Το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό όταν σκέφτομαι τον Σόκρατες, πέρα από το ελληνικό όνομά του, είναι το πόσο έμοιαζε στον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα.
Πολλοί έχουν συνδέσει τον Κουβανό επαναστάτη με τον Ντιέγκο Μαραντόνα, ωστόσο η παρουσία και η προσωπικότητα του Βραζιλιάνου καλλιτέχνη, που έφυγε από τη ζωή τα ξημερώματα της Κυριακής (4/12), απέδειξε ότι αυτός ήταν ο μεγάλος αναρχικός του παγκοσμίου ποδοσφαίρου.
Άνθρωπος που σπούδασε ιατρική, με ειδικότητα στη φαρμακευτική, έκανε διδακτορικό στη φιλοσοφία, έπαιξε θέατρο, αρθρογράφησε -όχι μόνο για το ποδόσφαιρο- σε πολλά έντυπα, ενώ δεν έκρυψε ποτέ την αγάπη του για την Ελλάδα, απόδειξη το όνομά του αλλά και η επιλογή του να βαφτίσει τα τρία από τα έξι παιδιά του Σωκράτη, Σοφοκλή και Σωσθένη. Διόλου τυχαίο και το Φιντέλ Κάστρο που έδωσε στον τέταρτο γιο του.
Ο Σόκρατες πρέπει να είναι ο μοναδικός Βραζιλιάνος που μπορούσε να κοντρολάρει τα συναισθήματά του εντός αγωνιστικού χώρου. Δεν έφτανε σε ακρότητες ακόμη και όταν σκόραρε, θύμιζε μάλλον… Γερμανό στις αντιδράσεις του.
Τον ενδιέφερε κυρίως η ομορφιά του παιχνιδιού παρά το αποτέλεσμα και γι’ αυτό ίσως έμελλε να είναι ο αρχηγός της μίας εκ των δύο ομάδων (η άλλη ήταν η Ουγγαρία του 1954) που άξιζαν να σηκώσουν το Παγκόσμιο Κύπελλο αλλά δεν τα κατάφεραν.
Το 1982 απέτυχε στο Μουντιάλ της Ισπανίας να φτάσει με τη Βραζιλία στα ημιτελικά, ωστόσο τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς κατέκτησε το πρωτάθλημα με την Κορίνθιανς.
Η μεγαλύτερη νίκη για τον ίδιο όμως δεν ήταν αυτή. Έπεισε τη διοίκηση εκείνη την εποχή ότι στις αποφάσεις έπρεπε να έχουν λόγο και οι ποδοσφαιριστές. Κατάφερε στις μπλούζες της ομάδας να μην υπάρχει χορηγός, αλλά στην πλάτη να αναγράφεται η λέξη «δημοκρατία». Σε κάποιο παιχνίδι μάλιστα η Κορίνθιανς βγήκε στο γήπεδο καλώντας τους οπαδούς να ψηφίσουν στις εκλογές του 1982.
«Αυτή ήταν η πιο σημαντική στιγμή στην καριέρα μου» είχε δηλώσει πολλά χρόνια αργότερα. «Το ποδόσφαιρο μου έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσω καλύτερα τα ανθρώπινα όντα. Ήξερα μέχρι τότε ότι υπήρχαν άνθρωποι που υπέφεραν από τη φτώχεια. Είδα όμως και την άλλη πλευρά της κοινωνίας, που είχε τα πάντα…»
Όλα αυτά ήταν μια σειρά από αντιδράσεις στο στρατιωτικό καθεστώς που ζούσε η Βραζιλία επί πολλά χρόνια. Δεν ήταν δηλαδή μόνο τα μηνύματα στην κορδέλα που φορούσε στο κεφάλι του ο Σόκρατες.
Στην Βραζιλία υποστηρίζουν ακόμη ότι το Παγκόσμιο Κύπελλο χάθηκε το 1982, διότι σε αντίθεση με την αυστηρή πειθαρχεία που υπήρχε στην ομάδα του 1970, ο Σόκρατες είχε «επιβάλλει» -σε συνεννόηση με τον ομοσπονδιακό προπονητή Τέλε Σαντάνα- ένα πιο χαλαρό πρόγραμμα προετοιμασίας. Ο σκοπός ήταν ξεκάθαρος και αποτελούσε στάση ζωής για τον… αρχαίο Έλληνα: «Πάνω από όλα η απόλαυση του παιχνιδιού.»
Ο σημερινός προπονητής της Άστον Βίλα, Άλεξ ΜακΛις, είχε αντιμετωπίσει τη Βραζιλία στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982 και ακόμη θυμάται τι συνέβη πριν και μετά τον αγώνα. «Θυμάμαι όταν τον είδα στο τούνελ για την έξοδο στον αγωνιστικό χώρο πόσο επιβλητικό και αρχοντικό ύφος διέθετε. Ήταν πραγματικά σαν Έλληνας θεός. Όπως δεν θα ξεχάσω μετά τη λήξη του ματς, όπου είχαμε ηττηθεί 4-1, το πώς εμφανίστηκε για το ντόπινγκ κοντρόλ. Εμείς είχαμε πάει με δύο μπουκάλια νερό και ο Σόκρατες ήρθε με δύο μπίρες στο ένα χέρι και ένα τσιγάρο στο άλλο…»
Βέβαια, στην επιστροφή της εθνικής ομάδας από την Ισπανία εκείνο το καλοκαίρι, μετά το αποκλεισμό από την Ιταλία, ο κόσμος ζητούσε το κεφάλι του Σαντάνα στο πιάτο, όχι αυτό του Σόκρατες ή του γκολκίπερ, Βάλντιρ Πέρεζ, που ήταν ο αρνητικός πρωταγωνιστής εκείνης της συγκλονιστικής ομάδας.
Η εξήγηση που έδωσε ο ίδιος για την ήττα σε εκείνο το ματς με την «σκουάντρα ατζούρα» έκανε πολλούς να γελάσουν. «Είχαμε κατακτήσει την πιο όμορφη γυναίκα στον πλανήτη, όμως δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα μαζί της. Συμβαίνουν αυτά στη ζωή και στον αθλητισμό. Πάντως εκείνη την ομάδα θα τη θυμάστε πάντα γιατί έχασε, όχι επειδή νίκησε…»
Ο Σόκρατες, όπως έγραψαν πολλοί συμπατριώτες του πριν αλλά και μετά το θάνατό του, ήταν ένας αντικομφορμιστής και πιθανότατα ο τελευταίος ρομαντικός του ποδοσφαίρου. Λάτρευε την μπάλα, όπως το αλκοόλ και το τσιγάρο, γι’ αυτό έπαιζε μέχρι τα 50. Ήταν πιο (ώριμα) αντιδραστικός από τον Μαραντόνα, περισσότερο μαρξιστής από τον Μπράιτνερ και του άρεσε να φιλοσοφεί όπου και αν βρισκόταν, αρκεί να είχε καλή παρέα. Ταυτόχρονα ήταν αυτοκαταστροφικός όσο και ο Τζορτζ Μπεστ. Έτσι ήταν όμως πάντοτε οι μεγάλοι καλλιτέχνες…