ΠΡΙΝ επιστρέψουμε στο χειμώνα, δηλαδή την περασμένη βδομάδα που το θερμόμετρο έδειχνε καλοκαίρι, βρέθηκα στην αυλή μιας μπυραρίας του South Melbourne.
ΕΙΧΑ δώσει ραντεβού με ένα φίλο να πούμε καμιά κουβέντα και να πιούμε καμιά παγωμένη μπύρα.
ΕΦΤΑΣΑ στην μπυραρία καμιά δεκαριά λεπτά νωρίτερα, έπιασα τραπέζι κάτω από μια ομπρέλα (γιατί ο ήλιος έκαιγε) και περίμενα.
ΣΤΑ διπλανά τραπέζια ήταν τρεις-τέσσερις παρέες που έπιναν και συζητούσαν δυνατά για πολλά και διάφορα (ανόμοια) πράγματα.
ΝΑ σημειώσω εδώ ότι το παρελθόν της συγκεκριμένης μπυραρίας (που πηγαίνει πίσω πάνω από έναν αιώνα) ουδεμία σχέση έχει με το πώς είναι σήμερα.
ΤΟ κτίριο μπορεί να παρέμεινε το ίδιο, πλην, όμως, όλα τα άλλα άλλαξαν, όπως άλλαξε και ο χαρακτήρας ολόκληρης της περιοχής τα τελευταία 30 χρόνια.
ΤΟ South Melbourne, στο οποίο τις δεκαετίες του 1950 και 1960 βρήκαν αποκούμπι και πολλοί νεοφερμένοι συμπατριώτες μας (λόγω λιμανιού), ήταν μια από τις πιο παραδοσιακές εργατικές συνοικίες της Μελβούρνης.
ΣΤΑΔΙΑΚΑ το λιμάνι άλλαζε όψη, τα εργοστάσια άρχισαν να απομακρύνονται και την εργατική τάξη αντικατέστησαν οι ανερχόμενοι professionals που έκαναν καριέρα ως νομικοί, γιατροί, λογιστές και στελέχη μεγάλων επιχειρήσεων.
ΣΥΝΕΠΩΣ, ανάλογη είναι και η πελατεία της μπυραρίας σήμερα. Οι σημερινοί πελάτες είναι πιο μορφωμένοι, καλοντυμένοι, φρεσκοξυρισμένοι, αρωματισμένοι και γενικότερα γραβατωμένοι.
ΜΕ την πρώτη ματιά αντιλαμβάνεσαι ότι έχεις να κάνεις με ανθρώπους που έχουν συναίσθηση ποιοι είναι και προσέχουν την εμφάνιση και τη συμπεριφορά τους.
ΚΑΙ όλα αυτά εκ του μακρόθεν και με την πρώτη ματιά. Με μια δεύτερη (και πιο προσεκτική) ματιά αντιλαμβάνεσαι ότι τα φαινόμενα απατούν.
ΟΠΩΣ ανέφερα και στην αρχή, στα διπλανά τραπέζια ήταν τρεις-τέσσερις παρέες που αποτελούνταν κυρίως από professionals. Ανάλογου φυράματος (και κοινωνικού στάτους) ήταν οι γυναίκες που τους έκαναν παρέα.
ΕΠΕΙΔΗ συζητούσαν δυνατά, ήθελα δεν ήθελα, άκουγα (μέσες άκρες) τι έλεγαν. Και αυτό που έλεγαν και επαναλάμβαναν με συχνότητα πολυβόλου ήταν το… fucking!
ΤΟΣΟ πολύ fucking είχα χρόνια να ακούσω. Μιλάμε ότι σε κάθε 10 λέξεις που έλεγαν χρησιμοποιούσαν τη δημοφιλή αυτή λέξη τουλάχιστον τρεις φορές.
ΥΠΟΘΕΤΩ ότι λιγότερο θα την χρησιμοποιούσαν οι λιμενεργάτες πελάτες της ίδιας μπυραρίας, πριν 60 χρόνια.
ΤΟΝ πιο πάνω πρόλογο τον έκανα για να τονίσω ότι καμία άλλη λέξη δεν χρησιμοποιείται τόσο συχνά σε τούτη τη χώρα όσο η λέξη αυτή.
ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΤΑΙ, δε, από ανθρώπους κάθε κοινωνικής προέλευσης σε τέτοιο βαθμό που έχει χάσει πια το σεξουαλικό της περιεχόμενο και έχει πάρει τη θέση μιας χαλαρής και γενικά αποδεκτής ύβρης.
«IT’S fucking bad», σου λέει ο άλλος, για να τονίσει ότι τα πράγματα είναι πολύ άσχημα. Αντίθετα, αν θέλει υπογραμμίσει ότι τα πράγμα πάνε πολύ καλά σου λέει «it’s fucking good».
ΤΗ συγκεκριμένη λέξη χρησιμοποίησε προχθές πάνω στο ενθουσιασμό του (για να τονίσει) ότι τα πράγματα πάνε πολύ καλά για την κυβέρνηση ο υπουργός Τηλεπικοινωνιών, Stephan Conroy, μιλώντας στο National Press Club.
«IF a tax goes down, that’s fucking fantastic…» είπε ο άνθρωπος και παρ’ ολίγο να πέσει η κυβέρνηση Γκίλαρντ, που μόλις ανασχηματίστηκε για να καταφέρει να επιβιώσει.
ΜΕ το που ακούστηκε η «κακή» λέξη από τα υπουργικά χείλη (και, μάλιστα, την ώρα που βλέπουν τηλεόραση και τα… παιδιά!), σήμανε συναγερμός και έπεσαν όλοι πάνω του να τον φάνε.
ΒΕΒΑΙΑ, επανόρθωσε, ζητώντας συγνώμη, ο υπουργός, αλλά ήταν ήδη αργά. Η μεγάλη ζημιά είχε γίνει και τα μικρά παιδιά είχαν ακούσει τη λέξη που η πουριτανική ηλεκτρονική κοινωνία προσπαθεί (χωρίς να τα καταφέρει) να κρύψει.
ΩΣ συνήθως, κανείς δεν αναρωτήθηκε πόσα παιδιά, τέλος πάντων, μπορεί να παρακολουθούσαν την άκρως αυτή πολιτική ομιλία στο ABC και ακόμα, αν υπάρχει παιδί (πάνω από δύο χρονών) σε αυτή τη χώρα που να μην έχει ακούσει τη συγκεκριμένη λέξη.
ΠΑΡ’ ΟΛΑ αυτά έγινε χαμός. Οι τηλεοπτικοί σταθμοί αποσιώπησαν τη λέξη με το χαρακτηριστικό σε αυτές τις περιπτώσεις (fucking) «μπιιιιπ», ενώ οργανώσεις όπως το Australian Family ζήτησαν το κεφάλι του υπουργού.
ΗΤΑΝ και αυτή μια από τις περιπτώσεις που δίνει την ευκαιρία στην κοινωνία μας να εκφράσεις τα περισσεύματα της υποκρισίας της.
ΔΕΝ αποκλείεται, μάλιστα, μεταξύ αυτών που εξοργίστηκαν να ήταν και οι θαμώνες της μπυραρίας που περιέγραψα πιο πάνω.
ΥΠΟΚΡΙΤΕΣ είναι συνήθως οι τύποι που δεν γουστάρουν κυρίως αυτούς που τους μοιάζουν.
ΑΝΑΦΕΡΟΜΑΙ σε αυτούς που μέσα στο σπίτι τους και ενώπιον των παιδιών τους βρίζουν και βλαστημούν ακατάσχετα και πάει το fucking σύννεφο, ενώ αν ακούσουν κάποιον άλλο να προφέρει τη λέξη μπρος στα παιδιά τους γίνονται θηρία.
ΕΤΣΙ, όμως, ήταν πάντα ο κόσμος και έτσι θα παραμείνει όσο υπάρχουν άνθρωποι.
ΑΣ πάμε σε μια άλλη ιστορία που μας αφορά πιο άμεσα. Την περασμένη Κυριακή είχα πάει στην Ετήσια Γενική Συνέλευση της Κοινότητας Μελβούρνης.
Η Συνέλευση αυτή δεν έμοιαζε με καμιά άλλη απ’ όσες έχω παρακολουθήσει μέχρι σήμερα τα τελευταία 36 χρόνια που είμαι μέλος της Κοινότητας. Να η εικόνα:
ΚΑΤΑΜΕΣΗΣ της τεράστιας και επιβλητικής, από κάθε πλευρά, καινούργιας αίθουσας του Κολλεγίου της Κοινότητας, ήταν τοποθετημένες 130 καρέκλες στις οποίες κάθονταν 130 γεροντάκια με άσπρα μαλλιά.
ΜΕ το που μπήκα μέσα (και μπήκα αργοπορημένος γιατί εργαζόμουν στην εφημερίδα), σοκαρίστηκα γιατί το μέγεθος της αίθουσας συρρίκνωνε ακόμα περισσότερο την παρουσία των μελών που ήταν εκεί.
ΚΑΙ το σοκ ήταν ακόμα μεγαλύτερο γιατί μετά το χαμό που είχε γίνει στην περασμένη Γενική Συνέλευση (πριν ένα χρόνο) στην οποία και έδωσαν το παρών τους πάνω από 500 νέοι της δεύτερης και τρίτης γενιάς, δεν περίμενα αυτή την εικόνα.
ΑΝ αφαιρέσει κανείς τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου (που στην πλειοψηφία τους προέρχονται από τη δεύτερη γενιά και είναι ακόμα σχετικά νέοι), οι περισσότεροι από τα μέλη που έδωσαν το παρών τους είχαν περάσει ή πλησίαζαν τα 80.
ΕΝΑ άλλο απίστευτο και πρωτοφανές για τις Γενικές Συνελεύσεις της Κοινότητας χαρακτηριστικό ήταν ότι κανείς δεν είχε διάθεση όχι μόνο να καυγαδίσει όπως παλιά, αλλά ούτε να μιλήσει.
ΔΥΟ-τρεις όλοι και όλοι μίλησαν για την τιμή των όπλων και η Συνέλευση τελείωσε πολιτισμένα και ήσυχα μέσα σε μια ώρα!
ΝΑ προσθέσω εδώ ότι οι περισσότεροι απ’ αυτούς που παραβρέθηκαν ήταν άνθρωποι που είναι μέλη της Κοινότητας για μισό και πλέον αιώνα.
ΟΣΟ για τη νέα γενιά, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν είχε λόγους να παρακολουθήσει τη Συνέλευση. Πέρυσι που είχε (για να υπερψηφιστεί η πώληση των ακινήτων για την ανέγερση του Πολιτιστικού Κέντρου), έδωσαν το παρών τους.
ΕΛΠΙΖΩ ότι όταν θα χρειαστεί θα δώσουν και πάλι το παρών τους. Την περασμένη Κυριακή όμως δεν χρειάστηκε και έτσι έδωσε την ευκαιρία στην πρώτη γενιά να καταμετρήσει τα γεράματά της.
ΑΥΤΑ για σήμερα να είστε όλοι καλά και τα λέμε από βδομάδα. Γεια χαρά.