Την περασμένη εβδομάδα αναφέρθηκα στο πόσο δύσκολοι, και καθοριστικοί για το μέλλον της Ελλάδας, προδιαγράφονται οι τρεις πρώτοι μήνες του 2012.
Αυτή είναι η περίοδος, που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η Κυβέρνηση του Λουκά Παπαδήμου καλείται να διαπραγματευθεί πρώτα με τις ιδιωτικές τράπεζες και τα επενδυτικά ταμεία για τους όρους με τους οποίους θα συμφωνηθεί το «κούρεμα» (PSI)* της αξίας των ομολόγων του ελληνικού κράτους που έχουν στην κατοχή τους.
Το άλλο, ζωτικής σημασίας θέμα, που θα απασχολήσει την Κυβέρνηση κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών του Ιανουαρίου, είναι οι διαπραγματεύσεις με την τρόικα της Ευρωζώνης, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για τα νέα μέτρα που θα εισηγηθεί η τρόικα για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης.

Από την επιτυχή έκβαση αυτών των διαπραγματεύσεων θα κριθεί η εκταμίευση του μεγάλου δανείου των 89 δισεκατομμυρίων ευρώ μέχρι τον Μάιο, για να είναι σε θέση η Ελλάδα να πληρώσει τα χρεωλύσια των ομολόγων που λήγουν τους προσεχείς μήνες.

Σαν να μην έφθαναν αυτά, τα ελληνικής φύσης προβλήματα, που έχει να αντιμετωπίσει η Κυβέρνηση, ήρθε την περασμένη Παρασκευή και η υποβάθμιση της πιστοληπτικής φερεγγυότητας εννέα χωρών-μελών της Ευρωζώνης από την εταιρεία αξιολόγησης Standard & Poor’s.
H Standard & Poor’s προέβη στην υποβάθμιση της Γαλλίας και της Αυστρίας κατά μία βαθμίδα, από το ΑΑΑ στο ΑΑ+, της Ιταλίας κατά δύο βαθμίδες, από το Α στο ΒΒΒ+, ενώ κατά δύο βαθμίδες μειώθηκαν οι βαθμολογίες της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Κύπρου. Επίσης υποβαθμίστηκαν κατά μία βαθμίδα η Σλοβακία, η Σλοβενία και η Μάλτα.
Συνολικά η Standard & Poor’s απέδωσε την απόφαση για υποβάθμιση του μακροπρόθεσμου χρέους εννέα κρατών-μελών της Ευρωζώνης στην ανεπάρκεια των μέτρων για την καταπολέμηση των συστημικών αδυναμιών των οικονομιών τους.

Μια άμεση επίπτωση αυτής της υποβάθμισης είναι τα υψηλότερα επιτόκια που θα πληρώνουν οι εν λόγω χώρες για δάνεια από τη διεθνή χρηματαγορά.
Η εξέλιξη αυτή δυσχεραίνει περαιτέρω τη θέση της ελληνικής Κυβέρνησης, καθότι πολλές χώρες-μέλη της Ευρωζώνης, έχοντας να αντιμετωπίσουν δικά τους προβλήματα, θα είναι λιγότερο διατεθειμένες να συμβάλλουν στην οικονομική βοήθεια της Ελλάδας, κάθε φορά που οι περιστάσεις θα το απαιτούν.
Για τους παραπάνω λόγους, τα πολιτικά κόμματα που στηρίζουν την Κυβέρνηση θα πρέπει να βάλουν κατά μέρος τις μεταξύ τους αντιπαραθέσεις, και τα κομματικά και προσωπικά συμφέροντα, και να θέσουν υπεράνω όλων το καλό και το συμφέρον της χώρας.

Όσο για τα κόμματα της αριστεράς, το εθνικό τους έρεισμα θα ενισχυθεί αν, στις κρίσιμες στιγμές που περνάει η Ελλάδα, αφήσουν κατά μέρος τα λαϊκίστικα συνθήματα, κενά κάθε νοήματος στην εποχή μας, και στηρίξουν την Κυβέρνηση στον αγώνα της για την αποφυγή της πτώχευσης της χώρας, η οποία θα αποδείξει πέρα από κάθε αμφιβολία, την κενότητα των συνθημάτων τους.

Εκείνο που επείγει στην παρούσα συγκυρία είναι η συνένωση των πολιτικών δυνάμεων της Ελλάδας. Τα άλλα, η επίρριψη ευθυνών και η προβολή εναλλακτικών πολιτικών μοντέλων, ας αφεθούν για τον προεκλογικό αγώνα, που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις θα αρχίσει σε λίγους μήνες.
Τώρα ας γίνει πανελλήνιο σύνθημα η ρήση του Αισχύλου: Νυν υπέρ πάντων αγών…

ΚΡΙΣΙΜΕΣ ΟΙ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ «ΚΟΥΡΕΜΑ» ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ

Οι διαπραγματεύσεις της ελληνικής Κυβέρνησης με τους αντιπροσώπους των Τραπεζών και των Επενδυτικών Ταμείων για την εθελοντική εκ μέρους τους μείωση κατά 50% του χρέους του ελληνικού δημοσίου σκόνταψαν στο επιτόκιο που θα ισχύει στο μέλλον για το υπόλοιπο του χρέους.
Οι τράπεζες προτείνουν επιτόκιο πάνω από το 5%, ενώ η Ελλάδα, με την πίεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, δεν είναι διατεθειμένη να πληρώσει πάνω από 4%.
Η διαφορά είναι τεράστια, όταν λάβουμε υπόψη πως μιλάμε για χρέος που η Ελλάδα θα οφείλει στις τράπεζες ύψους 100 δισεκατομμυρίων ευρώ. Ως εκ τούτου, επιτόκιο 4% σημαίνει ότι το χρέος θα ανέρχεται κατά 4 δισεκατομμύρια το χρόνο, ενώ με επιτόκιο 5% θα ανέρχεται 5 δισεκατομμύρια το χρόνο, δηλαδή ένα δισεκατομμύριο περισσότερο.
Ας σημειωθεί εδώ πως οι ελληνικές τράπεζες έχουν στην κατοχή τους ομόλογα αξίας περίπου 50 δισεκατομμυρίων ευρώ, και τα τα ελληνικά Ασφαλιστικά Ταμεία ομόλογα αξίας 25 δισεκατομμυρίων ευρώ.

Δεδομένου ότι η Κυβέρνηση θα υποχρεωθεί να καλύψει κάπως τις απώλειες που θα υποστούν τα Ασφαλιστικά Ταμεία, λόγω της κρίσης που αντιμετωπίζουν, και να επανακεφαλαιοποιήσει τις τράπεζες, για να μην πέσει σε πολύ χαμηλό επίπεδο η ρευστότητά τους, η πραγματική ελάφρυνση του χρέους για την Ελλάδα θα είναι γύρω στα 70 δισεκατομμύρια ευρώ.

Έτσι, το εξωτερικό χρέος της Ελλάδας υπολογίζεται πως από το 170% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) που είναι τώρα θα μειωθεί στο 120% σε λίγα χρόνια.
Το ερώτημα είναι γιατί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η οποία έχει στην κατοχή της ομόλογα ονομαστικής αξίας 60 δισεκατομμυρίων ευρώ, μεγάλο ποσοστό των οποίων έχουν αγοραστεί σε πολύ χαμηλότερη τιμή από τη δευτερογενή αγορά, εξαιρείται από το κούρεμα του 50%.

Όμως η ΕΚΤ απαιτεί να εισπράξει στο ακέραιο το ποσό της αρχικής αξίας των ομολόγων, όταν λήξει η προθεσμία τους. Με άλλα λόγια, θέλει να κερδοσκοπήσει σε βάρος της Ελλάδας, παρά τις μεγάλες οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει. Σημειωτέον ότι η ΕΚΤ δεν δέχεται ούτε να αντικαταστήσει τα ομόλογα που κατέχει με νέα, η ονομαστική τιμή των οποίων να είναι η τιμή που τα πήρε από τη δευτερογενή αγορά.

Με άλλα λόγια, η ΕΚΤ απαιτεί να πληρωθεί για ομόλογα, η αρχική τιμή των οποίων ήταν 60 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ αυτή τα αγόρασε για περίπου 40 δισεκατομμύρια ευρώ από τη δευτερογενή αγορά. Δηλαδή καθαρή κερδοσκοπία εις βάρος της Ελλάδας, από την Τράπεζα που υποτίθεται ότι υπάρχει υπάρχει για να προωθεί τα συμφέροντα των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Επαληθεύεται λοιπόν το ρητό: «Αν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς»…

ΤΟ «ΚΟΥΡΕΜΑ» ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΜΕ ΤΟ ΑΖΗΜΙΩΤΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΑΝΕΙΣΤΕΣ

Στα ψιλά γράμματα της διαπραγμάτευσης της ελληνικής Κυβέρνησης με τις Τράπεζες και τα Επενδυτικά Ταμεία είναι η ενυπόθηκη φύση των νέων ομολόγων που θα προκύψουν από τις συζητήσεις.
Με άλλα λόγια, οι δανειστές της Ελλάδας θα πρέπει να αποζημιωθούν με εκποίηση ελληνικής περιουσίας σε περίπτωση που η Κυβέρνηση δεν θα μπορεί να ανταποκριθεί στις ανειλημμένες υποχρεώσεις της.

Η Ελλάδα έχει ήδη συμφωνήσει το ελληνικό χρέος για τα νέα ομόλογα που θα προκύψουν από τις διαπραγματεύσεις να υπαχθεί στο βρετανικό δίκαιο, ενώ μέχρι τώρα υπαγόταν στο ελληνικό δίκαιο. Αυτό σημαίνει πως η αποζημίωση των κατόχων των ομολόγων, σε περίπτωση αδυναμίας της Ελλάδας να καταβάλει το ποσό της αξίας τους, θα πρέπει να γίνεται με εκποίηση περιουσίας του δημοσίου, υπολογισμένη σε ευρώ.
Οι επιπτώσεις αυτής της αλλαγής θα είναι καταστροφικές σε περίπτωση που η Ελλάδα βρεθεί εκτός της Ευρωζώνης, και επαναφέρει τη δραχμή ως το εθνικό νόμισμα.
Αν για τα νέα ομόλογα ίσχυε το ελληνικό δίκαιο, τα ελληνικά δικαστήρια θα αποφάσιζαν το χρέος της Ελλάδας να αποπληρωθεί σε δραχμές. Επειδή όμως σε μια τέτοια περίπτωση η δραχμή θα είχε υποτιμηθεί έναντι του ευρώ, και το υφιστάμενο τότε χρέος θα ήταν υποτιμημένο, όσο και η δραχμή.

Πολλά, όπως βλέπουμε, είναι εκείνα που διακυβεύονται κάτω από την πίεση που υφίσταται η ελληνική Κυβέρνηση να συνάψει συμφωνίες με δυσμενείς μελλοντικές επιπτώσεις για τη χώρα. Δυστυχώς όμως, κάτω από τις υπάρχουσες συνθήκες, οι επιλογές της Κυβέρνησης είναι πολύ περιορισμένες, αν όχι ανύπαρκτες.

Σημείωση
Εδώ θα ήθελα να εκφράσω την απορία μου για την κατά κόρον χρήση του ακρωνύμιου PSI από τα μέσα ενημέρωσης, παράλληλα με τον αλληγορικό όρο «κούρεμα».
Στην αγγλική γλώσσα το ακρωνύμιο PSI σημαίνει Personal Services Income, όρος που χρησιμοποιείται σε φορολογικές δηλώσεις.
Επίσης, διερωτώμαι γιατί στην Ελλάδα μετέφρασαν κυριολεκτικά τη φράση από τα αγγλικά hair cut με τη λέξη «κούρεμα», και δεν δημιούργησαν έναν δόκιμο επιστημονικό όρο. Κατά τη γνώμη μου είναι απορίας άξιο το ότι η διεθνής κοινότητα δημιουργεί επιστημονικούς όρους με ρίζες από την ελληνική γλώσσα, ενώ εμείς καταφεύγουμε στην αλληγορία, όπως το «κούρεμα και σε ένα ακατανόητο ξένο ακρωνύμιο (PSI) στην προκείμενη περίπτωση, αντί να δημιουργήσουμε έναν επιστημονικό όρο, ή να χρησιμοποιήσουμε κάποια άλλη λέξη, όπως για παράδειγμα «μείωση».