ΣΗΜΕΡΑ είναι μια μέρα από αυτές που έχει «μπουκώσει» το μυαλό μου.
ΧΕΙΜΑΡΡΟΣ τα γεγονότα. Πονοκέφαλος η επιλογή.
ΜΕ την ανθρώπινη βλακεία σχεδίαζα αρχικά να ασχοληθώ. Με ένα κείμενο που μου έδωσε ο αρχισυντάκτης.
ΜΕ μια έρευνα του Πανεπιστημίου Σικάγου, σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι με ανεπτυγμένη νοημοσύνη (IQ), αγοράζουν μετοχές και κάνουν καλύτερες… επενδύσεις!
ΓΙΑ την πανεπιστημιακή αθλιότητα ήθελα να γράψω δυο κουβέντες. Τις στημένες και επιτηδευμένες «έρευνες» προώθησης προϊόντων και συμφερόντων.
ΓΙΑ την πτυχιούχο ηλιθιότητα που έχει αρχίσει να παίρνει διαστάσεις χιονοστιβάδας.
ΕΠΕΙΔΗ, όμως, η βλακεία είναι διαχρονικά η πιο σταθερή «αξία» στο χρηματιστήριο της ανθρώπινης νοημοσύνης, δεν πρόκειται να χάσει την επικαιρότητά της, που σημαίνει ότι μπορούμε να ασχοληθούμε μια άλλη φορά.
ΓΙΑΤΙ δεν είναι δυνατόν, για χάρη της βλακείας, να μην πούμε δυο κουβέντες για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο με τις ταινίες του οποίου (κυριολεκτικά) μεγαλώσαμε.
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ πώς να ξεπεράσουμε την Ημέρα της Αυστραλίας, χωρίς να πούμε τρία λόγια για την αποφράδα αυτή μέρα που γιορτάζουμε και τη σημαία που τιμούμε.
«ΤΙΜΩΜΕΝΗ» θέση στο σημερινό κείμενο επιβάλλεται να έχει και ο Αμερικανός πεζοναύτης που (κατά πάσα πιθανότητα) θα καταδικαστεί σε τρεις μήνες φυλάκιση για την εν ψυχρώ δολοφονία 25 (αμάχων) Ιρακινών.
ΓΙΑ το Ιράν θα μιλήσουμε, που θέλει στα καλά καθούμενα να «καταστρέψει» τον πλανήτη και ό,τι άλλο από τη κουβέντα μας προκύψει.
ΠΡΙΝ, όμως, σχολιάσουμε οτιδήποτε άλλο, θα αφιερώσουμε λίγες αράδες στην πατρίδα που μέρα με τη μέρα κατρακυλά όλο και πιο βαθιά στο σκοτεινό βάραθρο της κρίσης…
ΤΗΣ κρίσης που είναι πλέον καθολική και όχι μόνο οικονομική. Που ξεκινώντας δειλά-δειλά από τα οικονομικά του Δημοσίου, ξεδιπλώνεται καθημερινά για να αποδείξει (σε όσους μέχρι πριν δύο χρόνια διατηρούσαν τα μάτια τους ερμητικά κλειστά) ότι έχει διαφθείρει και τα πιο απόκρυφα κύτταρα της ελληνικής κοινωνίας.
ΚΑΙ εδώ μιλάμε για μια πολύπλευρη κρίση που έχει ακόμα πολύ δρόμο μπροστά της.
ΓΙΑ μια γενικευμένη αφασία που μάταια χαροπαλεύει να πιάσει πάτο. Πού, όμως, τέτοια τύχη…
ΧΘΕΣ το βράδυ μίλησα τηλεφωνικά με πέντε-έξι φίλους και φίλες από την πατρίδα.
ΣΥΝΗΘΩΣ, όταν παίρνω απόφαση να τηλεφωνήσω, τηλεφωνώ σε όλους προκειμένου να «διασταυρώσω», αν είναι τόσο μαύρη η μαυρίλα που εισπράττω.
ΠΟΛΥ μαυρίλα και έμπλεα απελπισίας και παραπόνων τα χθεσινοβραδινά τηλεφωνήματα.
ΤΡΕΙΣ εκ των συνομιλητών μου (δύο γυναίκες και ένας άνδρας) που έχουν εγκατασταθεί μόνιμα στην πατρίδα πάνω από 10 χρόνια ετοιμάζονται να επιστρέψουν.
ΘΥΜΑ της κρίσης το όνειρο της εγκατάστασης στην πατρίδα και (εντελώς) τζάμπα οι προσπάθειες προσαρμογής για να ριζώσουν.
ΧΡΟΝΙΑ βασανισμένα και μάταια σπαταλημένα. Και το χειρότερο: ο πρόωρος θάνατος ενός ονείρου, που λίγο-πολύ κουβαλάμε όλοι στην καρδιά και τις φλέβες μας.
ΞΕΡΩ ότι είμαστε υπερβολικός και παραπονιάρικος λαός. Κλαιγόμαστε ακόμα και τις καλές μέρες που πήγαιναν όλα πρίμα.
ΕΧΟΥΜΕ στο αίμα μας μια μόνιμη αβεβαιότητα για το αύριο που δημιουργούν οι παραδοσιακές μας ανασφάλειες.
ΣΕ αυτές οφείλεται και το λυσσασμένο κυνήγι μας προκειμένου να εξασφαλίσουμε (με κάθε τίμημα) μια σύνταξη.
ΜΙΑ σύνταξη όσο πιο γρήγορα γίνεται. Ακόμα και αναπηρική και ας είμαστε αρτιμελής και υγιέστατοι.
ΓΝΩΣΤΑ όλα αυτά, τραγουδισμένα και χιλιοειπωμένα. Η κρίση, όμως, που βρισκόταν πάντα ανάμεσά μας (περιμένοντας διακριτικά την ώρα της) μάς την είχε «στημένη».
ΠΑΝΩ που ο λαός είχε ξευτιλίσει και το American Dream, ήλθε να κλονίσει όλες μας τις βεβαιότητες και, προπαντός, τις… συντάξεις. Το σωσίβιό μας. Τη «σιγουριά» της επιβίωσής μας. Την ελπίδα και τους κόπους μιας ζωής.
ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΕΣ μαρτυρίες και κραυγές απόγνωσης για την κατάρρευση των πάντων ήταν τα τηλεφωνήματα. Μου μαύρισαν την ψυχή.
ΟΙ συνομιλητές μου άνδρες και γυναίκες, συγγενείς και φίλοι, μιλούσαν για ένα κράτος, που τίποτα δεν λειτουργεί και μέρα με τη μέρα καταρρέει.
Η μόνη διαφορετική (και ελπιδοφόρα) φωνή ήταν αυτή της θείας μου της Ρεβέκκας, στην απλοϊκή (αλλά βαθιά) λαϊκή σοφία της οποίας έχω αρκετές φορές αναφερθεί σε τούτη τη στήλη.
ΣΤΑ 90 της, η θεία κρατάει ακόμα «καραούλι» στο πατρικό μου σπίτι, αρνούμενη να το εγκαταλείψει για να μην κλείσει όσο (όπως λέει) έχει ακόμα ανοιχτά τα μάτια της.
ΤΗΣ τηλεφώνησα πριν λίγες μέρες για να δω τι κάνει και αφού μου δήλωσε με έμφαση ότι δεν πρόκειται να πεθάνει μέχρι να ξαναπάω, πιάσαμε την κουβέντα για τα νέα του χωριού, αφού με άλλα «νέα» η θεία δεν ασχολείται.
ΔΕΝ την ενδιαφέρει, ρε παιδί μου, τη θεία ο «ξένος» κόσμος. Στο κάτω-κάτω της γραφής, το δικό της σύμπαν, εκτός από το χωριό και την Τρίπολη, άντε το πολύ-πολύ να φτάνει και μέχρι τη Σπάρτη που ζει η κόρη της.
ΣΕ κάποια στιγμή, λοιπόν, τη ρώτησα, πως τα πάει τώρα με την κρίση. Αν την έχει… επηρεάσει.
ΚΑΙ η απάντηση της θείας που τσακίζει κόκαλα: «Ποια κρίση παιδάκι μου; Εγώ δεν είχα ποτέ λεφτά…»!
ΚΥΝΗΓΩΝΤΑΣ ένα ακόμα όνειρο, «Μια άλλη θάλασσα», άφησε την τελευταία του πνοή σε ένα δρόμο της Δραπετσώνας ο Θόδωρος Αγγελόπουλος.
ΝΑΙ, στο δρόμο και περιστοιχισμένος από τον «Θίασό» του, περίμενε βαριά πληγωμένος την έλευση του ασθενοφόρου το οποίο για να πάει χρειάστηκε να τηλεφωνήσουν στον υπουργό Υγείας οι συνεργάτες του!
ΣΗΜΑΔΙ και αυτό των σκοτεινών καιρών που διέρχεται η πατρίδα, την πρόσφατη ιστορία της οποίας μετέφερε αριστουργηματικά στην οθόνη (ο περιφρονημένος από το ελληνικό κινηματογραφόφιλο κοινό) Έλληνας σκηνοθέτης.
Ο πολυβραβευμένος και διορατικός δημιουργός της «Αναπαράστασης», του «Θιάσου», των «Ημερών του ‘36», του «Μεγαλέξανδρου», και τόσων άλλων ταινιών, που αποτελούν σταθμούς για τον ελληνικό κινηματογράφο, έμελε να κάνει το τελευταίο του ταξίδι στη Δραπετσώνα και όχι στα Κύθηρα.
ΘΥΜΑΜΑΙ ακόμα την απάντηση που είχε δώσει σε μια συνέντευξή του, στη («μακαρίτισσα») «Ελευθεροτυπία» πριν μια εικοσαετία όταν ρωτήθηκε για το θέμα της νέας του ταινίας.
ΑΝ θυμάμαι καλά, επρόκειτο για το «Μετέωρο βήμα του πελαργού». «Εγώ», είχε πει, «σε όλη μου τη ζωή γυρίζω την ίδια ταινία που ακόμα δεν έχει τελειώσει και δεν πρόκειται να τελειώσει μέχρι να πεθάνω».
ΠΑΡΑ την αρνητική κριτική που είχε δεχθεί από τους «ρεαλιστές» του συρμού και λάτρεις της χουλιγουντιανής «δράσης», ότι οι ταινίες του είναι «αργές», «διανοουμενίστικες» και «ακαταλαβίστικες», ο Αγγελόπουλος δεν εγκατέλειψε ούτε στιγμή το μοναδικό του στιλ.
ΑΝ κάποιος θέλει να ανατρέξει στις ρίζες της ιστορίας της πατρίδας μας τον τελευταίο αιώνα, δεν έχει παρά να δει τις ταινίες του Αγγελόπουλου που διέπρεψε στο εξωτερικό και χλευάστηκε στην χώρα του.
ΠΡΑΓΜΑΤΙ, μια ταινία γύρισε όλη και όλη ο Αγγελόπουλος: την τραγική ιστορία της πατρίδας μας που σημάδεψε τον ψυχισμό του.
ΜΙΑ ιστορία στην οποία έχει αφετηρία και η σημερινή τραγωδία που βιώνει χώρα.
ΕΜΕΙΣ που μεγαλώσαμε με τις ταινίες και πληροφορηθήκαμε τον πόνο και την οδύσσεια της κάθε είδους προσφυγιάς, μέσα από τις εκπληκτικές εικόνες των ταινιών του, θα τον θυμόμαστε για πάντα, όπως ελπίζω ότι θα τον θυμούνται και θα ανατρέχουν στις ταινίες του και οι μελλοντικές γενιές των Ελλήνων που θα ενδιαφέρονται για την ιστορία μας.
ΔΕΝ θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι «πρόσφυγας» στην ίδια του τη χώρα ήταν και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος.
ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ στην ίδια τους τη χώρα είναι και οι Αμπορίτζινις. Και μάλιστα πρόσφυγες που είναι υποχρεωμένοι να γιορτάζουν την ημέρα που η Βρετανική Αυτοκρατορία ανακήρυξε τον τόπο τους «κενή χώρα» περιφρονώντας βίαια ακόμα την ανθρώπινη ύπαρξή τους.
ΠΡΙΝ δύο χρόνια είχα «γιορτάσει» την Ημέρα της Αυστραλίας στο Onslow. Ένα μικρό χωριουδάκι, 700 χιλιόμετρα βόρεια του Περθ, σε μια ερημική ακρογιαλιά της Δυτικής Αυστραλίας.
ΕΙΧΑ γράψει σχετικά στη στήλη, αλλά ποιος θυμάται μετά δύο και τόσα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει. Επαναλαμβάνω (συνοπτικά) την εικόνα.
ΟΙ λευκοί κάτοικοι του χωριού (Αγγλοσάξονες στην πλειοψηφία τους) είχαν συγκεντρωθεί για να γιορτάσουν με μπάρμπεκιου, μπύρες και σημαίες σε ένα μεγάλο παρκινγκ.
ΑΚΡΙΒΩΣ απέναντί τους στη σκιά του σουπερμάρκετ ήταν αραγμένοι οι Αμπορίτζινις.
ΑΠΑΘΕΙΣ και με το βλέμμα στο πουθενά, ούτε καν τους ενδιέφερε για τα όσα εορταστικά λάμβαναν χώρα δίπλα τους.
ΤΕΤΟΙΑ περιφρόνηση και να ήθελε κάποιος να τη σκηνοθετήσει δεν θα μπορούσε, γιατί ήταν (απόλυτα) πηγαία και (εντελώς) αυθόρμητη.
ΑΥΤΗ, κατά τη γνώμη μου, ήταν η απάντησή τους στον λευκό «πολιτισμό», τον οποίο περιφρόνησαν και συνεχίζουν (αυτοκαταστροφικά!) να περιφρονούν.
ΚΑΙ μιας και το έφερε η συζήτηση να επαναλάβω όταν αν ήταν στο χέρι μου να διαλέξω θα προτιμούσα τον πολιτισμό των Αμπορίτζινις, ο οποίος και είναι εναρμονισμένος πέρα για πέρα με τη φύση που, θέλουμε-δεν θέλουμε, είχε και έχει τον πρώτο λόγο.
ΤΟ θέμα, βέβαια, είναι μεγάλο και δεν εξαντλείται με δέκα κουβέντες. Το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε αυτή τη στιγμή είναι, εκτός από τις επιβεβλημένες αλλαγές στο Σύνταγμα, να υιοθετήσουμε και τη σημαία τους.
Ή, ακόμα καλύτερα, να είμαστε η πρώτη χώρα στον κόσμο που δεν θα έχουμε καθόλου σημαία, όπως δεν είχαν για 40.000 χρόνια οι κάτοικοι τούτης της χώρας.
ΔΕΝ μας έμεινε, βέβαια, χώρος για τον Αμερικανό λοχία και το Ιράν, το οποίο «απειλεί» τον κόσμο, τη στιγμή που κυριολεκτικά είναι περικυκλωμένο από Αμερικανούς πεζοναύτες και πυρηνικά αεροπλανοφόρα.
ΓΙΑ τέτοια τερατώδη προσβολή της νοημοσύνης μας μιλάμε. Γεια χαρά και θα τα ξαναπούμε.