Μετά από μισό αιώνα

Στο παράθυρο του καταστήματος υπάρχει ακόμα η επιγραφή που δείχνει ότι ο ανύποπτος πελάτης μπορεί να εξυπηρετηθεί, ενώ μέσα όλα έχουν αδειάσει. Τα ράφια και η βιτρίνα μετά από μισό αιώνα είναι γυμνά, και η ατμόσφαιρα φαίνεται μελαγχολική, όταν από το πουθενά μπαίνουν μέσα τέσσερις κοπελιές, σαν τα «κρύα τα νερά» όπως θα λέγαμε στην απλή γλώσσα. (Και σύμφωνα με όσα μας διδάσκει ο καθηγητής, Θωμάς Ηλιόπουλος, η γλώσσα μας έχει τα ωραία της τρωτά). Φαίνεται ότι είναι ξένες.
Βέβαια, το κατάστημα φαίνεται να είναι μελαγχολικό, μα και η περίσταση κάνει και μένα να συμμερίζομαι όλη την κατάσταση γιατί κλείνει ένα βιβλίο και ανοίγει μια καινούρια σελίδα.

Με συγκρατημένη συμπεριφορά, όπως ακριβώς ήταν για μισό αιώνα, χαμογελώντας καλωσόρισα τις κοπέλες, έτοιμος να τις εξυπηρετήσω. Όπως και έγινε.
Οι τέσσερις νεράιδες προσπαθούσαν, γελώντας, να μου ζητήσουν να τους κάνω κάτι, αλλά με τις χειρονομίες που έκανα και με το γέλιο δεν μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε, όταν αναγκάσθηκα, και έπρεπε να τους πω «Girls, τέλος, finitο, finish…»

Οι κοπέλες ακόμα δεν είχαν καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει, και μου ζήτησαν να τους εξηγήσω αυτά που δεν κατάλαβαν. Ήταν τουρίστριες από την Αγγλία και μου εκμυστηρεύθηκαν ότι βρίσκονται εδώ μόνο λίγες μέρες, έχουν ερωτευτεί τη Μελβούρνη, ότι είναι ωραία, καθαρή πόλη και, γενικά, η Αυστραλία είναι ένα από τα καλύτερα μέρη του κόσμου, και ότι αν κάποιος γινόταν εγγυητής πολύ θα ήθελαν να μείνουν για πάντα στην ωραία αυτή πόλη. Αυτό το είπαν βέβαια χαριτολογώντας.

Οι κοπέλες είχαν ξεχάσει γιατί είχαν έρθει, ενώ για μένα η ώρα του αστείου με διασκέδαζε, αλλά και δεν ήθελα να το παρατραβήξω και να φανώ αγενής. Είχε τελειώσει το αστείο. Είπα στις κοπέλες, ότι «αν και τελείωσα την εργασία, το μαγαζί είναι άδειο, το μαγαζί μετά από μισό αιώνα κλείνει, αλλά θα προσπαθήσω να σας εξυπηρετήσω, και χαίρομαι που θα είστε οι τελευταίες ωραίες μου πελάτισσες». Τότε κατάλαβαν τι προσπαθούσα να τους πω με όλα μου τα αστεία. Τότε ήταν που άρχισαν να πέφτουν βροχή οι ερωτήσεις, τ΄ αγκαλιάσματα και οι φωτογραφίες που ζήτησαν να πάρουν για ενθύμιο, ακόμα και από το σχεδόν άδειο κατάστημα που εξυπηρέτησε πελάτες από όλο τον κόσμο, μη εξαιρούμενης ακόμα και της Τανζανίας. Φεύγοντας, με ευχαρίστησαν για την καλοσύνη και την εξυπηρέτηση χωρίς πληρωμή.

Εγώ πήγα να τακτοποιήσω ορισμένα ξεχασμένα, αλλά ενδιαφέροντα περιοδικά, τα οποία τα πρόσεχα να μη χαθούν γιατί μέσα σ΄ αυτά ήταν και οι πέντε εκδόσεις του «Νέου Κόσμου» που είχαν εκδοθεί για τα πενήντα χρόνια από την πρώτη του έκδοση. Έχω φυλάξει και τις πέντε πανηγυρικές εκδόσεις, τις οποίες και τις προσέχω.
Γύρισα στα βιαστικά μερικές σελίδες που το περιεχόμενό τους το είχα διαβάσει, αλλά και οι προσωπικές ιστορίες μας δεν διαφέρουν και πολύ. Οι διηγήσεις που είναι γραμμένες στην ειδική έκδοση του «Νέου Κόσμου» για τα πενήντα του χρόνια, μου γύρισαν τη μνήμη και το ρολόι πολύ πίσω, τότε που όλοι μας ήμασταν νέοι και πασχίζαμε να βρούμε τρόπο για τον ένα η τον άλλο λόγο να ξεμπαρκάρουμε από την πατρίδα μας.

Και μιας και αναφέρθηκα στο «Νέο Κόσμο», θα ήθελα να κάνω μια προσωπική μου ειλικρινή αναφορά. Ο «Νέος Κόσμος», με ενημερώνει πάνω από πενήντα χρόνια, από την πρώτη μέρα που έφθασα στη Μελβούρνη και εδώ και τριάντα πέντε χρόνια μου κάνει συντροφιά στα βόρεια και δεν με πείραζε αν θα τον είχα στα χέρια μου και λίγο αργοπορημένο μετά από δύο και τρεις μέρες. Ήταν η εποχή που ο «Νέος Κόσμος» με έβρισκε και στο κρεβάτι μου εδώ στο Gold Coast. Σήμερα που επισκέφθηκα τον εφημεριδοπώλη να του πω να μου φυλάξει το «Νέο Κόσμο»… ήταν εκεί αυθημερόν. Έκπληξη…  Τώρα τον προμηθευόμαστε όπως και στη Μελβούρνη, αρκεί να ζητήσω να μου τον κρατήσουν για όσο καιρό τον θέλω.

Ο «Νέος Κόσμος» είναι δημιούργημα και θα μείνει κτήμα των ανθρώπων που ζήτησαν να κάνουν καινούρια ζωή, καινούριο ξεκίνημα σε νέους τόπους στην νέα αυτή εδώ τη χώρα, είμαστε αυτοί, που, άλλος πολύ και άλλος λίγο, είχαμε γευτεί τον πόλεμο του 1940, που κράτησε μέχρι το 1945 και στη συνέχεια είχαμε τον αλληλοσπαραγμό μέχρι και στα χρόνια του ‘50, μα δεν σταμάτησε το κακό μέχρι εδώ, συνέχισαν οι προσωπικές διώξεις οι απειλές και καταδόσεις. Όλα αυτά μας ανάγκασαν να εγκαταλείψουμε τα ωραία χωριά, τις πόλεις, την πατρίδα, όχι μόνο για οικονομικούς λόγους…

Τα πρώτα χρόνια μας στην ξενιτιά ήταν δύσκολα και αυτό δεν αμφισβητείται. Εμένα, πάντως, όταν έφθασα στη Μελβούρνη, χαριτολογώντας, οι συγγενείς και φίλοι προσπαθούσαν να με παρηγορούν και να με πειράζουν, λέγοντας ότι μόνο τα πρώτα δέκα χρόνια είναι δύσκολα. Αργότερα με την καρτερία της υπομονής αμείφθηκα, αν και η νοσταλγία της πατρίδας θα μας ακολουθήσει και πέρα από τη μακάβρια γέφυρα, τη γέφυρα χωρίς επιστροφή.
Η επιθυμία και η αγάπη που έχει κανείς για τον τόπο που γεννήθηκε και ανατράφηκε στα νεανικά του χρόνια είναι άσβηστη όσος καιρός και αν περάσει. Όπως όλοι έτσι και η δική μου επιθυμία μετά από σκληρή εργασία πάνω από δεκατρία χρόνια, η επιθυμία να δείξω στα παιδιά μου την πατρίδα των γονιών τους, πήραμε το δρόμο της επιστροφής για έξι μήνες.
Το μακεδονικό χωριό Νεστόριο, που βρίσκεται στους πρόποδες του Γράμμου, το χωριό που χαϊδεύεται από τα νερά του Αλιάκμονα έχει αλλάξει, και η νοοτροπία των συγγενών και φίλων με τους οποίους μαζί μεγαλώσαμε και είχαμε μοιραστεί χαρές και λύπες δεν ήταν οι ίδιοι, ορισμένοι έδειχναν ότι αυτοί που έφυγαν από την Ελλάδα είναι τα καμένα χαρτιά και γενικά οι Ελλαδίτες χλεύαζαν τη χώρα που εμείς διαλέξαμε ως δεύτερη πατρίδα μας. Τούτη εδώ τη χώρα κατηγόρησαν ακόμα και συμπατριώτες μας που μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, θεωρούσαν τον εαυτό τους εξαιρετικά τυχερούς και καλύτερους…  Aliens. Πήγα τους είδα και το κράτησα μάσα μου. Αλλά έστω και μετά από χρόνια παραδέχτηκαν και είπαν ότι αν τους δινόταν η ευκαιρία να διαλέξουν θα προτιμούσαν την Αυστραλία. Στη μακρόχρονη εργασία μου είχα την τύχη να περάσουν, συστημένοι ή περαστικοί πελάτες απ΄ όλο τον πλανήτη που οι χαρακτηρισμοί τους για τη χώρα που ζούμε, ήταν μόνο επαινετική και όχι τίποτε άλλο.
Μετά από τον ευχάριστο καιρό που περάσαμε με τους συγγενείς μας και την απόλαυση που είχαμε από τα ατελείωτα αξιοθέατα της Ελλάδας μας, το συμπέρασμά μου ήταν να παραμείνω στη θετή μας πατρίδα.

Σήμερα με λυπεί γιατί το ωραίο χωριό έχει γίνει νεκρή πολιτεία. Τι κρίμα!. Τι συγκινητικό! Πού και πώς στέκει σήμερα η πατρίδα μας;

Τα χρόνια πέρασαν σαν χείμαρρος και οι Έλληνες έζησαν σε παραδεισένια χρόνια και εμείς στην τυπική και συνηθισμένη μας ζωή την τακτική απασχόληση και την πολύχρονη εργασία. Τα δυο λαϊκά γνωμικά, που το μεν ένα λέει «η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη», το δε άλλο, «όταν σταματήσεις να εργάζεσαι είναι σαν να περιμένεις το τέλος σου» και τώρα ποιο από τα δυο ταιριάζει σ’ εμένα; Διαλέγω το δεύτερο και είμαι στο περίμενε. Αλλά όλα έχουν κάποιο τέλος και για να μη συμβεί το ίδιο στον εαυτό μου και να ξεχάσω το μισό αιώνα εργασίας τράβηξα προς τα βόρεια για να μη με βρει «ο κουμπάρος».

Μετά από μερικές μέρες ξεκούρασης στα βόρεια της Αυστραλίας πήραμε με τη σύζυγό μου, Κατίνα, το δρόμο που μπορούμε από δω και πέρα να βρούμε εξοχικά μέρη για να περνάμε καλά. Γυρίσαμε εδώ και εκεί και κατακουρασμένοι πέσαμε πάνω σ’ ένα εστιατόριο που στην είσοδό του δέσποζε το άγαλμα του Λεωνίδα.
«Θεούλη μας!» είπαμε. Ο Λεωνίδας θα μας ξεκουράσει.

Πλησιάζοντας είδαμε να στέκεται δίπλα στον Λεωνίδα ντυμένος στα μαύρα, ένας νεαρός στον οποίο έκανα μία αδιάκριτη παρατήρηση, η οποία του ήρθε σαν κεραυνός εν αιθρία.
«Για να καθίσουμε σε τραπέζι θα σε παρακαλέσω να κάνεις τον Λεωνίδα να μην είναι τόσο θυμωμένος και να του σηκώσεις λίγο και την περικεφαλαία του».
Θάρρεψε ο νεαρός. Ακούγοντας το διάλογο, να ένας άλλος νεαρός και αυτός στα μαύρα, μας πρότεινε να καθίσουμε σ΄ ένα από τα τραπέζια του καταστήματος…  Μέχρι να καθίσουμε είχαμε ήδη γνωριστεί και μας είπαν και το ιστορικό τους.
Ήταν ο Γεράσιμος από την Κεφαλονιά και ο Γιώργος από την Θεσσαλονίκη.

Ο Γεράσιμος αυστραλογεννημένο παιδί, αλλά στα έντεκά του χρόνια τον πήραν οι γονείς του και τον πήγαν στην Ελλάδα. Σήμερα βρίσκεται μετά από τριάντα χρόνια πίσω στην Αυστραλία και, όπως μας είπε, σκέφτεται να φέρει και την οικογένειά του, αλλά όχι εδώ, γιατί πρώτα θέλει να εξασφαλίσει εργασία για τη γυναίκα του, η οποία είναι διευθύντρια παιδαγωγός και οι ευκαιρίες βρίσκονται στη Μελβούρνη. Ο Γεράσιμος διακρίνεται για τη σοβαρότητά του και πιστεύω στη μελλοντική του επιτυχία.

Ο Γιώργος, Θεσσαλονικιός, ωραίο παλικάρι, γεμάτος ζωή και μπροστά του όλο το μέλλον για να δημιουργήσει μια νέα ζωή, φαίνεται ότι την ψάχνει και του εύχομαι σύντομα να το πετύχει. Με διπλωματικό τρόπο προσπάθησα να τους ρωτήσω για τη συμπεριφορά των συμπατριωτών μας. Η απάντηση ήταν «Κανένα πρόβλημα».
Τα παιδιά αυτά μου θύμισαν το δικό μας ερχομό στα χρόνια του 1950 και 1960.Ήταν στιγμή αστραπιαία…  πολλών χρόνων κινηματογραφικής ταινίας
Τους εύχομαι Καλή τους Τύχη.