Αυτό το βιβλίο είναι το χρονικό ενός εφήβου, ενός παιδιού που πήρε τη μεγάλη του απόφαση να τρέξει προς την ελευθερία. Ο ήρωας μιας χαμένης εφηβείας και μιας δρασκελιάς από τ’ αμερικανικά (εφηβικά) πρότυπα. Βιβλίο του μεταπολεμικού ρεαλισμού και πηγή του ύστερου ρεύματος που ονομάστηκε νεορεαλισμός ή μινιμαλιστικός ρεαλισμός.
Ο Χόλντεν Κόλφιντ, στο τέλος της εφηβείας του, λαμβάνει τον ρόλο του αντιήρωα, ενός γνήσιου παρία, με την έννοια της άγουρης ακόμα οντότητας που απορεί για όλα και αμφισβητεί τα πάντα και που θέτει ερωτήματα (αναπάντητα για πολλούς, ανύπαρκτα για άλλους). Η ανολοκλήρωτη ιστορία του Χόλντεν περνά μέσα από μιαν απαράμιλλη αγνότητα, από μιαν επίδοση σε γλώσσα του δρόμου, από τον ίδιο τον δρόμο όμως (που σήμερα γίνεται καφετέρια, ίντερνετ, ευτυχώς φορές φορές και διαδήλωση), έτσι όπως μόνον ένας έφηβος (όχι κατ’ ανάγκην Αμερικανός) μπορεί ν’ αποδώσει, με όλες εκείνες τις επαναλήψεις (το «…και τα ρέστα» κυριαρχεί παντού)· ικανά όλ’ αυτά να σε οδηγήσουν σε μιαν απολαυστική εξατομίκευση και οικειοποίηση του κειμένου. Είναι ο αντιήρωας εκείνος που αποδρά από τον κόσμο, που ξέρει ότι σύντομα θα γίνει κομμάτι του.
Ο δεσμός που δένει τον αναγνώστη με αυτό το βιβλίο είναι μια εσωτερική δικτατορία που σε στοιχειώνει, όχι, βεβαίως, γιατί υποκλίνεσαι στο μέγεθος του συγγραφέα του, αυτό είναι δεδομένο, αλλά πολύ απλά γιατί το κείμενο αυτό ποτέ δεν λέει την τελευταία του λέξη.
Το τέρμα που ο καθένας από εμάς είχε βάλει στόχο να φτάσει παραμένει άγνωστο. Ο Χόλντεν και η Φοίβη, η αδελφή του, απαλλαγμένοι απ’ οποιαδήποτε έννοια και ιδέα που δεν πατά στο πραγματικό, γυμνοί και καθαροί πια από τα ρούχα κάποιας ενοχής, ταξιδεύουν μέσα στη συνείδηση των μεγάλων. Με λόγο απλό και μετρημένο: ο Φύλακας στη Σίκαλη είναι ο αέρας που πνέει και μας κάνει να ονειρευόμαστε σε μιαν –αθώα ή μη– εφηβεία, μας ζωντανεύει μνήμες αργότερα, αλλά και μας ωθεί –βεβιασμένα είναι η αλήθεια– σε μια χοάνη που κρύβει μέσα της όλους τους προορισμούς που πετύχαμε ή εξακολουθούμε να ονειρευόμαστε, ως εφιαλτικά και συνάμα μαγευτικά απωθημένα.
Ο Salinger ήξερε ότι ο Χόλντεν δεν είναι ούτε το Κοριτσάκι με τα σπίρτα ούτε ο εν πολλοίς αδιάφορος Ντέιβιντ Κόπερφιλντ. Είναι ένα ενηλικιωμένο παραμύθι χτισμένο με μιαν αλήθεια που ένας έφηβος αποζητά να δοκιμάσει, όχι για να δικαιολογήσει τη στάση του, αλλά για να νιώσει ακόμη μία φορά ότι ο κόσμος είναι η φθορά της εφηβείας. Ό,τι υπάρχει όπως το ξέρουμε σήμερα, στο κάθε σήμερα, είναι απόρροια μιας απώλειας: της εφηβείας, που δεν ασχολείται μόνο με τα σπυράκια και τις όψιμες εισαγωγές σε κάποιο πανεπιστήμιο (που είναι τόσο σημαντικά κι αυτά, τόσο ψυχοφθόρα και διαμορφωτικά), αλλά με τον φόβο (και τη σιγουριά) ότι θα γίνει μέλος της ζωής που αντιτάσσεται με νύχια και με δόντια.
Ο Salinger κατάφερε να συμβάλει καθοριστικά σ’ ένα ζήτημα που τίθεται συχνά. Είναι άραγε ανάγκη ένας έφηβος να διαβάζει τα γνωστά εφηβικά βιβλία ή μπορεί τελικά να βρει τον αναγνωστικό του δρόμο (και) αλλού; Η απάντηση δίνεται ολοκάθαρη μετά το πέρας της ανάγνωσης.
* Το κείμενο είναι του Δημήτρη Αθηνάκη από το http://athinakisdimitris.wordpress.com