Με επιτυχία παρουσιάστηκε στις 27 Οκτωβρίου 2011 στη Λέσβο, το 5ο ετήσιο Διεθνές Συνέδριο Λογοτεχνίας που διοργανώθηκε από τη Διεθνή Ένωση Κριτικών Λογοτεχνίας και την Εταιρία Αιολικών Μελετών με θέμα: «Έρως στη λογοτεχνία». Συμμετείχαν 24 ξένοι σύνεδροι από 15 χώρες των Βαλκανίων, καθώς και άλλων χωρών της Ευρώπης, της Αφρικής και της Ασίας. Την Ωκεανία αντιπροσώπευσε ο πανεπιστημιακός και συγγραφέας-κριτικός, Δρ Γιάννης Βασιλακάκος. Θέμα της εισήγησής του «Το ερωτικό στοιχείο στην πεζογραφία του Χρήστου Τσιόλκα». Το παρακάτω κείμενο είναι συντομευμένη μορφή της εν λόγω εισήγησης.
Ένα από τα πιο προσφιλή, πολυσυζητημένα και παρεξηγημένα στοιχεία σε όλο το συγγραφικό έργο του Τσιόλκα είναι ο έρωτας, συνήθως στις ακραίες μορφές του (άκρατος ερωτισμός, σκηνές ωμού, νατουραλιστικού σεξ κ.λπ.). Η παρεξήγηση αυτή, προφανώς, έγκειται στην αρχική εντύπωση που δημιουργείται, ότι ο πανσεξουαλισμός που κυριαρχεί στα έργα του συγγραφέα αποτελεί αυτοσκοπό ή ότι γίνεται εσκεμμένα προκειμένου να εντυπωσιάσει, να προκαλέσει κτλ. Μολονότι η συχνότητα, πυκνότητα και οι ακρότητες αυτού του φαινομένου –ιδιαίτερα σε βιβλία όπως π.χ. το «Κατά μέτωπο»– ίσως να δικαιολογούν εκ πρώτης όψεως παρόμοιες εντυπώσεις, μια τέτοια ερμηνεία είναι κοντόφθαλμη, αβασάνιστη και παρακινδυνευμένη και, όπως θα φανεί στη συνέχεια, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Κατ’ αρχήν, ο προσεκτικός μελετητής/αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι το στοιχείο του άκρατου ερωτισμού στον Τσιόλκα δεν αποτελεί αναγκαστικά μια διαστροφική εμμονή ή ένα ιδιόρρυθμο εφετζίδικο καπρίτσιο του συγγραφέα, αλλά, συχνά, ένα χρήσιμο εργαλείο για τις αφηγηματικές και μυθοπλαστικές ανάγκες των έργων του. Ο νεαρός ήρωας του «Κατά μέτωπον», για παράδειγμα, προφανώς καταφεύγει στο «κοκτέιλ» ερωτισμού-ναρκωτικών, ως αντίδραση, αλλά και ως αντίδοτο στην άχαρη και άσκοπη ζωή του. Πρόκειται για ένα υποκατάστατο στο ψυχικό κενό, απόρροια του οποίου (κενού) είναι η άχρωμη και ανιαρή ζωή του, και το οποίο κενό επιχειρεί να αναπληρώσει με τις παραπάνω πρακτικές. Απ’ την άλλη μεριά, πρόκειται για μιμητικές πρακτικές που συνάδουν με το πνεύμα, τις τάσεις και την κουλτούρα του προσωπικού και κοινωνικού κύκλου του (φίλων, συνομήλικων κ.λπ.), αφού δύσκολα μπορούμε να τον κατατάξουμε στην κατηγορία των περιθωριακών, αν και συχνά δίνει αυτή την εντύπωση.
Αν όμως αποδεχτούμε ότι ο μονομανιακός, καταχρηστικός ερωτισμός του νεαρού ήρωα στο «Κατά μέτωπον» (άσχετα αν γίνεται κατ’ επιλογήν ή εξ ανάγκης) είναι κατανοητός και δικαιολογημένος, για τους λόγους που προαναφέραμε, τότε τι μπορούμε να πούμε για τη χρήση ή κατάχρησή του στο μυθιστόρημα Το χαστούκι; Διότι το τελευταίο αυτό μυθιστόρημα, εν αντιθέσει με το Κατά μέτωπο, δεν αφορά περιθωριακούς αλλά νορμάλ τύπους και μάλιστα ευκατάστατους και βολεμένους της αστικής τάξης, που οι περισσότεροι ζουν μια σχετικά άνετη ζωή, απαλλαγμένη από βιοτικές μέριμνες. Παρ’ όλα αυτά, όμως, και αυτοί οι χαρακτήρες βρίσκουν καταφυγή και διέξοδο στον αλόγιστο ερωτισμό και τα ναρκωτικά –έστω κι αν συμβαίνει σποραδικά και ερασιτεχνικά– προκειμένου να δώσουν μια προσωρινή έστω ψευδαίσθηση χαλάρωσης και χαράς στην, κατά τα άλλα, ανούσια, ανικανοποίητη και ατελή ζωή τους. Και αν πάλι υποθέσουμε ότι ο (νόμιμος ή παράνομος) έρωτας στον οποίο επιδίδονται οι νέοι και μεσήλικες ή σχετικά νέοι χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι αποδεκτός ως μέσον εκτόνωσης από τα όποια προσωπικά τους άγχη και αδιέξοδα, τότε πώς δικαιολογείται ο διάχυτος ερωτισμός των ατόμων της τρίτης ηλικίας, που ενσαρκώνουν χαρακτήρες όπως π.χ. ο ηλικιωμένος Έλληνας μετανάστης Μανόλης;
Εστιαζόμενοι στο κεφάλαιο «Μανόλης», διαπιστώνουμε ότι ο συγγραφέας, μέσω του 69χρονου ηλικιωμένου, αλλά θαλερού ήρωά του, Μανόλη, επιχειρεί να ανατρέψει τη γενικότερη άποψη ότι η ηλικία δαμάζει ή «σκοτώνει» τον ερωτισμό των ανθρώπων. Βιολογικά μπορεί να καταστέλλει τις ορμές και να μειώνει τις ερωτικές επιδόσεις, όχι όμως και την ερωτική επιθυμία. Αντιθέτως, λόγω ακριβώς του βιολογικού χάντικαπ, τη διεγείρει και την εξάπτει περισσότερο. Χαρακτηριστική αυτού είναι η σκηνή που ξετυλίγεται στο προαστιακό καφενείο των Ιρανών στη Μελβούρνη, όπου έχουν πάει μετά την κηδεία ο Μανόλης με τη γυναίκα του, Κούλα, μετά από πρόταση του φίλου τους Θανάση, για να τους κεράσει καφέ. Παρακολουθούμε με τι λάγνα μάτια και πόθο βλέπει ο Μανόλης τη νεαρή σερβιτόρα (σ. 413-414).
Ο Μανόλης βλέπει τη νεαρή γυναίκα με την ερωτική διάθεση και αδηφάγα ματιά ενός νέου. Αν αυτο-οικτίρεται, δεν είναι εξαιτίας των γηρατειών του, αλλά εξαιτίας τού πώς υποθέτει ότι τον βλέπει η νεαρή σερβιτόρα, και ποια ιδιότητα αντιπροσωπεύει στα μάτια της («ένας παππούς […] Ένας παππούλης»). Η αυτολύπηση δηλαδή δεν εδράζεται σ’ ένα πραγματικό γεγονός (όπως π.χ. σωματική ανημποριά ή αναπηρία), αλλά σε μια υποθετική άποψη της κοπέλας, δηλαδή στο δικό του συμπέρασμα ότι τα γηρατειά εξισώνονται με κάτι σαν σωματική αναπηρία. Εξ ου και ο Μανόλης βιώνει τον οξύμωρο διχασμό μιας χαρμολύπης: μεταξύ τού σχεδόν εφηβικού ερωτικού σκιρτήματος για το άλλο φύλο, από τη μια, και παράλληλα, της συνειδητοποίησης της ηλικίας του που, υποσυνείδητα, σηματοδοτεί και τον επερχόμενο θανάτου, από την άλλη. Πράγμα που επιβεβαιώνει την αναπόσπαστη συνύπαρξη αυτών των δύο θεμελιωδών εκφάνσεων της ύπαρξης (έρωτα και θανάτου) και πώς αυτή η μυστηριώδης συνύπαρξη βιώνεται όχι ως ένα κοσμογονικό, αλλά ως ένα καθημερινό, κοινότοπο γεγονός.
Ακόμα και η μακρινή ανάμνηση του (σαρκικού) έρωτα για τον ηλικιωμένο Μανόλη και τους συνομήλικους συμπατριώτες του, λειτουργεί ως η τελευταία απεγνωσμένη αντίσταση, το τελευταίο ανάχωμα κατά του επερχόμενου θανάτου. Αν και συνειδητοποιούν απόλυτα το μάταιο της όποιας αντίστασης, ο λόγος που αφήνονται στη νοσταλγική και γλυκιά αναπόληση των νεανικών ερωτικών κατορθωμάτων τους δεν είναι τόσο για ν’ αντισταθούν όσο για να νιώσουν την ψευδαίσθηση ότι ξεγελούν ή παγιδεύουν έστω και προσωρινά το θάνατο, νιώθοντας φευγαλέες εκλάμψεις νεότητας. Εξ ου και σ’ αυτή την άνιση κι εκ των προτέρων καταδικασμένη αναμέτρηση, επιστρατεύουν αυθόρμητα το γελοίο όπλο της ερωτικής πράξης που ανακαλούν στη μνήμη τους, όπως τα μικρά παιδιά τα πλαστικά νεροπίστολα, με τα οποία απειλούν τους μεγάλους… Είναι μια σιωπηλή αποδοχή του πεπρωμένου και ταυτόχρονα μια ύστατη προσπάθεια να πέσουν σ’ αυτή την άνιση μάχη, τουλάχιστον αξιοπρεπώς. Χαρακτηριστική είναι η ζοφερή επισήμανση του αφηγητή: «Ο θάνατος τους έσφιγγε όλους στον κλοιό του. Έναν-έναν, σαν τους λαγούς που πολεμάνε να ξεφύγουν απ’ το τουφέκι του κυνηγού. Δεν έχει αξιοπρέπεια η ανθρώπινη ζωή. Στο τέλος δεν έχει» (σ. 432). Εύγλωττο δε είναι το αστείο ενσταντανέ του περιστατικού στο «μπορντέλο» που έχει αποθανατίσει στη μνήμη του ο Μανόλης, το οποίο θυμίζει έντονα παιδική σκηνή, ως αντίδοτο σ’ αυτόν τον αμείλικτο κλοιό του θανάτου (σ. 428-429).
Τέλος, στη συνέχεια, στο ίδιο κεφάλαιο, ο συγγραφέας θίγει ένα σημαντικό ζήτημα που ελάχιστα έχει απασχολήσει τη λογοτεχνία – εννοώ αυτό των ερωτικών σχέσεων μεταξύ των ηλικιωμένων ζευγαριών. Μολονότι ο Τσιόλκας δεν το συζητά διεξοδικά, το γεγονός ότι το θίγει αρκεί για να προβληματίσει τον αναγνώστη σχετικά μ’ ένα τόσο λεπτό ζήτημα που –δεδομένου του αυξανόμενου προσδόκιμου ζωής– αφορά ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό του πληθυσμού. Διότι οι ηλικιωμένοι ως απόμαχοι της ζωής και μη παραγωγικές μονάδες, αποτελούν μια αποκλίνουσα και άρα περιθωριακή κοινωνική τάξη και υποκουλτούρα η οποία, για πολλούς, εξομοιώνεται με αυτή των αναπήρων και σωματικά ανεπιθύμητων, ήτοι κοινωνικά αποβλήτων, που δεν δικαιούνται να συμμετάσχουν στη χαρά του έρωτα, δεδομένου ότι η ηλικία ταυτίζεται, συχνά, ως ένα είδος ανημποριάς ή αναπηρίας, όπως προαναφέρθηκε. Απ’ αυτή την άποψη, τα γηρατειά αντιμετωπίζονται διπλά ως η πρόγευση, ο προθάλαμος του θανάτου, όπως συμπεραίνει ο αφηγητής: «Τα γεράματα; Ήταν ανελέητα, τα γεράματα ήταν ένας ανίκητος εχθρός. Τα γεράματα ήταν ανελέητα σαν γυναίκα. Σαν μητέρα» (σ. 443).
Για τον ήρωα Μανόλη, η όποια συναισθηματική (ψυχική) κι ερωτική (σεξουαλική) σχέση με τη γυναίκα του Κούλα είναι προ πολλού ανύπαρκτη, νεκρή και μόνο τυπικά και συμβατικά υπάρχει, επειδή βολεύει πρακτικά και τους δυο. Ψυχικά βρίσκονται σε διάσταση, αφού είναι αταίριαστοι ως χαρακτήρες και ο Μανόλης δεν αντέχει την απαίσια συμπεριφορά της (σ. 441). Αλλά κι ερωτικά είναι προ πολλού δυο ξένοι: «Έριξε μια ματιά στη γυναίκα του και προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, ν’ αναστήσει το κορίτσι του ονείρου. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που είχαν σαρκικές σχέσεις», σ. 442). Το χειρότερο απ’ όλα όμως –ακόμη ίσως και από την καθαυτή απουσία της σαρκικής ηδονής– είναι ότι του ήταν αδιανόητο να μιλήσει γι’ αυτό το καυτό ζήτημα, προφανώς εξαιτίας του φόβου γελοιοποίησης απέναντι στη γυναίκα του: «Τι θα έκανε η Κούλα αν σηκωνόταν και της ζητούσε να πάνε στο κρεβάτι; Τι λέξεις τους είχαν απομείνει για να περιγράψει τον πόθο του;…» (σ. 442).
Η οδύνη συνεπώς του Μανόλη στην προκειμένη περίπτωση είναι τετραπλή, αφού (i) μολονότι νιώθει ερεθισμένος (σ. 442) ξέρει καλά ότι (ii) είναι σεξουαλικά ανίκανος να ανταποκριθεί («Το σώμα του τον είχε προδώσει όταν το χρειάστηκε [όταν πριν πολλά χρόνια είχε επισκεφθεί το μπορντέλο στο Κόλινγκουντ] και τώρα τον χλεύαζε αλύπητα», ό.π.), (iii) κινδυνεύει να γελοιοποιηθεί αν μιλήσει στη γυναίκα του («Εκείνη θα ’βαζε τα γέλια. Θα γελούσε, θα ήταν ανελέητη», ό,.π.) και συνειδητοποιεί με απέραντη θλίψη και τελεσίδικα ότι ως ερωτικό ζευγάρι είναι προ πολλού νεκρό («Εκείνος κι η Κούλα δεν θα ξαναγίνονταν ποτέ αντρόγυνο, όχι μ’ αυτή την έννοια, όχι μ’ αυτό τον τρόπο, ποτέ πια» (ό.π.).
Εξ ου και, κομπλεξαρισμένος, αντιμετωπίζει την παρούσα ταπεινωτική και αδιέξοδη κατάσταση του σεξουαλικού ερεθισμού του («Κοκκίνισε») ταυτίζοντάς την μ’ εκείνη την αντίστοιχη όταν ήταν παιδί στο χωριό και διαπίστωσε τον ερεθισμό η μητέρα του (σ. 442). Δηλαδή με τα ίδια αισθήματα αμηχανίας, ενοχής, καταισχύνης και ανημποριάς, αφού τόσο η παιδική ηλικία όσο και τα γηρατειά είναι τα προβληματικά και οδυνηρά εκείνα στάδια της ζωής, όπου ο άνθρωπος νιώθει ανήμπορος και εξαρτώμενος από τους άλλους. Απ’ αυτή την άποψη λοιπόν οι δυο αυτές φάσεις στη ζωή του ανθρώπου εμπεριέχουν όντως μια μορφή «αναπηρίας», αφού ενέχουν το στοιχείο της σωματικής ατέλειας, ανεπάρκειας, αν όχι και αχρηστίας. Το χειρότερο απ’ όλα όμως είναι ότι, για τον ήρωα Μανόλη, ο κυριότερος δράστης αυτού του σεξουαλικού προβλήματος κι εξευτελισμού του δεν είναι τόσο το σώμα ή η ηλικία του που τον προδίδουν, όσο η εκάστοτε γυναίκα στην πορεία της ζωής του (μητέρα, πόρνη, σύζυγος) που κάθε φορά τον κάνει να συνειδητοποιεί ανάλγητα, σαν αντανακλαστικός καθρέφτης μπροστά του, αυτό του το αδιέξοδο. Καθόλου περίεργο λοιπόν που, στο επιμύθιο αυτής της ενότητας του υπό συζήτηση κεφαλαίου, ο αδάμαστος αντίπαλος του Μανόλη («τα γεράματα») ταυτίζεται με το άλλο φύλο: «Τα γεράματα ήταν ανελέητα, τα γεράματα ήταν ένας ανίκητος εχθρός. Τα γεράματα ήταν ανελέητα σαν γυναίκα. Σαν μητέρα» (σ. 443).
*Ο Δρ Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός, διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Μελβούρνης, λογοτέχνης, βιογράφος, δοκιμιογράφος-κριτικός και μεταφραστής λογοτεχνίας.