Τις δεκαετίες του ‘60, ‘70 και ‘80, ένα επάγγελμα που θεωρώ ότι είχε τη μεγαλύτερη ζήτηση ανάμεσα στον γυναικείο μεταναστευτικό πληθυσμό, ήταν αυτό της μασίνιστ. Είτε ως εσωτερικές, εξωτερικές, με το κομμάτι ή και με κοντράτο, πολλές συμπάροικοι έχυσαν πολύ ιδρώτα από τα νιάτα τους δουλεύοντας τη ραπτομηχανή, βοηθώντας έτσι στην ανάπτυξη της κλωστοϋφαντουργίας της χώρας. Παράλληλα, μερικές από αυτές, εξελίχθηκαν και στον τομέα της παραγωγής δειγμάτων, έγιναν κόπτριες ή/και αναδείχθηκαν σε επιμελήτριες. Έγιναν δηλαδή μπόσενες – supervisors.
Ο «Νέος Κόσμος» πιστεύει ότι είναι κι αυτό ένα μεγάλο κεφάλαιο της παροικιακής μας ιστορίας, αφού το επάγγελμα απασχόλησε και σημαντικό αριθμό Ελληνίδων, και, ότι αξίζει να δώσουμε την ευκαιρία στις αναγνώστριες να πουν τις δικές τους εμπειρίες. Μια περίοδος πολύ δύσκολη με πολλά προβλήματα, που παρ’ ότι οι εργάτριες αμείβονταν καλά, άφησε ανάμεικτα συναισθήματα, αφού μικρομάνες οι περισσότερες, καλούνταν να φέρουν εις πέρας τον τριπλό τους ρόλο. Της συζύγου, της μητέρας και της εργαζόμενης.
Θυμάμαι όταν προς το τέλος του ‘60, τότε που εδραιώθηκε το επάγγελμα και η ράπτρια έγινε αυτόματα μασίνιστ κι εργαζόμουν στην Commonwealth Bank, τα παραρτήματα τις Παρασκευές το απόγευμα γέμιζαν με γυναικόκοσμο, που έρχονταν με τον «μπούκο» στο χέρι για να καταθέσουν μέρος του μισθού και να στείλουν μια επιταγή στα γερόντια που περίμεναν καρτερικά πίσω στην γενέτειρα. Μαζί και οι νεοφερμένες που ζητούσαν να ανοίξουν λογαριασμό. Στη, δε, ερώτηση ποιο είναι το επάγγελμα, οι περισσότερες απαντούσαν: Μασίνιστ.
ΑΝΟΙΞΤΕ ΤΟ ΧΡΟΝΟΝΤΟΥΛΑΠΟ
Πίσω στην πατρίδα, η μοδίστρα, ήταν από τα πιο αγαπητά πρόσωπα της γειτονιάς. Σε ένα δωμάτιο του σπιτιού που το χρησιμοποιούσε ως ατελιέ -γιατί τότε η ραπτική ήταν τέχνη- έραβε με μεράκι για τις πελάτισσες που, σύμφωνα με τη φήμη, που είχε αποκτήσει στο ψαλίδι, έρχονταν και από άλλες περιοχές.
Στην αρχή με μερικά φιγουρίνια, έναν καθρέπτη και μια ραπτομηχανή -αλήθεια θυμάστε την Singer μηχανή- και στη γωνία μια σιδερώστρα όπου σιγόκαιγε το σίδερο με κάρβουνα, μέχρι που βγήκε το ηλεκτρικό, έσκυβε στο ύφασμα κι έραβε νύχτα και μέρα για να πετύχει την παραγγελία. Ακολουθούσαν επιστάμενες πρόβες, ώστε το δημιούργημα να είναι πραγματικά κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της πελάτισσας, η οποία μαζί με το ύφασμα, επέλεγε τα κουμπιά, τη δαντέλα, την εσάρπα, τις χάνδρες, τις πέρλες, τις κορδέλες και τα κορδελάκια, τα λουλούδια και άλλα συνοδευτικά διακοσμητικά, για τα οποία έπρεπε να βάλει όλη της την τέχνη και φαντασία να τα συνδυάσει.
Ωστόσο, όπως θα δούμε πιο κάτω, η ελληνίδα μοδίστρα δεν έχει καμιά σχέση με την ράπτρια της Αυστραλίας που θα εξετάσουμε. Με βοηθό, λοιπόν, τον αγαπητό παλαίμαχο δημοσιογράφο, κ. Αλφρέδο Κουρή, και το βιβλίο του «Ο Μετανάστης – Η ευλογία και η δυστυχία να αγαπάς δυο πατρίδες», θα κάνουμε ένα νοερό ταξίδι στο χρόνο και θα περπατήσουμε στα στενά δρομάκια των εσωτερικών προαστίων του Richmond, του Prahran, του South Yarra, του Abbotsford, του Fitzroy, έτσι για να ονομάσουμε μερικά και καλούμε τις αναγνώστριες να ανοίξουν το χρονοντούλαπο, να βρουν ξεχασμένες φωτογραφίες, και, να θυμηθούν αυτό το πολύτιμο κομμάτι της νιότης τους, τότε που ήταν στο εργατικό δυναμικό της χώρας.
ΣΧΟΛΗ ΡΑΠΤΙΚΗΣ «ΕΛΛΑΣ»
Γράφει λοιπόν ο κ. Κουρής. «…μεταξύ άλλων, στο εργοστάσιο υποκαμίσων PELACO που εργαζόμουν, είχα προσέξει, ότι συχνά με φώναζαν στο γραφείο για να εξηγώ στις ελληνίδες που ζητούσαν δουλειά, ότι ο λόγος που δεν μπορούσαν να τις προσλάβουν, ήταν γιατί δεν ήξεραν τη χρήση των ηλεκτρικών ραπτομηχανών. Όπως λοιπόν σκεπτόμουν αυτά, μου ήλθε μια τρελή σκέψη που με γέμισε με αισιοδοξία. Τότε είπα στη Μίτση, να αγοράσουμε με δόσεις μια ηλεκτρική ραπτομηχανή σαν αυτές που έχουν τα εργοστάσια υποκαμίσων και να μετατρέψουμε ένα από τα υπνοδωμάτια του σπιτιού μας σε εργαστήριο. Έτσι θα φέρνουμε τις ελληνίδες και θα τις μαθαίνουμε σε φθηνά υφάσματα, πώς να γαζώνουν και να ράβουν σε ηλεκτρική μηχανή…».
Η εκπαίδευση, εξηγεί ο κ. Κουρής, γινόταν από τη σύζυγό του δυο ώρες κάθε απόγευμα, για δυο εβδομάδες, σε μόνο δυο μαθήτριες ανά δεκαπενθήμερο. Τα δίδακτρα ήταν δέκα λίρες. Μάλιστα εκτελούσε και χρέη σοφέρ, αφού αναλάμβανε και τη μεταφορά των νεαρών συμπατριωτισσών μας προς και από το σπίτι του που ήταν στην St. Kilda. Όταν δε τα κορίτσια συμπλήρωναν την εκπαίδευση, μαζί με τη Βεβαίωση, τις πήγαινε με το αυτοκίνητό του σε εργοστάσια να βρουν εργασία.
Η διαφήμιση μέσω της εφημερίδας ΦΩΣ του αείμνηστου Παναγιωτόπουλου, φαίνεται ότι έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. «Αμέτρητα τα τηλεφωνήματα. Ήταν ο μεγαλύτερος θρίαμβος της ζωής μου», θυμάται. Και για του λόγου το αληθές, θα πει ότι δέχθηκαν 53 τηλεφωνήματα από τις οποίες οι 38 υποψήφιες, ήταν έτοιμες να αρχίσουν μηχανή!
OCCUPATION MACHINIST
«Στο μεταξύ η ζήτηση ήταν τόσο μεγάλη που έπρεπε να κάνω κάτι και μάλιστα ταχύτατα. Μια αγγελία στην εφημερίδα «The Age», για ένα μαγαζί που ενοικιαζόταν στη γωνία των οδών Elizabeth και Lonsdale εξοπλισμένο με δέκα ηλεκτρικές μηχανές ραπτομηχανές, οβερλόκερ, για κουμπιά και κουμπότρυπες, πάγκο και ηλεκτρικό ψαλίδι, άνοιξε το δρόμο για τη δημιουργία της Σχολής που ήταν και ο στόχος μας».
Η Σχολή Ραπτικής «Ελλάς», άνοιξε τις πόρτες της και σε Αυστραλές, Ιταλίδες, Γιουγκοσλάβες, Γερμανίδες, Ρωσίδες και με τον καιρό προσέλαβε και άλλες δασκάλες. Η πρόοδος και η φήμη της ξεπέρασε κάθε προσδοκία τους. Έτσι άφησαν τις δουλειές τους και δούλευαν από τις 9 το πρωί μέχρι τις 9 το βράδυ. «Πολλά εργοστάσια είχαν μάθει για τη Σχολή και μας τηλεφωνούσαν να στείλουμε εκπαιδευμένες μασίνιστ» θυμάται.
Οι παλαιότεροι θα ενθυμούνται ότι η Σχολή λειτούργησε δέκα χρόνια, έως το τέλος του 1967. Σε αυτό το διάστημα 10,000 ελληνίδες και 2,000 άλλων εθνικοτήτων έλαβαν το δίπλωμα Μασίνιστ.
Το ζεύγος Κουρή, κοιτάζοντας πίσω, αισθάνεται ικανοποίηση για την κοινωνική τους προσφορά. «Καλύψαμε μια άμεση ανάγκη σε μια εποχή δύσκολη, ώστε να βρουν υψηλά αμειβόμενη δουλειά, πολλές ελληνίδες», συμπληρώνει.
Αυτά ως έναυσμα. Εσείς σε ποιο εργοστάσιο εργαστήκατε; Ποιες είναι οι εμπειρίες σας; Τι είναι εκείνο που ξεχωρίζει στη μνήμη σας στον καθημερινό αγώνα επιβίωσης ως συζύγου, μητέρας και εργαζόμενης; Ανατρέξετε στα νιάτα σας και στείλτε μας φωτογραφίες.
Τηλεφωνήστε στη γράφουσα στο 9482 44 33 ή στείλτε επιστολή με το ενδεικτικό Occupation Machinist στο: NEOS KOSMOS, P.O Box 42 North Carlton Vic 3054, μέχρι τις 31 Ιανουαρίου 2012.