Προσφυγιά και μετανάστευση από μια άλλη οπτική γωνία

Ο Νίκος Παπαστεργιάδης είναι καθηγητής Πολιτιστικών Σπουδών και Μέσων Επικοινωνίας με ειδικότητα στη θεωρία πολιτισμού και μετανάστευσης στην πολυπολιτισμικότητα, τις σύγχρονες τέχνες και τα νέα μέσα επικοινωνίας στο πανεπιστήμιο Μελβούρνης. Πρόσφατα μίλησε στην Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης με θέμα την μετανάστευση και τους πρόσφυγες παγκοσμίως και ειδικότερα στην Ελλάδα και την Αυστραλία. Με αφορμή αυτή του την ομιλία μίλησε και στο «Νέο Κόσμο» πάνω στα ίδια θέματα.

ΣΤΗ ΔΙΝΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

Επί του θέματος συνομίλησα με τον καθηγητή Πολιτιστικών Σπουδών και Μέσων Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Μελβούρνης, Νίκο Παπαστεργιάδη, ο οποίος περιέγραψε τους Έλληνες ως «εξαρτημένους από τα οφέλη των μεταναστών» και εξήγησε ότι  το πρόβλημα της παράνομης μετανάστευσης στην Ελλάδα αποτελεί «φαινόμενο παγκόσμιο και όχι απλώς εθνικό». Συνεχίζοντας, υποστήριξε ότι η «οκνηρία» της εθνικής οικονομίας, αλλά και η αλλαγή στις κοινωνικο-οικονομικές δομές και στις συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα είναι φαινόμενα που έχουν επηρεαστεί βαθύτατα από την παράνομη μετανάστευση.

Όσον αφορά την παράνομη μετανάστευση της Αυστραλίας, την έκρινε «μηδαμινή» σε σχέση με αυτήν της Ευρώπης και εξήγησε ότι ο κρατικός μηχανισμός και η πολυπολιτισμική νοοτροπία της Αυστραλίας την καθιστούν έτοιμη να αντιμετωπίσει τέτοιου είδους φαινόμενα. Ανέφερε ότι η κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα δημιούργησε στενότητα εργασίας και οι νέοι οδηγούνται σε άλλες χώρες για επαγγελματική αποκατάσταση. Τα νέα κύματα μεταναστών από την Ελλάδα δεν κατευθύνονται πλέον μόνο σε χώρες-παραδοσιακούς προορισμούς, αλλά κινούνται σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Αυστραλία, γι’ αυτούς τους νέους δεν αποτελεί πλέον «τελικό προορισμό, αλλά εφαλτήριο για μια καινούρια επαγγελματική ή και εκπαιδευτική σταδιοδρομία ή και ως ενδιάμεσο προορισμό, πριν να καταλήξουν σε μια χώρα όπου και θα εγκατασταθούν» δήλωσε. Συνεχίζοντας, σχολίασε ότι οι ερχόμενοι στην Αυστραλία ισχυρίζονται -κατά κανόνα αβάσιμα- ότι «αντιμετωπίζονται σαν τους Αλβανούς στην Ελλάδα» από τους χρόνια εγκατεστημένους εδώ Έλληνες μετανάστες. Το γεγονός αυτό ο καθηγητής εξηγησε και απέδωσε στο «καπιταλιστικό σύστημα» και θεωρεί ότι αποτελεί φαινόμενο που εμφανίζεται ελάχιστα.

Τέλος, ο καθηγητής εξήγησε τις από αρκετούς θεωρούμενες «εθνικά αιρετικές» απόψεις του και πήρε θέση στα όσα κατά καιρούς του αποδίδονται. Συγκεκριμένα, για καθένα από τα παραπάνω θέματα, αναφέρθηκε αναλυτικά.

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΝΟΜΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Ο καθηγητής δήλωσε ότι «το θέμα της μετανάστευσης στην Ελλάδα είναι αρκετά περίπλοκο. Όχι μόνο δεν είναι ένα καθαρά ελληνικό θέμα, αλλά αποτελεί παγκόσμιο σχεδόν πρόβλημα, διότι συχνά οι πρόσφυγες και λαθρομετανάστες που καταλήγουν να μένουν στην Ελλάδα δεν έχουν ως τελικό προορισμό αυτήν τη χώρα. Δυστυχώς, το φαινόμενο να καταλήγουν και να μένουν εκεί, είναι ότι λόγω της γεωγραφικής της θέσης, η Ελλάδα αποτελεί πέρασμα και, σε πολλές περιπτώσεις, σημείο εκκίνησης των λαθρομεταναστών που προσπαθούν να μεταναστεύσουν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Σύμφωνα με την ισχύουσα ευρωπαϊκή νομοθεσία, οι άνθρωποι αυτοί, εάν συλληφθούν για παράνομη διαμονή σε κάποια χώρα της Ευρώπης, θα πρέπει να επιστρέψουν πίσω στο σημείο από το οποίο εισήλθαν, το οποίο πολλές φορές είναι η Ελλάδα. Έτσι ο τρόπος που πρέπει να δούμε και να αντιμετωπίσουμε αυτό το ζήτημα είναι ως παγκόσμιο πρόβλημα αλλά και ως ευρωπαϊκό φαινόμενο. Οι Ευρωπαίοι έχουν αναγνωρίσει ότι πρόκειται για ένα παγκόσμιο και διακρατικό ζήτημα και για το λόγο αυτό σύστησαν έναν οργανισμό για την ασφάλεια των συνόρων υπό την ονομασία Frontex, που έχει ως στόχο τον έλεγχο της ροής των ανθρώπων στις ευρωπαϊκές χώρες και τη ρύθμιση τη γενικής διαδικασίας της μετανάστευσης στην Ευρώπη. Δυστυχώς, ούτε η Frontex, ούτε το ελληνικό κράτος, που είναι τόσο περιορισμένο σε πόρους, έχουν τη δυνατότητα να ελέγξουν τη ροη των μεταναστών στην Ελλάδα.

Κατά συνέπεια, οι μεγάλοι αριθμοί αλλοδαπών που εισέρχονται στη χώρα δυσχεραίνουν ακόμα περισσότερο το έργο των ανωτέρω, καθιστώντας σχεδόν αδύνατα τον έλεγχο και τη διαδικασία ακριβούς καταμέτρησης όλων αυτών των παράνομων μεταναστών και έτσι δημιουργείται τεράστιο πρόβλημα στο Ελληνικό Δημόσιο. Επίσης, «το φαινόμενο αυτό προκαλεί πολιτιστικά, αλλά και κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα, διότι το μεγάλο πλεόνασμα του εργατικού δυναμικού στη χώρα έχει αλλάξει τις συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα δημιουργώντας καταστάσεις, όπου αναγκάζουν τους λαθρομετανάστες να εργάζονται για λιγότερα χρήματα σε πιο αντίξοες συνθήκες εργασίας.

Το φαινόμενο αυτό δημιουργεί σοβαρά προβλήματα, εκθέτοντας πολλούς ανθρώπους στην εκμετάλλευση και δημιουργώντας τις κατάλληλες συνθήκες που οδηγούν την ελληνική οικονομία να γίνει, κατά μία έννοια, «οκνηρή» βασιζόμενη στο φθηνό εργατικό δυναμικό. Αυτό είναι ιδιαίτερα φανερό στον κλάδο των κατασκευών, στον τομέα της γεωργίας, αλλά και στις υπηρεσίες τουρισμού. Το πρόβλημα αυτό χρειάζεται έναν πιο κατάλληλο τρόπο διαχείρισης και, φυσικά, αποτελεί ένα τεράστιο έργο που το ελληνικό κράτος δεν μπορεί να διεκπεραιώσει, καθώς φαίνεται να λαμβάνει μια ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη στάση σε σχέση με αυτό.
Από τη μία πλευρά, ο ελληνικός λαός απαιτεί νόμους που ελέγχουν τη μετανάστευση και τήρηση της τάξης σε μια καλά οργανωμένη κοινωνία, αλλά, από την άλλη πλευρά, εάν δοθεί η ευκαιρία να προσλάβουν κάποιον σε μια θέση εργασίας για περισσότερες ώρες με λιγότερα χρήματα, ποτέ δεν λένε όχι. Η κεφαλαιοκρατία ωφελείται κατά κανόνα από τη φθηνή εργασία, αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί τεράστιες εντάσεις, όχι μόνο μεταξύ των συνδικάτων αλλά και στην κοινωνία στο σύνολό της. Οι συνέπειες αυτού φαίνονται στις πολιτιστικές σχέσεις και κοινωνικές επιπτώσεις δημιουργώντας ταυτόχρονα πολλές συγκρούσεις, αλλά και ευκαιρίες για νέες μορφές επικοινωνίας και ανταλλαγής».

Εξηγώντας τα ανωτέρω, ο Νίκος Παπαστεργιάδης λέει ότι «αποτελούν ένα από τα πιο παράδοξα φαινόμενα της νεοελληνικής νοοτροπίας και σημερινής κατάστασης στην Ελλάδα. Ειδικότερα, πέρα από τη διόγκωση προβλημάτων που παρατηρούνται στην Ελλάδα, όπως το εμπόριο ναρκωτικών, η πορνεία και η εκμετάλλευση στην αγορά εργασίας, την ίδια στιγμή η υπερπληθώρα των παράνομων αλλοδαπών δημιουργεί το εξής ενδιαφέρον φαινόμενο: Οι Έλληνες φαίνεται να έχουν αναπτύξει σε μεγάλο βαθμό μια μορφή εξάρτησης από τα οφέλη που έχουν συνηθίσει να λαμβάνουν από την παρουσία των μεταναστών στη χώρα και την εκμετάλλευση αυτής της πηγής φτηνού εργατικού δυναμικού. Τη συνέχεια των παραδόξων αυτών αλλαγών στην Ελλάδα ο καθηγητής δίνει αναλύοντας ένα πραγματικά ενδιαφέρον φαινόμενο, την μετατόπιση του «ξένου αλλοδαπού» στο εσωτερικό της ελληνικής οικογένειας. «Κανονικά, για παράδειγμα, στην οικογένεια ήταν αναμενόμενο οι νέοι να φροντίζουν τους γονείς τους όταν πλέον αυτοί βρίσκονται στα βαθιά γεράματα. Σε αντίθεση, τη σημερινή εποχή στην Ελλάδα, το έργο της φροντίδας των ηλικιωμένων έχει παραδοθεί στους μετανάστες. Οπότε κατά μία έννοια, οι μετανάστες οι οποίοι θεωρούνται “ξένοι” και βάλλονται κατά κανόνα από αρνητικά στερεότυπα, καταλήγουν συχνά να συνδέονται με το πιο ευαίσθητο, το πιο οικείο και το πιο ιερό έργο στη συνείδηση αρκετών ανθρώπων, τη φροντίδα των ηλικιωμένων γονιών και πολύ συχνά των παιδιών μιας οικογένειας».

ΤΑ «ΚΥΜΑΤΑ» ΤΩΝ ΕΙΣΕΡΧΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ
ΚΑΙ Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΝΟΜΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΣΤΗ ΧΩΡΑ
ΣΕ ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΜΕ ΑΥΤΗΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Ο καθηγητής αναφέρει ότι είναι ξεκάθαρο ότι «τα μέτρα σύγκρισης σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πολύ διαφορετικά, όπως και τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγουμε. Κατ’ αρχήν και μόνο με καθαρά αριθμητικούς όρους, η Αυστραλία έχει περίπου το ένα δέκατο της παράνομης μετανάστευσης σε σχέση με αυτό στην Ελλάδα… ούτε καν το ένα δέκατο…  νομίζω ότι είναι λιγότερο απ’ αυτό. Η ροή των λαθρομεταναστών στην Αυστραλία είναι μηδαμινή σε σχέση με αυτή στην Ελλάδα. Οι πόροι που απαιτούνται και διατίθενται από την Ευρώπη για τον έλεγχο της παράνομης μετανάστευσης είναι παρόμοιοι με αυτούς της Αυστραλίας, αλλά το κόστος συντήρησης είναι πολύ πιο ακριβό στην Ευρώπη σε σχετικούς όρους για το έργο που έχει να αντιμετωπίσει. Ο Frontex έχει, φυσικά, αρκετά ανεπτυγμένους μηχανισμούς ασφαλείας που περιλαμβάνουν όχι μόνο την παρακολούθηση της ασφάλειας στο έδαφος, αλλά και τεχνολογίες, οι οποίες ειδικεύονται στη μέτρηση και τον εντοπισμό της ροής των μεταναστών σε όλο τον κόσμο. Η Αυστραλία χρησιμοποιεί, επίσης, όλες αυτές τις νέες τεχνολογίες επιτήρησης και συμμετέχει πολύ ενεργά στην προσπάθεια μέτρησης και παρακολούθησης της όλης ροής. Η μεγαλύτερη διαφορά είναι ότι η Αυστραλία ελέγχει αποτελεσματικά την κατάσταση ενώ στην Ευρώπη η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου».

Συνεχίζοντας, λέει ότι «πολλοί άνθρωποι στην Αυστραλία συχνά μιλούν για πλημμύρα προσφύγων και κύματα μετανάστευσης που προσπαθούν να φτάσουν στη χώρα, παράνομα με βάρκες, προκαλεί, δε, αυτό το γεγονός έναν αδικαιολόγητα τεράστιο ηθικό πανικό. Στην πραγματικότητα, το θέμα της παράνομης μετανάστευσης που αντιμετωπίζει η Αυστραλία είναι πολύ μικρό σε σύγκριση με αυτό της Ευρώπης, και είναι σχετικά εύκολο να αντιμετωπιστεί από ένα τόσο ισχυρό και με επαρκείς πόρους κράτος. Περαιτέρω, η αυστραλιανή κοινωνία και οικονομία είναι πολύ πιο προσαρμοσμένες σε αυτό. Η όλη ιδέα της κοινωνίας εδώ είναι χτισμένη γύρω από τη μετανάστευση και την πολυπολιτισμικότητα. Έτσι, δεν αποτελεί σοκ, αλλά και δεν δικαιολογείται ο προαναφερόμενος πανικός. Η Ελλάδα και η Ιταλία θεωρούνταν, κυρίως, χώρες προέλευσης μεταναστών, ενώ τα τελευταία 10-20 χρόνια αποτελούν χώρες υποδοχής μεταναστών. Αυτή είναι μια σημαντική αντιστροφή ρόλων, καθώς και ένα σημαντικό θέμα, όχι μόνο οικονομικά, αλλά και κοινωνικά για τις χώρες αυτές που πρέπει να το αντιμετωπίσουν. Η Αυστραλία αποτελούσε πάντα σταθερά χώρα υποδοχής μεταναστών, με αποτέλεσμα το φαινόμενο της πολυπολιτισμικότητας να έχει βαθιές ρίζες, ενώ και η οικονομία της αυτή τη στιγμή είναι κάτι παραπάνω από ικανή να αντιμετωπίσει αυτό το φαινόμενο αφού σχεδόν μηδενικά είναι τα ζητήματα όσον αφορά την απορρόφησή τους.

Φυσικά, δεν ισχύει το ίδιο αυτή τη στιγμή και για τη Νότια Ευρώπη ή την Ευρώπη γενικότερα. Έτσι, υπάρχουν βαθιές διαφορές τόσο στην έκταση του θέματος, στους οικονομικούς πόρους του κράτους και στη δυνατότητα του να ασχοληθεί και να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της παράνομης μετανάστευσης, αλλά και στην ιστορία της μετανάστευσης στη χώρα και στη νοοτροπία του κράτους σχετικά με αυτή.

Επίσης, είναι τελείως διαφορετικό να μιλάμε για τις πολυπολιτισμικές ευκαιρίες που υπάρχουν σε μια χώρα, όπως η Αυστραλία, γιατί σ’ αυτήν οι μετανάστες έρχονται συνήθως ως οικογένειες, ενώ στην Ελλάδα, όπως γνωρίζουμε, οι μετανάστες είναι ως επί το πλείστον νέοι άνδρες. Ο τρόπος με τον οποίο ένας νεαρός άνδρας ζει και συνυπάρχει με τους ανθρώπους σε μια πόλη ή μια χώρα είναι πολύ διαφορετικός από αυτόν ενός νεαρού άνδρα που έχει έρθει με την οικογένειά του ή με σκοπό να μεταφέρει την οικογένειά του εκεί».

Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΣΗΜΕΡΙΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ
ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ ΚΑΙ ΑΥΤΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ 1950 ΚΑΙ 1960

«Τα τελευταία 5 ή 6 χρόνια ή ακόμα και 10 χρόνια, υπήρξε ένας πολύ μικρός αριθμός μεταναστών που έρχονται από την Ελλάδα προς την Αυστραλία. Αυτός ο αριθμός περιορίζεται σχεδόν σε περίπου 50 ή 100 άτομα ανά έτος. Προφανώς, αυτό μπορεί να αλλάξει στα επόμενα ένα ή δύο χρόνια και είμαι σίγουρος ότι υπάρχει ήδη αρκετά μεγάλη ζήτηση για μετανάστευση στην Αυστραλία. Η φύση, όμως, των μεταναστών που θέλουν να κινηθούν από την Ελλάδα προς την Αυστραλία αυτή τη στιγμή, ο χαρακτήρας, η τάξη και οι πόροι που διαθέτουν είναι, ουσιαστικά, διαφορετικά.

Το πρώτο κύμα των μεταναστών που ήρθαν, όπως οι γονείς μου, ήταν οι περισσότεροι αγρότες, άνθρωποι που έφυγαν από τα αγροκτήματά τους και τα χωριά τους και ήρθαν για να εργαστούν σε εργοστάσια, αφήνοντας πίσω τους τον αγροτικό τρόπο ζωής, για να γίνουν προλετάριοι στην Αυστραλία. Οι μετανάστες τότε όχι μόνο δεν μιλούσαν τη γλώσσα, αλλά δεν μπορούσαν καν να καταλάβουν τους μηχανισμούς της βιομηχανικής αυτής κοινωνίας, πόσο μάλλον τις διαφορετικές κουλτούρες. Το σημερινό κύμα των μεταναστών από την Ελλάδα, όπως παρεμπιπτόντως διάβασα σε μια έκθεση του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, κατά τα τελευταία δύο χρόνια έχουν μεταναστεύσει από την Ελλάδα μέχρι και σε 79 διαφορετικές χώρες. Έτσι, αν και υπάρχει η ιδέα ότι οι μετανάστες από την Ελλάδα κατευθύνονται προς τις παραδοσιακές χώρες της μετανάστευσης, όπως οι ΗΠΑ, η Βρετανία, ο Καναδάς και η Αυστραλία, το σημερινό μοντέλο της μετανάστευσης από την Ελλάδα, σε πρώτη φάση, φαίνεται να είναι παγκόσμιο. Οι Έλληνες πλέον κατευθύνονται σε χώρες πέρα από τους κατά κανόνα παραδοσιακούς μεταναστευτικούς προορισμούς και έχουν μεταναστεύσει πρόσφατα σε χώρες που θα εξέπλητταν, όπως για παράδειγμα το Πακιστάν.

Έτσι, κατά μία έννοια, οι άνθρωποι αυτοί πηγαίνουν να βρουν δουλειά όπου υπάρχει. Επίσης, πρέπει πάντα να έχουμε κατά νου ότι η Ελλάδα έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά μορφωμένων ανθρώπων στην Ευρώπη και ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ανθρώπων που έχουν σπουδάσει εκτός της χώρας τους. Οι Έλληνες δίνουν σε μεγάλο ποσοστό προτεραιότητα στην παιδεία και αυτό έχει γίνει ακόμα πιο έντονο τα τελευταία είκοσι ή τριάντα χρόνια, με τους Έλληνες που σπουδάζουν στην Ευρώπη ή τη Βόρεια Αμερική να είναι σε πολύ υψηλά ποσοστά, πολύ υψηλότερα από οποιαδήποτε άλλη χώρα στην Ευρώπη. Κατά συνέπεια, οι Έλληνες έχουν ένα πολύ υψηλό επίπεδο μόρφωσης και είναι αρκετά ευέλικτοι στις επιλογές τους, ενώ η νεολαία χαρακτηρίζεται και από έντονη κινητικότητα.

Όταν λέω νεολαία, εννοώ άτομα που διανύουν ηλικιακά το τέλος της εφηβείας τους έως το τέλος των είκοσι χρόνων τους ή βρίσκονται στην αρχή των τριάντα. Είναι ιδιαίτερα μορφωμένοι άνθρωποι και σχεδόν πάντα κατέχουν άπταιστα την αγγλική γλώσσα. Έτσι, οι άνθρωποι που έρχονται στην Αυστραλία είναι αρκετά διαφορετικοί –συνήθως δεν είναι μέλη μιας οικογένειας που έχουν σκοπό να εγκατασταθούν και να μεταφέρουν εδώ τους δικούς τους– αλλά, πολλές φορές, είναι νέοι επαγγελματίες που θέλουν να κάνουν ένα νέο ξεκίνημα στην καριέρα τους. Σε πολλές περιπτώσεις επιλέγουν να εγκατασταθούν στην Αυστραλία, ή απλώς τη χρησιμοποιούν ως εφαλτήριο για ένα άλλο μέρος της σταδιοδρομίας τους ή και ως ένα είδος ενδιάμεσης στάσης σε ένα ταξίδι με προορισμό την Αμερική, τον Καναδά κ.λπ. Οι νεομετανάστες συνθέτουν έτσι μια αρκετά πολύπλοκη εικόνα.

Φυσικά, υπάρχουν και αρκετές νεαρές γυναίκες μετανάστριες, που είναι εξίσου μορφωμένες, αν όχι πιο μορφωμένες από τους νεαρούς άνδρες, αλλάζοντας έτσι τη συνηθισμένη εικόνα-στερεότυπο του νεαρού άνδρα από το χωριό που έρχεται να εργαστεί σε ένα εργοστάσιο και να εκμεταλλευτεί κάθε ευκαιρία που θα παρουσιαστεί, ώστε να μπορέσει να φέρει στη συνέχεια και την οικογένειά του. Αυτή είναι μια παρατήρηση που ισχύει για τις γυναίκες μετανάστριες σε όλο τον κόσμο. Ακόμη και η λεγόμενη «Φιλιππινέζα οικιακή βοηθός», είναι συνήθως μια πτυχιούχος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, νεαρή γυναίκα. Είμαι, λοιπόν, βέβαιος ότι, αυτοί οι νέοι άνθρωποι, με αυτά τα χαρακτηριστικά θα φύγουν από την Ελλάδα σε μεγάλους αριθμούς και μπορεί κάλλιστα να συμβεί αυτό που συνέβη στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’50 – να εξαρτάται δηλαδή σε κάποιο βαθμό από τα εμβάσματα και τις ευκαιρίες που αυτοί οι άνθρωποι θα φέρουν πίσω στην Ελλάδα. Με αυτή τη σύγκριση παρατηρούμε πέραν των διαφοροποιήσεων, ακόμη και ως πιθανή περίπτωση, πολλές ομοιότητες στα κίνητρα μεταξύ των παλαιών και νέων μεταναστών, αφού σ’ αυτό συνηγορεί η σημερινή οικονομική κατάσταση που υπάρχει στην Ελλάδα».

Όσον αφορά το θέμα των νέων Ελλήνων μεταναστών που ισχυρίζονται ότι αντιμετωπίζονται όπως οι «Αλβανοί στην Ελλάδα» από τους παλαιότερους Έλληνες μετανάστες.

Η συζήτησή  μου με τον καθηγητή, Νίκο Παπαστεργιάδη, ως προς το θέμα αυτό, ξεκίνησε με βάση τις προσωπικές μου απόψεις, ότι δηλαδή τέτοιες εκδηλώσεις, από όπου και αν προέρχονται, είναι απαράδεκτες και άκρως ρατσιστικές. Ο ίδιος, συμφωνώντας, δήλωσε ότι βρίσκει τις απόψεις μου βάσιμες, και ότι πράγματι τέτοιες εκδηλώσεις είναι λάθος και είναι ρατσιστικές. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι «φυσικά και υπάρχουν κάποια περιστατικά κακοποίησης και εκμετάλλευσης, τα οποία όμως αποτελούν αυστηρά τη μειοψηφία. Δεν υπάρχει καμία χώρα στον κόσμο, όπου να ασπάζεται το καπιταλιστικό σύστημα και να λειτουργεί χωρίς κακοποίηση και εκμετάλλευση – και η Αυστραλία είναι μια καπιταλιστική χώρα. Στην πραγματικότητα, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι ολόκληρο το καπιταλιστικό σύστημα είναι σχεδιασμένο γύρω από το πώς μπορούν να εκμεταλλευθούν νόμιμα ανθρώπους στο μέγιστο ποσοστό, ιδιαίτερα στον τομέα της εργασίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, πιθανώς υπήρξαν κάποιοι άνθρωποι με τέτοια συμπεριφορά, και που αποτελούν μειοψηφία και κακό παράδειγμα. Ευτυχώς, όμως, στην Αυστραλία έχουμε νόμους για την προστασία των δικαιωμάτων εργασίας, αλλά και οργανωμένα και δυναμικά συνδικάτα, έτσι ώστε, είμαι βέβαιος ότι, υπάρχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις αναζήτησης δίκαιης και ελεύθερης επιλογής εργασίας ανεξαρτήτως της εθνικότητας του μετανάστη.

Η σύγκριση μεταξύ της Αυστραλίας και της Ελλάδας δεν είναι πραγματικά βάσιμη, γιατί παρ’ ότι η Ελλάδα έχει πολύ καλή νομοθεσία για την προστασία των εργατών, οι νόμοι αυτοί σπάνια εφαρμόζονται».