Με αφορμή τη νέα του ταινία «The Descendants» με πρωταγωνιστή τον Τζορτζ Κλούνεϊ, , ο γνωστός ομογενής σκηνοθέτης Αλεξάντερ Πέιν, μίλησε στην εφημερίδα μας.
«Φέρτε μου τον Έλληνα» ακούστηκε ο Αλεξάντερ από την άλλη άκρη της γραμμής.
«Συγγνώμη μπορείτε να επαναλάβετε;», τραύλισα. «Φέρτε μου το κεφάλι του Έλληνα», επαναλαμβάνει σταθερά και καθαρά με το χιούμορ που τον χαρακτηρίζει και αμέσως ο πάγος σπάει. Αλλά αυτό είναι κάτι το οποίο γνωρίζει πολύ καλά ο Ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης, Αλεξάντερ Πέιν. Αυτό διαπραγματεύεται στις ταινίες του. Ανθρώπινες ιστορίες, χαρακτήρες παγιδευμένοι στα στενά πλαίσια του εαυτού τους, παγιδευμένοι σε συναισθηματικούς κόσμους, αποξενωμένοι, που προσπαθούν να σπάσουν τον πάγο μέσα τους και να κερδίσουν την ευτυχία.
-Με μια πρώτη ματιά οι ταινίες σας μας θυμίζουν το μαγευτικό Χόλιγουντ. Αλλά η θεματολογία σας είναι μάλλον πιο κοντά στον ανεξάρτητο αμερικάνικο κινηματογράφο. Μπορείτε να σχολιάσετε;
Αλεξάντερ Πέιν: Λοιπόν, αναφέρεις δύο πράγματα. Λες παλαιό… συγγνώμη, χρησιμοποίησες τη λέξη μαγευτικό;
– Σωστά.
Πέιν: Αυτό είναι τρομερό. Σε ευχαριστώ. Αλλά το «μαγευτικό Χόλιγουντ» για μένα δεν παραπέμπει στον ανεξάρτητο κινηματογράφο. Παραπέμπει στις ταινίες των στούντιο, αλλά εκείνες της λαμπρής εποχής από το ‘30 μέχρι και το ‘70. Είμαι πολύ επηρεασμένος από τις αμερικάνικες ταινίες του ‘70. Τότε ήμουν έφηβος και πήγαινα δύο φορές την εβδομάδα στον κινηματογράφο και έβλεπα όλες αυτές τις ταινίες που στις μέρες μας θεωρούνται αριστουργήματα.
Τότε ήταν απλά αμερικάνικες ταινίες. Σήμερα μιλάμε για την κλασική περίοδο, για το Χόλιγουντ του ‘70. Αλλά ακριβώς τέτοιου είδους ταινίες ήθελα να κάνω και εγώ. Καθώς το αμερικάνικο σινεμά άλλαξε από τη δεκαετία του ‘80 και έπειτα και έγινε περισσότερο εμπορικό, εκείνες οι παλιές ταινίες κατατάχτηκαν σαν σινεφίλ, πράγμα το οποίο είναι άσχημο. Έτσι ξεκίνησε να αναδύεται ο ανεξάρτητος κινηματογράφος. Έτσι λοιπόν αν με κατατάσσεις σε εκείνη την κινηματογραφική παράδοση των περασμένων δεκαετιών, τότε σε ευχαριστώ πραγματικά. Τέτοιου είδους ταινίες προσπαθώ να κάνω.
– Έχετε νιώσει ποτέ ότι το κοινό μπορεί να παραβλέπει τα βαθύτερα νοήματα των ταινιών σας για χάρη των πιο επιφανειακών και ίσως λιγότερο καλλιτεχνικών νοημάτων;
Πέιν: Με ρωτάς ίσως για να αποκομίσεις μία αλαζονική απάντηση. Και φυσικά ο αλαζόνας σκηνοθέτης θα σου απαντήσει «ναι, κάνω κωμωδίες, επιθυμώ οι ταινίες μου να είναι διασκεδαστικές». Ακόμη και ο Κουροσάβα είπε ότι πρώτος και πιο σημαντικός σκοπός των ταινιών θα πρέπει να είναι ο ψυχαγωγικός. Αλλά ναι, πιστεύω η κωμωδία δεν θα πρέπει να είναι η μάσκα που θα αποσπά τον θεατή από τα βαθύτερα νοήματα που διαπραγματεύομαι σε δεύτερο επίπεδο. Τώρα όμως δεν πρόκειται να πάρω τις ταινίες μου πολύ σοβαρά. Διότι προσπαθώ διαρκώς να βελτιώνομαι και να διδάσκομαι από ταινία σε ταινία. Αλλά σίγουρα θα ήθελα να πιστεύω ότι υπάρχει κάποιο βάθος στις ταινίες μου μιας και επιδιώκω ολοένα, καθώς μεγαλώνω -σήμερα είμαι στα 50 μου- να γίνομαι και εγώ ως άνθρωπος περισσότερο βαθύς. Εκτός και αν αποφασίσω να κάνω μία ξεκάθαρα ψυχαγωγική ταινία, πράγμα το οποίο δεν βρίσκω καθόλου κακό.
– Η νέα σας ταινία εκτυλίσσεται στη Χαβάη. Στοχεύετε σε ακόμη μεγαλύτερη ανατροπή της πλοκής από ό,τι μας έχετε συνηθίσει στο παρελθόν;
Πέιν: Δεν πρόκειται για ανατροπή της πλοκής και δεν πρόκειται για κάποια πλοκή συγκεκριμένα, αλλά όταν ξεκινώ να κάνω μια ταινία εξετάζω δύο σημαντικούς παράγοντες. Πρώτον την ιστορία. Ποια είναι τα συναισθήματα που γεννάει μια ιστορία, πού επικεντρώνεται μία ιστορία; Μία ιστορία που να μπορεί να ειπωθεί παντού. Έπειτα μου γεννιέται το ερώτημα πού; Πού θα κάνουμε δηλαδή την ταινία. Σε αυτόν τον βαθμό λειτουργώ περισσότερο ως ντοκιμαντερίστας παρά ως αφηγηματικός κινηματογραφιστής. Με ενδιαφέρει να παρουσιάσω ακριβώς τον κόσμο όπου διαδραματίζεται η ιστορία. Στη νέα ταινία λοιπόν εξετάζουμε την αριστοκρατική τάξη της Χαβάης.
– Πριν λίγες μέρες ήσασταν στην Ελλάδα για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Τι πήρατε μαζί σας στην επιστροφή σας στην Αμερική από αυτή την επίσκεψη, συναισθηματικά μιλώντας.
Πέιν: Καταρχάς δύο πράγματα. Το πρώτο φυσικά το ότι βρέθηκα στην Ελλάδα την περίοδο της κρίσης. Έμεινα πολύ λίγο. Τρεις μέρες μόνο. Είχα όμως την ευκαιρία να περπατήσω στους δρόμους της Θεσσαλονίκης και να μιλήσω με τον κόσμο και να ακούσω τις προσωπικές ανθρώπινες ιστορίες, το πώς βιώνουν οι άνθρωποι εκεί την κρίση. Πράγμα που με οδηγεί στο δεύτερο πράγμα που πήρα μαζί μου στην Αμερική. Δεκατρία ξαδέρφια μου από το Αίγιο ήρθαν στη Θεσσαλονίκη. Ηρθαν Παρασκευή βράδυ στην προβολή της ταινίας και με υποστήριξαν. Την επομένη το απόγευμα κάτσαμε σε μία ταβέρνα με τις ώρες και ήταν πανέμορφα. Συγκινήθηκα πραγματικά που ήταν μαζί μου εκείνη τη στιγμή. Και φυσικά ήταν όταν κοιτάζαμε ο ένας στα μάτια τον άλλον, υπήρχε η βουβή κατανόηση, όχι μόνο της κοινής κουλτούρας, αλλά και ο δεσμός της οικογένειας. Είναι υπέροχο όταν νιώθεις πως το DNA υπερβαίνει τον χρόνο και την κουλτούρα. Ζω εντελώς διαφορετικά ως Αμερικανός από ό,τι θα ζούσα ως Έλληνας. Δεν κάνω διάκριση μεταξύ θετικού και αρνητικού. Όχι. Αλλά πραγματικά βρίσκω πολύ ενδιαφέρον το ότι σε περιόδους κρίσης το DNA μου ενεργοποιείται. Με κάνει και νιώθω 100% Έλληνας, συνδεδεμένος με την πατρίδα καταγωγής μου, συμπάσχων.