιτική και εξωκοινοβουλευτική δράση του νέου προέδρου της βουλής από το 1984 που μπήκε στον πολιτικό στίβο, αρχικά ως βουλευτής του Νάσιοναλ Πάρτι Κουηνσλάνδης και, ακολούθως, ως μέλος του Λίμπεραλ Πάρτι στο οποίο προσχώρησε το 1993 μετά τη ρήξη του με την ηγεσία των Εθνικών. Ίσως έχουν δίκιο.
Η συντηρητική παράταξη, γενικώς, τον «αποκήρυξε» μετά την απόφασή του να δεχθεί την αντιπροεδρία της Βουλής που του προσέφερε το Εργατικό Κόμμα, διότι ο αντιπρόεδρος της Βουλής δεν ψηφίζει, όταν ασκεί καθήκοντα προέδρου, περιορισμός που δυνητικά θα στερούσε από την αντιπολίτευση την ψήφο του σε κρίσιμες ψηφοφορίες.
Αξιοσημείωτες και οι εξωκοινοβουλευτικές «αδιακρισίες» του, που απασχόλησαν εκτεταμένα τα μέσα ενημέρωσης και την παράταξή του με εξέχουσες τις καταγγελίες για διεκδίκηση υπερβολικών βουλευτικών αποζημιώσεων και «κατάχρηση» βουλευτικών ταξιδιωτικών δαπανών.
Τις «αδιακρισίες» αυτές αναμένεται να προβάλλει συστηματικά η αντιπολίτευση για να ισοπεδώσει ηθικά τον κ. Σλίπερ και να καταδικάσει την επιλογή της κυβέρνησης.
Η κυβέρνηση πιστεύει –γι’ αυτό και τον έχρισε πρόεδρο– ότι ο κ. Σλίπερ είναι λιγότερο δηλητηριώδες φίδι από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και το μόνιμο αρνητισμό του.
Ο χρόνος θα επιβεβαιώσει την ορθότητα ή μη της απόφασης της κυβέρνησης να στρατολογήσει τον κ. Σλίπερ. Επί του παρόντος, η πρωθυπουργός και τα μέλη της κυβέρνησής της απολαμβάνουν το κλίμα ευφορίας που έχει δημιουργήσει το πολιτικό «ματ» που έκαναν στην αντιπολίτευση.
Πρώτη αντιπρόεδρος της βουλής εξελέγη η βουλευτής Chisholm, γνωστή φιλελληνίδα, Άννα Μπερκ, που κατείχε το αξίωμα στην προηγούμενη βουλή.