Η εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας προσφέρει πολλαπλά ευεργετήματα στους μαθητές συμπεριλαμβάνοντας καλύτερες επικοινωνιακές ικανότητες, ανώτερη νοηματική ανάπτυξη, μεγαλύτερη πολιτιστική ευαισθησία και περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες. Αντίθετα με το τι πίστευαν τα προηγούμενα χρόνια, σήμερα το Υπουργείο Εκπαίδευσης της Βικτωρίας δημοσιεύει συμπεράσματα επιστημονικών ερευνών που δείχνουν ότι η κατανόηση και η επικοινωνία με άτομα διαφορετικών εθνικοτήτων που μιλούν άλλες γλώσσες είναι απαραίτητη και αποτελούν τα κλειδιά για την ενεργή συμμετοχή της Αυστραλίας στη διεθνή οικονομία και στην αναπόφευκτη παγκοσμιοποίηση (Fernandez, 2007).

Σε παγκόσμια κλίμακα, οι πιο σύγχρονες μελέτες υποστηρίζουν ότι η εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας ενισχύει και εμπλουτίζει τη γενικότερη πνευματική και κοινωνικο-πολιτιστική ανάπτυξη των παιδιών. Τα συμπεράσματα των τελευταίων επιστημονικών ερευνών δείχνουν ότι ανεξάρτητα από γένος ή εθνικότητα τα παιδιά που μαθαίνουν μια δεύτερη γλώσσα σε μικρή ηλικία αναπτύσσουν ανώτερες γλωσσικές ικανότητες, μαθαίνουν να διαβάζουν νωρίτερα από τα άλλα παιδιά που μιλούν μόνο μία γλώσσα, παρουσιάζουν μεγαλύτερη πρόοδο στα μαθηματικά, και καλύτερες ικανότητες σκέψης, αντίληψης, και αιτιολογίας. Επίσης μπορούν να λύσουν ευκολότερα πολύπλοκες ασκήσεις μαθηματικών, και δείχνουν μεγαλύτερη αυτοεκτίμηση.

Στην Αυστραλία τα πορίσματα των ερευνών δείχνουν ότι τα παιδιά που μαθαίνουν και δεύτερη γλώσσα αναγνωρίζουν καλύτερα τη σχέση ανάμεσα στο σχήμα μιας λέξης και το νόημά της, μπορούν να ξεχωρίσουν σταδιακά τα διαφορετικά χαρακτηριστικά και τις ιδιαιτερότητες μίας γλώσσας, μπορούν να συγκρίνουν διαφορετικά γλωσσικά συστήματα και έτσι να κατανοήσουν καλύτερα τη δομή μιας γλώσσας με συνέπεια να μπορούν να καλυτερεύσουν την πρώτη τους γλώσσα, π.χ. τα Αγγλικά. Μπορούν επίσης να κατανοήσουν ευκολότερα ένα κείμενο και να μεταφέρουν αυτή την ικανότητα και στην κατανόηση κειμένων σε άλλες γλώσσες

Η εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας βοηθά στην κατανόηση και ευαισθητοποίηση της αντίστοιχης κουλτούρας και του πολιτισμού και τα παιδιά που μαθαίνουν μια δεύτερη γλώσσα συντελούν στην κοινωνική, πολιτική, και κοινωνική ανάπτυξη της κοινωνίας και της χώρας στην οποία ζουν. Έτσι η διδασκαλία των ξένων γλωσσών και η ανάπτυξη της πολυπολιτιστικής ευαισθησίας στα σχολεία μας γίνεται επιτακτική και απαραίτητη προϋπόθεση για την οικονομική πρόοδο της Αυστραλίας, που μπορεί να αποτελέσει τη γέφυρα μεταξύ Ευρώπης και Ασίας (Clyne, 2006).” Ήδη ένας από τους στόχους του Υπουργείου Εκπαίδευσης από το 2007 και μέχρι το 2017είναι η υποχρεωτική διδασκαλία μιας ξένης γλώσσας και η ανάπτυξη της διαπολιτιστικής κατανόησης και ευαισθησίας σε όλα τα παιδιά από το έβδομο έτος της ηλικίας τους ή και νωρίτερα (ACCI 2007). 
Στον αιώνα της παγκοσμιοποίησης γίνεται πλέον επιτακτικό για τους «πολίτες του κόσμου» που θέλουν να είναι συναγωνίσιμοι, να μπορούν να μιλούν περισσότερες από μία γλώσσες και να καταλαβαίνουν διαφορετικές εθνικότητες και κουλτούρες καθώς και να είναι πολυπολιτιστικά ευαίσθητοι. Η «Πολυ-πολιτιστική Νοημοσύνη» είναι ένας καινούργιος, εξελισσόμενος τομέας στην παγκόσμια ψυχολογία και θεωρείται το πιο σύγχρονο εφόδιο, απαραίτητο για την καλλιέργεια και την ανάπτυξη των εκκολαπτόμενων, αυριανών «Παγκοσμίων Ηγετών» στα σχολεία μας.

*  Η Δρ Ελένη Καλαμπούκα, PhD, MAPS είναι διευθύντρια του ΑΡΙΣΤΟΝ και Ψυχολόγος