Από την Αθήνα τηλεφώνησε το 1981 η Gabrielle Lord στο τηλεφωνικό κέντρο των Χανίων, ψάχνοντας για κάποιο μακρινό ενενηντάρη συγγενή της που γνώριζε τον προπάππου της, Κωνσταντίνο Κουκουσάκη, ο οποίος έφτασε το 1866, με το αγγλικό ατμόπλοιο «Galatea» στην Αυστραλία. Ήλπιζε ότι ο μόνος εναπομείνας συγγενής της ζούσε ακόμη στο χωριό Τσικαλαριά Κισάμου. Ο τηλεφωνητής του κέντρου στα Χανιά φαίνεται να ήξερε τον μακρινό θείο της, με λύπη της απαντά, «καπούτ, καπούτ 40 ντέις» ότι δηλαδή είχε πεθάνει πριν 40 μέρες.
Η Gabrielle, αν και απογοητευμένη που δεν πρόφθασε να γνωρίσει τον θείο της, αποφάσισε να επισκεφθεί και να γνωρίσει από κοντά το χωριό του προπάππου της, Κωνσταντίνου Κουκουσάκη. Με ταξί από τα Χανιά αναχωρεί για τα Τσικαλαριά. Ο περίεργος ταξιτζής με σπασμένα αγγλικά την ρωτάει γιατί πάει στα Τσικαλαριά και αυτή του εξηγεί ότι ο προπάππους της Κωνσταντίνος Κουκουσάκης ήταν από αυτό το χωριό.
Κουκουσάκης; Κουκουσάκης είπες; Φρενάρει απότομα, σταματά στην άκρη του δρόμου και χαρούμενος της λέει: «Φίλησέ με, είμαστε ξαδέλφια. Η μάνα μου πριν παντρευτεί ήταν Κουκουσάκη».
Αλήθεια τι σύμπτωση! Βουνό με βουνό δεν σμίγει, όπως λέει η παροιμία.
Στα Τσικαλαριά της έγινε μεγάλη υποδοχή και πλούσιο τραπέζι. Η Gabrielle ζει σήμερα στο Σίδνεϊ και είναι συγγραφέας 14 μυθιστορημάτων. Εικοσιπέντε χρόνια αργότερα επισκέφθηκε ξανά την Κρήτη. Ετοιμαζόταν τότε να γράψει το μυθιστόρημα «Η γυναίκα που αγαπούσε το Θεό», για μια Αυστραλή ζωγράφο που πήγε στην Κρήτη και έμενε στο χωριατόσπιτο που κληρονόμησε από τη γιαγιά της. Διάλεξε την Κρήτη, όχι μόνο γιατί οι ρίζες της ήταν από την Κρήτη, αλλά και γιατί έπρεπε να συνδυάσει την αγριότητα του τοπίου, τις αρχαιότητες, με μια ιστορία αγάπης για τη ζωγραφική. Μια γυναίκα που δεν την ενδιέφεραν οι άνδρες, παρά η τέχνη, ζωγραφίζοντας τη θάλασσα, το θεό Ποσειδώνα, αρχαίους ναούς, βυζαντινά εξωκκλήσια, συναγωγές, εικόνες, βωμούς κ.ά. Ήθελε να ζήσει στην Κρήτη στο νησί του προπάππου της για να περιμαζέψει όλες αυτές τις λεπτομέρειες για να γίνει το μυθιστόρημά της πιο ζωντανό. Τελικά δεν το έγραψε.
Το ανέβαλε για το 2010 που επισκέφθηκε ξανά το Καστέλι. Βιαζόταν τότε να τελειώσει το πρώτο από τα δώδεκα άλλα που συνολικά έγραψε, μερικά από τα οποία έγιναν έργα της τηλεόρασης. Όλα αυτά τα διάβασα σε ένα άρθρο της στην εφημερίδα «The Australian» πριν μερικές εβδομάδες και αυτό με έκανε να έλθω σε επικοινωνία μαζί της και μαζί να ψάξομε για τον προπάππου της Κωνσταντίνο Κουκουσάκη, που μου διέφυγε της προσοχής όταν έγραφα την «Ιστορία των Κρητών της Ωκεανίας από τον 19° αιώνα».
Γιατί μου διέφυγε; Γιατί οι πρώτοι Έλληνες που ήλθαν στην Αυστραλία αγγλοποιούσαν τα επώνυμά τους, τα κουτσούρευαν για να αποφεύγουν τον ρατσισμό και την απέλαση, που την εποχή εκείνη ήταν δυστυχώς υπαρκτός. Έτσι ο προπάππους της από Kookoosakis έγινε Kookoosachi, Koosachi, Koosache.
Έπειτα από αρκετή έρευνα στα Αυστραλιανά Κρατικά Αρχεία, ανακάλυψα ότι ο Κωνσταντίνος Κουκουσάκης φαίνεται να πέρασε από την τουρκοκρατούμενη και αιμορραγούσα από τις αλλεπάλληλες επαναστάσεις τότε, Κρήτη, στα Κύθηρα, που την εποχή εκείνη ήταν κάτω από αγγλική προστασία. Εργάστηκε σε διάφορα ατμόπλοια του Αγγλικού Ναυτικού και το 1866 με το ατμόπλοιο «Galatea» έφθασε στην Αυστραλία.
Η δισέγγονη του, Gabrielle Lord, υποστηρίζει ότι η οικογενειακή παράδοση λέει, ότι αρχικά έψαχνε για χρυσάφι στην περιοχή Bendigo της Βικτώριας. Δυστυχώς, δεν μπόρεσα να βρω στοιχεία περί αυτού. Υπάρχει όμως η πιθανότητα να είναι αλήθεια γιατί στην περιοχή αυτή είχε ανακαλυφτεί το χρυσάφι από το 1851 και έψαχναν εκατοντάδες χρυσοθήρες μεταξύ αυτών και μερικοί Έλληνες. Ενδέχεται, λοιπόν, να εγκατέλειψε το ατμόπλοιο «Galatea» στη Μελβούρνη και από εκεί πήγε στην περιοχή Bendigo, εκεί συνάντησε και άλλους Έλληνες και μαζί έψαχναν για χρυσάφι.
Δύο χρόνια αργότερα τον βρίσκαμε να ταξιδεύει με το ατμόπλοιο «Αλεξάνδρεια» από τη Maryborough του Κουίνσλαντ στο Σίδνεϊ στις 24-8-1868 και ένα μήνα μετά, στις 19-9-1868, εργαζόταν ως βοηθός μαγείρου στο ατμόπλοιο «Wonga Wonga» που ταξίδευε από τη Μελβούρνη στο Σίδνεϊ. Εκεί έμεινε μόνιμα και, σύμφωνα με την οικογενειακή παράδοση, εργάστηκε ως μάγειρας στο Australia Hotel για μερικά χρόνια.
Το 1873 στο προάστιο Waterloo του Σίδνεϊ παντρεύτηκε σε καθολική εκκλησία την Αγγλίδα Elizabeth Ellen Binks με την οποία απόκτησε 13 παιδιά. Τον Ernest (1874-1945), την Elizabeth (1876-1943), τον Thomas (1878-1944), την Marigo (1880-1881), τις δίδυμες Ethel και Blanche (1881-1882), την Greta (1884-1950), τον George (1886-1889), τον Percy (1890-1966), τον Harold (1893- ?), τον James (1895-1956), τον William (1897-1897) και τονJohn (1899-1989).
Μη σας φανεί παράδοξο που παντρεύτηκε σε καθολική εκκλησία γιατί την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν ορθόδοξες εκκλησίες και τις ανάγκες των ορθοδόξων υπηρετούσαν κυρίως η Αγγλικανική Εκκλησία και, σε μερικές περιπτώσεις, και η Καθολική, ή Ρώσοι ορθόδοξοι ιερείς που επισκέπτονταν την Αυστραλία με ρωσικά καράβια, όπως μας λέει ο Στρατής Ανδρουλάκης σε γράμμα του από τη Μελβούρνη το 1896. (Βλέπε «Οι Κρήτες της Ωκεανίας από τον 19° αιώνα»).
Όπως βλέπομε μερικά από τα παιδιά του πέθαναν σε νηπιακή ηλικία. Επέζησαν, όμως, αρκετά και σήμερα οι απόγονοι του αριθμούνται σε δεκάδες και είναι διάσπαρτοι σε όλη την Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία.
Ένα από τα παιδιά του, ο ΡPercy Kookoosachi, πολέμησε εθελοντικά κατά τον Α’Παγκόσμιο Πόλεμο στην Καλλίπολη το 1915 και στο γαλλικό μέτωπο το 1918. Στην τελευταία επίθεση του πολέμου τον Σεπτέμβριο 1918 στο Le Verguier στην περιοχή Somme τραυματίστηκε. Παρασημοφορήθηκε με τρία μετάλλια, ένα για την συμμετοχή του στην Καλλίπολη και δύο για τη συμμετοχή και τον τραυματισμό του στο γαλλικό μέτωπο. Στις αρχές του 1919 επέστρεψε στην Αυστραλία.
Να πούμε εδώ ότι άλλα ελληνόπουλα που πολέμησαν εθελοντικά στον πόλεμο αυτό ήταν ο δεκανέας Τζακ Μαρκ, ο υποδεκανέας Τζον Ζαβιτσάνος, οι στρατιώτες Κώστας Αρώνης, Ρόμπερτ Κρόκος, Άθα Χαλκάς, Λεωνίδας Μανούσου, Νίκος Ροδάκης, Γιώργος Πάπας, Μηνάς Ασλάνης, Αναστάσιος Ρεμπέα, Πίτερ Ράντος που σκοτώθηκε, οι Κρήτες Γιώργης Κρητικός (Μπικουβαράκης] που τραυματίστηκε και παρασημοφορήθηκε επίσης με τρία μετάλλια για την ανδρεία του, ο Σήφης Βογιατζής κ.ά. (Βλέπε Σωκράτη Τσουρδαλάκη, «Οι Κρήτες της Ωκεανίας από τον 19° αιώνα»).
Τον Οκτώβριο του 1876 ο Κωνσταντίνος Κουκουσακης απέκτησε τη βρετανική (αυστραλιανή]) υπηκοότητα και έκτοτε ζούσε και εργαζόταν στην περιοχή Merrylands της Νέας Νότιας Ουαλίας, μέχρι το 1934 που πέθανε σε ηλικία 85 χρόνων και ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο Rookwood
Όπως αναφέρεται στη νεκρολογία του στην εφημερίδα «Sydney Morning Herald» στις 30-3-1934, ήταν ένας από τους ιδρυτές της τοπικής Καθολικής Εκκλησίας του Granville. Τον χρόνο που πέθανε είχε ακόμα εν ζωή οκτώ από τα παιδιά του. Το 1951 πέθανε και η γυναίκα του Elizabeth και τάφηκε μαζί με τον άνδρα της Κωνσταντίνο.