Βατοπέδι: «Το μεγαλύτερο σκάνδαλο της μεταπολεμικής περιόδου»

Τον Οκτώβριο του 2009, στο τριμελές Εφετείο Κομοτηνής, διεξαγόταν η επαναληπτική δίκη η οποία αφορούσε τη Μονή Βατοπαιδίου και την πρόεδρο Εφετών κυρία Μαρία Ψάλτη. Η δικαστής κατηγορείτο για παράβαση καθήκοντος για τη μη έκδοση αποφάσεως του Πρωτοδικείου Ροδόπης, όπου εκδικαζόταν η αγωγή της Μονής Βατοπαιδίου κατά του Ελληνικού Δημοσίου και οι μοναχοί του Αγίου Όρους που κατηγορούντο για ηθική αυτουργία στο παραπάνω αδίκημα.

«Είναι το μεγαλύτερο σκάνδαλο της μεταπολεμικής περιόδου, δέκα φορές μεγαλύτερο σε οικονομικό μέγεθος από το σκάνδαλο Κοσκωτά, που πλήγωσε την ελληνική κοινωνία, είχαν εμπλοκή μοναχοί κι ενέπλεξαν υπαλλήλους, δικαστή, υπαλλήλους του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους». Έτσι χαρακτήρισε στην αγόρευσή του την υπόθεση του Βατοπαιδίου ο εισαγγελέας της έδρας Β. Φλωρίδης, στο Τριμελές Εφετείο Κομοτηνής.

Ο εισαγγελέας καταλόγισε δόλο στην κ. Ψάλτη, η οποία εξαφάνισε την απόφαση που έδινε την κυριότητα της λίμνης Βιστωνίδας στο Δημόσιο, και ζήτησε να κηρυχθεί ένοχη κατά το κατηγορητήριο, όπως και οι μοναχοί κ. Εφραίμ και Αρσένιος. Ο εισαγγελέας χαρακτήρισε ως κατάπτυστες τις δύο γνωμοδοτήσεις του 2002 που υποστήριζαν ότι το Δημόσιο δεν είχε κυριότητα στη Βιστωνίδα και κατηγόρησε ευθέως για μεθόδευση τη Μ. Ψάλτη.

Απευθυνόμενος προς το δικαστήριο ο κ. Φλωρίδης είπε πως είναι κατανοητό το ότι είναι δύσκολο να δικαστούν δικαστές, σημείωσε όμως πως «ο κόσμος που είναι εκεί έξω, περιμένει δικαιοσύνη. Η υπόθεση δεν είναι μόνο ποινική, αφορά ολόκληρη τη Δικαιοσύνη. Αν έτσι απονέμεται η δικαιοσύνη, να πάμε να κρεμαστούμε όλοι».
«Το κεντρικό πρόσωπο αυτού του σκανδάλου είναι η κυρία δικαστής, αν δεν υπήρχε αυτή η κυρία δεν θα υπήρχε σκάνδαλο Βατοπαιδίου, το δημόσιο θα ήξερε ότι είχε δικαιωθεί και δεν θα περνούσε στην ανταλλαγή των κτημάτων λίμνης κλπ», υποστήριξε ο εισαγγελέας που ανέπτυξε ένα πλήρες σκεπτικό, λέγοντας ότι σ’ αυτή την υπόθεση εμπλέχθηκαν με ιδιαίτερους τρόπους προσέγγισης των μοναχών ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι, πολιτικοί και δεν θα είχε αποκαλυφθεί τίποτα αν οι μοναχοί δεν είχαν αυτά τα υπερβολικά σχέδια. «Το Βατοπαίδι έχει μια μακρόχρονη ιστορία που δεν αμφισβητείται, αλλά δεν έχει σχέση μ’ αυτά που γίνονται με την παρούσα ηγεσία, ούτε βαρύνει τους μοναχούς. Χωρίς να υπάρχει κάτι ουσιαστικό ήθελαν να πάρουν 27.000 στρέμματα δια τρόπων όχι νομίμων. Η γνωμοδότηση του 1998 τους αναγνωρίζει κυριότητα σε 1.632 στρέμματα, ενώ προέκυπτε θέμα προσδιορισμού από την επιτροπή αιγιαλού και παραλίας και η απόφαση ουσιαστικά ήταν η κεκρόπορτα των υπολοίπων αποφάσεων για να ακολουθήσουν οι δύο κατάπτυστες γνωμοδοτήσεις του 2002 που αναφέρουν ότι το δημόσιο δεν έχει κυριότητα επί των κτημάτων αυτών».

Ο κ. Φλωρίδης ήταν απόλυτος, λέγοντας, ότι «η Μονή πλήρωσε την απληστία της. Στόχος ήταν να πάρει σε χρόνο ρεκόρ τα ακίνητα τα οποία αντήλλαξε με τα καλύτερα φιλέτα στην Θέρμη, το Πανόραμα, το Ωραιόκαστρο την λίμνη Πλαστήρα. Ακούσαμε φούμαρα ότι θα κάνει γηροκομεία και μόλις πήραν τα χρήματα τα διοχέτευσαν σε οφ σορ εταιρίες, αφού πήραν 10πλάσιας αξίας ακίνητα. Πόση αξία είχαν τα βοσκοτόπια στην Ξάνθη και ανταλλάχθηκαν με φιλέτα στην Χαλκιδική κι αλλού; Γιατί δεν πήγαν στον Λαγκαδά που είχε κουνούπια κι επέλεξαν τα «φιλέτα»; Εκεί συνεπλάκησαν όλος ο υπόκοσμος άνθρωποι που δεν είχαν μία και βρέθηκαν με περιουσίες, αφού αντηλλάγησαν ακίνητα με μηδαμινή αξία με άλλα υπερπολλαπλάσιας.

Κοιτάξτε τι κυκλώματα λειτούργησαν και μιλούμε για τον Θεό, την ευσέβεια και κάνουμε μεγάλους σταυρούς. Έχουν σχέση αυτά που έγιναν με την θρησκεία μας; Αν η δικαστής έκανε το καθήκον της δεν θα προχωρούσε αυτή η ιστορία, θα δικαιωνόταν το δημόσιο και δεν θα είχε λόγο να συναινέσει στην σύμπραξη για μη έκδοση απόφασης. Τα χρήματα είδαμε ότι πήγαν σε Κυπριακές εταιρίες. Νομίζουν ότι εμείς είμαστε οι ασεβείς που θέλουμε να κάνουμε το καθήκον μας. Η κυρία αυτή ήταν σε μόνιμη συνεννόηση με τους καλόγηρους. Πήγε και πήρε μόνη της την υπόθεση, ενώ δεν ήταν η σειρά της, την χρεώνει σε μια καλή γρήγορη και τίμα δικαστή στην κ. Σακάλογλου η οποία ερευνά την υπόθεση και λέει ότι έχει δίκαιο το ελληνικό δημόσιο».
Μιλώντας για τις σχέσεις των δικαστών ανέφερε: «Εδώ γινόταν κόλαση, δεν ακούστηκε ένα νομικό επιχείρημα από τη κυρία Ψάλτη για την άποψή της που στηριζόταν σε θεολογικές αντιλήψεις». Ιδιαίτερη αναφορά υπήρξε στους Έλληνες δικαστές και στο πως απονέμεται η δικαιοσύνη. «Αν έτσι απονέμεται η δικαιοσύνη στην Ελλάδα να πάμε να κρεμαστούμε όλοι!».
Ο εισαγγελέας τόνισε ότι «όλοι οι δικαστές έχουν εκκρεμότητες ή αργούν να διασκεφτούν σε κάποιες αποφάσεις. Εδώ όμως υπήρξε μεθόδευση. Είναι δύσκολο να δικάζονται δικαστές, αλλά ο κόσμος περιμένει πολλά από την δικαιοσύνη. Ο κόσμος, όχι αυτοί που είναι μέσα στην αίθουσα του ακροατηρίου, ο έξω από εδώ κόσμος» και κάλεσε το δικαστήριο να ορθοτομήσει με την απόφασή του.

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ

Το μεγάλο κόλπο που μετέρχεται εδώ και 150 χρόνια σημαντικός αριθμός ιδιωτών προκειμένου να σφετεριστεί δημόσιες εκτάσεις τις οποίες στη συνέχεια μετατρέπει σε οικόπεδα που μεταπωλεί, χρησιμοποίησε ο ηγούμενος της Μονής Βατοπαιδίου και προφυλακισμένος σήμερα αρχιμανδρίτης Εφραίμ.
Από τις μεθόδους αυτές των επιτήδειων ιδιωτών εκτιμάται ότι έχουν χαθεί εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα ελληνικών δασών και δυστυχώς η εμπειρία έχει δείξει ότι το κράτος δεν είναι σε θέση να προστατεύσει την περιουσία του, με αποτέλεσμα αυτές οι πρακτικές να εξακολουθούν από της απελευθερώσεως του ελληνικού κράτους και μέχρι σήμερα, δίχως μάλιστα να τις μαθαίνουν παρά οι αυστηρώς ενδιαφερόμενοι.

Η αμαρτωλή ιστορία της διεκδίκησης της λίμνης Βιστωνίδας από τη Μονή Βατοπαιδίου έχει τις ρίζες στα χρόνια που ακολούθησαν την Μικρασιατική Καταστροφή και συγκεκριμένα στο 1924.

Τότε ήταν που υπεγράφη σύμβαση μεταξύ του Δημοσίου και της Μονής Βατοπαιδίου με την οποία οριζόταν ότι κάποια από τα μετόχια που βρίσκονταν δίπλα στη λίμνη θα δίδονταν για την αποκατάσταση των προσφύγων και για αντάλλαγμα το δημόσιο θα εκχωρούσε την κατοχή και μόνο και σε καμία περίπτωση την κυριότητα της λίμνης, ώστε η Μονή να έχει την αποκλειστική δυνατότητα της εκμετάλλευσής της.
Στην πορεία όμως, αυτά που αναφέρονταν στη σύμβαση αθετήθηκαν από την πλευρά του Δημοσίου με αποτέλεσμα τη δεκαετία του 1930 η Μονή να προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας διεκδικώντας την κυριότητα της λίμνης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση που διευκρίνιζε ότι η κυριότητα ανήκει στο Δημόσιο και ότι η σύμβαση προέβλεπε πως η Μονή μπορούσε να έχει μόνο την κατοχή της λίμνης.

Η Μονή Βατοπαιδίου επανήλθε τη δεκαετία του 1980 με την κατάθεση αναγνωριστικής αγωγής (αφορά διεκδικήσεις ιδιωτών έναντι του δημοσίου σε αμφιλεγόμενες ιδιοκτησιακά εκτάσεις, δασικές ή όχι) με την οποία οι μοναχοί ζητούσαν την αναγνώριση κυριότητας επί της Βιστωνίδας.

Και εδώ ακριβώς είναι που αρχίζουν τα παράδοξα που όπως προέκυψε από τη δικαστική έρευνα ήταν σκανδαλώδη και παράνομα.
Λίγους μήνες μετά τη συζήτηση της αναγνωριστικής αγωγής της Μονής εκδίδεται απόφαση του Τριμελούς Πρωτοδικείου Κομοτηνής υπέρ του Δημοσίου.
Η απόφαση αυτή δεν δημοσιεύεται ποτέ αλλά είναι σε γνώση του ηγούμενου Εφραίμ όπως και της πρόεδρου του αρμόδιου δικαστηρίου, η οποία στη συνέχεια καταδικάζεται ακριβώς για αυτή τη δόλια παράλειψη.

Από εκεί και μετά και κρατώντας κρυφή της κρίση της Δικαιοσύνης ο ηγούμενος Εφραίμ αλλάζει το χαρτί της διεκδίκησης με αυτό του συμβιβασμού.
Λέει στην κυβέρνηση ότι θα παραιτηθεί από τη διεκδίκηση και προτείνει εξώδικο συμβιβασμό.
Ο συμβιβασμός αυτός υλοποιήθηκε με την παραχώρηση προς τη Μονή δημόσιων εκτάσεων-φιλέτων μεταξύ των οποίων το δάσος της Ουρανούπολης, αλλά και εκτάσεις στην Αττική, ανάμεσά τους και το Ολυμπιακό Ακίνητο.

ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΙΚΕΣ ΑΓΩΓΕΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

Κλειδί για τον σφετερισμό της δημόσιας περιουσίας από τους ιδιώτες είναι οι λεγόμενες αναγνωριστικές αγωγές κατά του δημοσίου με τις οποίες διεκδικούν να τους αναγνωριστεί κυριότητα σε αμφιλεγόμενες ιδιοκτησιακά εκτάσεις, δασικές ή όχι.
Το Δημόσιο, δυστυχώς, δεν προβάλλει τις δέουσες αντιστάσεις σε τέτοιου είδους διεκδικήσεις με συνέπειες ανυπολόγιστες για το κράτος, την περιουσία του αλλά και την περιβαλλοντική του πολιτική, καθώς αποδεσμεύονται μεγάλες εκτάσεις δάσους οι οποίες στη συνέχεια, αποχαρακτηρίζονται, μεγιστοποιούν την αξία τους και μεταπωλούνται.

Πιο πρόσφατο παράδειγμα της τακτικής των αποχαρακτηρισμών είναι η πώληση του δάσους της Ουρανούπολης, συνολικής έκτασης περίπου 8.500 στρεμμάτων.
Η συγκεκριμένη έκταση αφού νωρίτερα, με γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, μετατράπηκε από «χθαμαλόν δάσος» σε δασική έκταση –δηλαδή αποχαρακτηρίστηκε– στη συνέχεια δόθηκε από το Δημόσιο στη Μονή Βατοπαιδίου, στο πλαίσιο της σκανδαλώδους ανταλλαγής ακινήτων.
Ο αποχαρακτηρισμός από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους έδωσε τη δυνατότητα της αλλαγής χρήσης της έκτασης αλλά και την κατακόρυφη εκτίναξη της εμπορικής της αξίας.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το δάσος της Ουρανούπολης, όπως άλλωστε και το Ολυμπιακό Ακίνητο, πωλήθηκαν σχεδόν αυθημερόν σε εταιρείες.
Τόσο το δάσος της Ουρανούπολης όσο και τα ακίνητα στην Αττική, μεταξύ των οποίων και το Ολυμπιακό, δεν έχουν ακόμη περιέλθει στην κατοχή του Ελληνικού Δημοσίου το οποίο, από τη στιγμή της έστω και καθυστερημένης δημοσίευσης της απόφασης που απορρίπτει τις διεκδικήσεις της Μονής Βατοπαιδίου, έχει κάνει όλες τις απαραίτητες ενέργειες για την επιστροφή τους.

«Θα αρκούσε μια προσεκτική έρευνα στο Γενικό Αρχείο του Κράτους ή στο αρχείο του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης για να κερδίσει το κράτος πολλές από τις υποθέσεις, αφού θα αποδεικνυόταν η κυριότητα του Δημοσίου και το ΔΙΑΤΡΗΤΟ των τίτλων των διεκδικητών της δημόσιας δασικής έκτασης» επισημαίνει η Ομάδα Κοινωνικής Εγρήγορσης, η οποία έχει καταθέσει υπόμνημα με συγκεκριμένες νομοθετικές προτάσεις για την ισχυροποίηση του νομικού οπλοστασίου του Δημοσίου έναντι των επίδοξων διεκδικητών.