Ο δοκιμιακός μικρός τόμος του Ντέιβιντ Μαλούφ «Η ευτυχισμένη ζωή» (David Malouf «The Happy Life», εκδ. Black Inc., 2011) πρωτοδημοσιεύθηκε στο έγκυρο αυστραλιανό περιοδικό «Quarterly Essay» (Μάρτης 2011) και πυροδότησε αρκετό θόρυβο και συζητήσεις, κυρίως στο χώρο των διανοουμένων, αλλά όχι μόνο. Όπως δηλώνει σαφώς ο υπότιτλός του «The Search of Contentment in the Modern World» («Η Αναζήτηση της Χαράς στο Σύγχρονο Κόσμο»), ο συγγραφέας επιχειρεί μια επαναπροσέγγιση στο πανάρχαιο υπαρξιακο-φιλοσοφικό ερώτημα σχετικά με το τι είναι Ευτυχία και την αναζήτησή της – ή σωστότερα την απουσία της – στο σύγχρονο (δυτικό κυρίως) κόσμο. Ο συγγραφέας διαιρεί το δοκίμιό του στα εξής πέντε σχετικά σύντομα κεφάλαια: (i) «Η φύση της ευτυχισμένης ζωής, (ii) «Η αναζήτηση της ευτυχίας», (iii «Η ανησυχία», (iv) «Η ευτυχία στη σάρκα, (v) «Ο τρόπος που ζούμε σήμερα».
Χρειάζεται να επισημανθεί εξαρχής ότι, παρά τις φιλότιμες κι ευσυνείδητες προσπάθειες του δοκιμιογράφου, και παρά το γεγονός ότι καταφεύγει σ’ ένα εντυπωσιακό μωσαϊκό ετυμολογιών, ρήσεων και θεωριών (που grosso modo) εκτείνονται από την ελληνική αρχαιότητα έως τη σύγχρονη εποχή, αμφιβάλλω αν τελικά καταφέρνει να αποσαφηνίσει ικανοποιητικά τις έννοιες «ευτυχία» κι «ευτυχισμένη ζωή». Ίσως επειδή, παραδόξως, μετά από μια επίπονη κι επίμονη ιστορικο-φιλοσοφικο-αισθητική περιδιάβαση, αποφεύγει συστηματικά στο να δώσει μια προσωπική ερμηνευτική εκδοχή για το τι φρονεί ο ίδιος ότι είναι «ευτυχία» και κατά πόσο επιτεύξιμη είναι αυτή.
Οι προαναφερθείσες έννοιες δυσχεραίνονται ακόμη περισσότερο αν ληφθεί υπόψη ότι πάρα πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται να διακρίνουν τη διαφορά ανάμεσα στην ευτυχία, την ευεξία (wellbeing) και την ποιότητα ζωής. Συνήθως θεωρούν ότι οι δύο τελευταίες είναι ταυτόσημες της πρώτης. Εξού και χρειάζεται να διευκρινιστεί ότι η ευεξία αναφέρεται στο στόχο αναζήτησης της καλής ζωής, στο ότι η ευτυχία είναι μόνο ένα σύμπτωμα της ευεξίας, και πως η ποιότητα ζωής αντιπροσωπεύει μια σύνθεση εκείνων των κοινωνικών καταστάσεων που απαιτούνται για την ευόδωσή της.
Μια άλλη δυσχέρεια είναι ότι η ευτυχία δεν είναι κάτι το μετρήσιμο. Ούτε μπορεί να εκτιμηθεί ή καθορισθεί με ορθολογιστικές πρακτικές, αλχημείες και οικονομικά μεγέθη (ατομικά, κοινωνικά, εθνικά, διεθνή) που υιοθετούνται από τους οικονομολόγους. Μόνο κάποιοι σχετικοί παράμετροι είναι μετρήσιμοι, όπως λ.χ. οι δείκτες εισοδήματος, εκπαίδευσης, υγείας κτλ. Έπειτα, εκτός του ότι τα όποια στατιστικά στοιχεία (και ποσοτικά μετρήσιμα μεγέθη) είναι γενικά και αόριστα, δεν λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι η ευτυχία είναι πρωτίστως μια ατομική και υποκειμενική υπόθεση αφού, όπως λέει ο Μαλούφ, «Ανήκει στον κόσμο του τι νιώθει κανείς, αυτού που δεν μπορεί να παρουσιασθεί ή αριθμηθεί σε μια κλίμακα διότι δεν φαίνεται». Απ’ αυτή την άποψη το πόνημα του Μαλούφ συμβάλλει στο να αποκατασταθεί αυτή η εσφαλμένη αντίληψη μέτρησης της ευτυχίας, παραθέτοντας την ανθρωπιστική έναντι της χρησιμοθηρικής της συνιστώσας. Για όλους τους προαναφερθέντες λόγους, όμως, η διαφεύγουσα ιδιότητα της ευτυχίας είναι που καθιστά την αναζήτησή της ένα διαχρονικό θέμα προβληματισμού, στοχασμού και συζήτησης.
Επίκεντρο του ενδιαφέροντος του δοκιμιογράφου είναι το ερώτημα: Γιατί, ενώ σήμερα που η ανθρωπότητα έχει ξεπεράσει προ πολλού τις παλαιότερες και σημαντικότερες αιτίες δυστυχίας της (όπως, απάνθρωπη εργασία για εξασφάλιση τροφής, διαρκής αγώνας κατά του λοιμού, της σκλαβιάς, των συνεχών πολέμων, με όλα όσα αυτοί συνεπάγονται – φτώχια, προσφυγιά, φρίκη των γενοκτονιών και ολοκαυτωμάτων, όπως το Άουσβιτς κτλ), η ευτυχία συνεχίζει να παραμένει όνειρο απατηλό για τους περισσότερους; Είναι κρίμα όμως που ο συγγραφέας παραλείπει να συζητήσει καν το εξής γεγονός: Ότι μπορεί μεν η ανθρωπότητα να απελευθερώθηκε από τις κυριότερες πληγές που τη μάστιζαν και απειλούσαν την επιβίωσή της (όπως στον Μεσαίωνα λόγου χάρη), δεν κατάφερε όμως να γλιτώσει από τα νέα δεσμά «επιθυμιών» στα οποία ανεπαισθήτως υποδουλώθηκε. Τα τελευταία απορρέουν από τη σύγχρονη δυτική οικονομία του υλισμού και της κατανάλωσης – όπως διακηρρύτουν οι αρχαιότερες φιλοσοφίες της Ανατολής (Ινδουισμός, Βουδισμός, Κομφουκιανισμός, Ζεν κτλ) αλλά οπωσδήποτε και ο Χριστιανισμός, μετέπειτα.
Ο Μαλούφ παραδέχεται ότι όλοι οι άνθρωποι, ασχέτως της κατάστασής τους, βιώνουν στιγμές ευτυχίας ή έστω χαράς ή ικανοποίησης για εντελώς διαφορετικούς λόγους, από σημαντικούς έως εντελώς ασήμαντους. Αυτό, ισχυρίζεται, μπορεί να συμβεί ακόμη και μέσα στην πιο ζοφερή και απάνθρωπη πραγματικότητα της ύπαρξης, όπως π.χ. στην περίπτωση του εκτοπισμένου στα σοβιετικά κάτεργα (γκουλάγκ) της Σιβηρίας του περίφημου ήρωα του Σολζενίτσιν στο μυθιστόρημά του «Μια μέρα στη ζωή του Ιβάν Ντενίσοβιτς». Ο Σουχόφ, μολονότι αντιμετωπίζει καθημερινά ανείπωτα μαρτύρια και την αγωνία και προοπτική του θανάτου, εντούτοις μπορεί και βιώνει «στιγμές αυτοεκπλήρωσης» και ικανοποίησης.
Απορεί ωστόσο κανείς που ο Μαλούφ επιμένει στην αναζήτηση μιας σταθερότερης και πιο ολοκληρωμένης ευτυχίας – πράγμα ουτοπικό, δεδομένου ότι στη ζωή τίποτα δεν (μπορεί να) είναι μόνιμο και απόλυτο. Ιδιαίτερα η ευτυχία της οποίας κύριο χαρακτηριστικό είναι η αστάθεια και η ρευστότητα αφού, σύμφωνα με τον φιλόσοφο Bernard Williams, είναι φυσικό τη μια μέρα να νιώθει κανείς ευτυχισμένος και την άλλη δυστυχισμένος. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η ευτυχία είναι μια αφηρημένη έννοια. Αντιθέτως πρόκειται για ένα συγκεκριμένο συναίσθημα, όπως είναι π.χ. η ελευθερία, που το νιώθει κανείς.
Η ευτυχία, πάνω απ’ όλα, προϋποθέτει αυτογνωσία – κι αυτό είναι μια δεξιοτεχνία που ελάχιστοι άνθρωποι διαθέτουν. Γι’ αυτό λίγοι μπορούν να δηλώσουν ευτυχισμένοι. Ακόμη και όσοι το ισχυρίζονται, το πιθανότερο είναι να νιώθουν μια υπόνοια ευτυχίας, αν όχι την ψευδαίσθησή της. Γιατί η πραγματική ευτυχία προϋποθέτει το να είσαι απόλυτα ελεύθερος. Αλλά αυτό πόσοι μπορούν να ισχυρισθούν ότι το έχουν καταφέρει;
Ο δοκιμιογράφος ανατρέχει στην κλασική ελληνική παράδοση για να καταλήξει στους Μονταίνιο και τον Sir Henry Wotton, τονίζοντας έτσι την ύπαρξη μιας υψηλότερης μορφής ευτυχίας η οποία καθορίζεται από την αρετή και τη σοφία. Που σημαίνει ότι το να ζει κανείς σωστά/καλά προϋποθέτει ένα ηθικό επίπεδο. Παρ’ όλα αυτά, όμως, και μολονότι σπαταλά όλο σχεδόν το δοκίμιό του συζητώντας για την αναζήτηση και απόκτηση της ευτυχίας, ελάχιστα αναφέρεται στο σημαντικότερο: στη σημασία νοηματοδότησης της ζωής του ανθρώπου και πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτό. Δηλαδή το να απαλλαγεί ο άνθρωπος από την αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι.
Την αποτυχία επίτευξης μιας βαθύτερης χαράς κι ευτυχίας, ο Μαλούφ την αποδίδει στη συνειδητοποίηση του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου ότι είναι μόνος σ’ ένα αφιλόξενο σύμπαν κι ένα όχι ιδιαίτερα φιλικό πλανήτη ο οποίος κυβερνάται από ένα απρόσωπο σύστημα, όπως είναι η Παγκόσμοια Οικονομία. Την τελευταία ούτε την καταλαβαίνει, ούτε την ελέγχει αλλά ούτε και μπορεί να ταυτιστεί μαζί της, και αυτό του δημιουργεί αβεβαιότητα και άγχος. Είναι κρίμα όμως που ο δοκιμιογράφος παραγνωρίζει τον παράγοντα «ανία» ως πηγή, αν όχι δυστυχίας, οπωσδήποτε δυσφορίας και άγχους του δυτικού ανθρώπου.
Εξίσου κρίμα είναι που ο δοκιμιογράφος παραλείπει να αναφέρει ότι μια επίσης βασική αιτία ανησυχίας και άγχους του σύγχρονου ανθρώπου είναι η συνειδητοποίηση του περιορισμένου χρόνου που έχει στη διάθεσή του για να προλάβει να χαρεί ό,τι απέκτησε. Και βέβαια όσα θα ήθελε να είχε πετύχει και αποκτήσει και που τελικά δεν θα προφτάσει αφού η ζωή είναι τόσο μικρή. Αναλώνεται λοιπόν μανιωδώς στο να προλάβει όσο μπορεί περισσότερα, εξού και ο συνεχής φόβος, η ταραχή και το άγχος του. Γι’ αυτό πρέπει να αποκαταστήσουμε την «καλή ζωή» ως μια σαφή ηθική επιδίωξη – κατά τις επιταγές των αρχαίων φιλοσόφων – μακριά από ακόρεστα «θέλω» και παράλογες απαιτήσεις που τείνουν να γίνουν, αν δεν έχουν γίνει ήδη, επικίνδυνοι και αυτοκαταστροφικοί εθισμοί.
Αναφερόμενος ο Μαλούφ στην αρχαία ελληνική μυθολογία, συζητά διεξοδικά, απολαυστικά και διαφωτιστικά την ιστορία του Προμηθέα, δίνοντας έτσι εμμέσως πλην σαφώς και την απάντηση στο αρχικό του ερώτημα. Συγκεκριμένα, στο ότι η ανησυχία είναι απλούστατα εγγενές, αναπόσπαστο και αναγκαιότατο στοιχείο της ανθρώπινης φύσης, αφού το αίσθημα του ανικανοποίητου καθιστά το ανθρώπινο είδος επινοητικά και τεχνολογικά εξοπλισμένο προκειμένου να μπορεί να επιβιώσει και να εξελιχθεί. Κι εδώ όμως, δυστυχώς, παρ’ όλη την τόσο εύστοχη και καίρια αναφορά του στην ιστορία του Προμηθέα, ο δοκιμιογράφος αποσιωπεί μια συναφή και σημαντικότατη παράμετρο: Ότι δηλαδή το κυριότερο εμπόδιο στην αναζήτηση της ευτυχίας έγκειται στη σύγχρονη κουλτούρα του ναρκισισμού. Ο τελευταίος δεν είναι παρά μια διαταραχή του Εαυτού, καθώς ο Έρωτας είναι εσωστρεφής, αποκλείοντας τον Άλλο. Εξού και το άγχος, που αναχαιτίζει την ευτυχία, είναι απόρροια του υπερανταγωνισμού μιας ναρκισιστικής κοινωνίας όπου ο ένας μάχεται με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο μέσον για να εκτοπίσει και υπερισχύσει έναντι του άλλου.
Θα μπορούσε να λεχθεί ότι είναι μάλλον ειρωνικό το γεγονός ότι η ευτυχία συνεχίζει να αποτελεί, ίσως περισσότερο από ποτέ, αντικείμενο προβληματισμού και συζήτησης στην εποχή μας, τη στιγμή που έχουμε μεγαλύτερη ελευθερία, περισσότερο ελεύθερο χρόνο και πλούτο από οποτεδήποτε άλλοτε. Το πιο παράδοξο ακόμη είναι ότι η ευτυχία κατά τα τελευταία 200 χρόνια έχει, εν πολλοίς, αντικαταστήσει την καλοσύνη ως τον κυρίαρχο σκοπό της ζωής. Αυτό, με τη σειρά του, έχει μεταβάλλει την ευτυχία σε μια τεράστια παγκόσμια βιομηχανία η οποία, αντί να ανταποκρίνεται στην ακόρεστη αναζήτηση ικανοποίησης από τη ζωή, τείνει να εξελιχθεί σε απειλή για τον πλανήτη (λόγω της αλόγιστης κατάχρησης των πλουτοπαραγωγικών του πηγών, της καταστροφής του περιβάλλοντος κτλ) και την ίδια τη ζωή. Εύλογα λοιπόν διερωτάται κανείς αν η καθαυτή μονομανιακή αναζήτηση της ευτυχίας δεν αποτελεί τροχοπέδη στην εξεύρεσή της. Γιατί, εκτός του ότι επιβεβαιώνει την ανθρωποκεντρική (εγωκεντρική) κοσμοθεωρία του ανθρώπου, εντείνει, ανακυκλώνει και διαιωνίζει τα υπαρξιακά άγχη του, οδηγούμενος έτσι (όπως οι βουλιμικοί) στην αυτοκαταστροφή. Απ’ αυτή την άποψη, χρήσιμο θα ήταν αν ο συγγραφέας απαντούσε στο αν και κατά πόσο η ευτυχία είναι όντως επιθυμητή, ωφέλιμη, πραγματοποιήσιμη ή βιώσιμη.
Γενικά πρόκειται για ένα κομψογραμμένο, γλαφυρό και στοχαστικό δοκίμιο που εντυπωσιάζει με την ευρυμάθεια του συγγραφέα του (αποφεύγοντας ταυτόχρονα οιαδήποτε οίηση ή επίδειξη), την ευγενική του πρόζα, όχι όμως – δυστυχώς – και την επιχειρηματολογική και οργανωτική του δεινότητα, καθώς το δοκίμιο χαρακτηρίζεται από αμετροέπεια, διάσπαρτη και αλλοπρόσαλλη συζήτηση χωρίς συγκεκριμένη κατάληξη και σαφή θέση. Κατά διαστήματα μάλιστα ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι η όλη συζήτηση είτε λοξοδρομεί, είτε πελαγοδρομεί, είτε ότι είναι άσχετη με το κύριο θέμα. (Αναφέρομαι κυρίως στις αναφορές του περί τέχνης, ομορφιάς, σαρκικών απολαύσεων, ή τη σχέση μεταξύ πνεύματος-εγκεφάλου κτλ). Αποτέλεσμα των ανωτέρω είναι ο αναγνώστης να μην γίνεται σοφότερος.
Παρ’ όλα αυτά, το εν λόγω δοκίμιο του Μαλούφ, εκτός του ότι είναι απολαυστικό, προσφέρει πλείστα ερεθίσματα και πλούσιο food for thought προκειμένου ο αναγνώστης να (ανα)στοχασθεί και/ή (ανα)θεωρήσει τα περί ευτυχίας ερωτήματα κι άλλα συναφή υπαρξιακά ζητήματα.
(Υ.Γ.: Ευχαριστούμε τις εκδόσεις “Black Inc” για την ευγενική αποστολή του βιβλίου του Μαλούφ).
* Ο Δρ Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός, διδάκτωρ νεοελληνικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Μελβούρνης, λογοτέχνης, βιογράφος, δοκιμιογράφος-κριτικός και μεταφραστής λογοτεχνίας. Έχουν εκδοθεί 20 βιβλία του (15 αυτοτελή και 5 μεταφρασμένα).