Η επιστροφή και η μόνιμη διαμονή στον τόπο καταγωγής τους, φαίνεται ότι είναι ένα όνειρο που πολλοί Ελληνοαυστραλοί εγκαταλείπουν πλέον τη χώρα, λόγω της κρίσης που επικρατεί στην Ελλάδα. Η ενδεχόμενη πτώχευση και τα υψηλά ποσοστά ανεργίας που θυμίζουν την Ελλάδα του 1950, οδηγούν τους Έλληνες που είχαν επιστρέψει στην Ελλάδα από την Αυστραλία τα τελευταία χρόνια και, κυρίως, τα παιδιά τους, να σχεδιάζουν την επιστροφή τους ξανά στη χώρα που κάποτε τους έδωσε ελπίδα και δουλειά.
Περίπου 100.000 ομογενείς από την Αυστραλία έχουν παλιννοστήσει στην Ελλάδα τα τελευταία 20 χρόνια και τώρα αρκετοί από αυτούς σκέφτονται ή ήδη έχουν γυρίσει πίσω στην Αυστραλία, γιατί έχουν συγγενείς, φίλους, το περιβάλλον τους είναι οικείο, μα το κυριότερο είναι κάτοχοι αυστραλιανού διαβατηρίου. Βέβαια, δεν είναι μόνο οι Ελληνοαυστραλοί που θέλουν να εγκαταλείψουν και πάλι την Ελλάδα και να βρουν διέξοδο στην Αυστραλία, καθώς και πολλοί Έλληνες που δεν είχαν ποτέ σχέση με Αυστραλία σκέφτονται να καταφύγουν σε αυτή την ήπειρο που ακόμη έχει δυνατότητες και ευκαιρίες για εργασία. Η Πρεσβεία της Αυστραλίας στην Αθήνα αλλά και η Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης, κατακλύζονται από τηλεφωνήματα απελπισμένων Ελλήνων που η ανέχεια τους αναγκάζει να αναζητήσουν την τύχη τους στην Αυστραλία. Οι αιτήσεις για βίζα εργασίας στην Αυστραλία από Έλληνες έχουν αυξηθεί τους τελευταίους μήνες.
Σύμφωνα με την πρόεδρο του Ελληνοαυστραλιανού Συνδέσμου Αθήνας, κ. Αμαλία Τραβασάρου, οι Ελληνοαυστραλοί που ζουν στην Ελλάδα βρίσκονται σε κατάσταση αναμονής όσον αφορά την επιστροφή τους στην Αυστραλία, λόγω της δεινής οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα. Οι περισσότεροι που επιθυμούν να επιστρέψουν στην Αυστραλία είναι νεότερης ηλικίας, δηλαδή τα παιδιά των Ελληνοαυστραλών που μένουν στην Ελλάδα, καθώς οι ίδιοι είναι, συνήθως, συνταξιούχοι, έχουν περιουσία στην πατρίδα τους και ξέρουν ότι η ξενιτιά δεν είναι εύκολη υπόθεση. Οι πιο πολλοί, πάντως, περιμένουν να ξεκαθαρίσει κάπως το τοπίο στην Ελλάδα και ανάλογα θα πράξουν, σύμφωνα με την ίδια. Άλλωστε, συνεχίζει η κ. Αμαλία Τραβασάρου «και ο γιος μου που είναι 25 ετών βρίσκεται στην ίδια φάση. Έχει τελειώσει τις σπουδές του ως μικροβιολόγος και δεν είναι εύκολο να βρει εργασία στην Ελλάδα, οπότε η Αυστραλία είναι μια επιλογή».
Ακόμη και ο ΔΟΜ (Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης) στην Αθήνα δέχεται σε καθημερινή βάση πολλά τηλεφωνήματα από απογοητευμένους Έλληνες που επιθυμούν να μεταναστεύσουν στην Αυστραλία για να δοκιμάσουν την τύχη τους. Βέβαια ο ΔΟΜ -που είναι η πρώην ΔΕΜΕ (Διακυβερνητική Επιτροπή Μετανάστευση εξ Ευρώπης)- δεν μπορεί πλέον να βοηθήσει αυτή την κατηγορία υποψηφίων μεταναστών. Όμως, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και σημαδιακό γεγονός καθώς φέτος συμπληρώθηκαν 60 χρόνια από την υπογραφή της Διμερούς Συμφωνίας Ελλάδας-Αυστραλίας για τη διευκόλυνση όσων ήθελαν να μετοικήσουν εκεί. Σήμερα, 60 χρόνια μετά, η Ελλάδα βρίσκεται πάλι σε οικονομική εξαθλίωση -άλλου τύπου- και πάλι οι Έλληνες αναγκάζονται να φύγουν από τον τόπο τους για να αναζητήσουν την τύχη τους αλλού, ενώ ακόμη και οι Ελληνοαυστραλοί γίνονται και πάλι μετανάστες στον τόπο που κάποτε τους έδωσε ελπίδα για μια ευτυχισμένη ζωή.
Ο κ. Κώστας Καρούνης είναι μια περίπτωση Έλληνα που επιστρέφει ξανά στην Αυστραλία, ή μπορεί και να βρίσκεται ήδη εδώ καθώς την ώρα που τυπώνεται η εφημερίδα το αεροπλάνο στο οποίο επιβαίνει μπορεί να έχει ήδη προσγειωθεί στο αεροδρόμιο της Μελβούρνης. Ο κ. Κ. Καρούνης ασχολείται με τις οικοδομικές επιχειρήσεις ζει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα και διατηρούσε μια επιτυχημένη εταιρεία που είχε ως αντικείμενο τις ανακαινίσεις και την κατασκευή κατοικιών, όμως τα τελευταία δυόμισι χρόνια η κρίση είχε «χτυπήσει» και τη δική του εταιρεία, με αποτέλεσμα να μην έχει βγάλει ούτε μια καινούργια άδεια οικοδομική.
Την ίδια δουλειά έκανε και όταν έμενε στη Μελβούρνη όπου μετανάστευσε όταν ήταν 30 ετών καθώς παντρεύτηκε με Αυστραλή και έμεινε δέκα χρόνια. Αλλά όταν χώρισε επέστρεψε στην πατρίδα του, με όνειρα και ελπίδες να μείνει μια ζωή. Τελικά, όμως, η δυσβάστακτη οικονομική κατάσταση, τον ανάγκασε να ξαναπακετάρει τις βαλίτσες του και να αναχωρήσει για Μελβούρνη όπου έχει φίλους, το περιβάλλον του είναι οικείο και, φυσικά, όπως δήλωσε ο ίδιος η δημιουργία μιας ανώνυμης εταιρείας μπορεί να γίνει από το τηλέφωνο, ενώ στην Ελλάδα είναι μια πολύ χρονοβόρα και ψυχοφθόρα εργασία. Στην Ελλάδα, προσθέτει ο ίδιος δεν υπάρχει φως στο τούνελ και επικρατεί παντού χάος και απαισιοδοξία.
Για μεταπτυχιακές σπουδές αναχωρεί και πάλι μετά από χρόνια, στη Μελβούρνη η κ. Κριστέλλα Δημητρίου, η οποία δεν ξέρει αν θα ξαναεπιστρέψει στην Ελλάδα. Η ίδια, αν και γεννήθηκε στην Κύπρο, μετακόμισε στην Αυστραλία με τους γονείς τους το 1972, σπούδασε Μουσική και Εικαστικά και εργάστηκε πάνω στις σπουδές της. Το 1999 αποφάσισε να επιστρέψει στον τόπο καταγωγής της, την Ελλάδα όπου συνεργάζεται μέχρι και σήμερα με γκαλερί, εκθέτοντας έργα της, αλλά αποφάσισε να επιστρέψει στην Αυστραλία για μεταπτυχιακά στο Πανεπιστήμιο RMIT και, φυσικά, δεν ξέρει αν θα ξαναγυρίσει στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την ίδια, «όλος ο κόσμος θέλει να φύγει από την Ελλάδα, καθώς οι μισοί Έλληνες είναι άνεργοι και τα νέα παιδιά δεν έχουν όνειρα. Η Αθήνα έχει γίνει πόλη–φάντασμα καθώς έχουν κλείσει τα μισά καταστήματα. Είμαι θλιμμένη γι΄ αυτή την κατάσταση γιατί πιστεύω ότι η Αθήνα θα έχει αυτή τη μορφή τα επόμενα δέκα χρόνια, ενδεχομένως και περισσότερα».
Το κοινωνικό περιβάλλον του, τον πιέζει να φύγει, αλλά ο κ. Χρήστος Αλεφάντης, προς τον παρόν, δεν σκέφτεται να ξαναγυρίσει στη Μελβούρνη. Ο ίδιος γεννήθηκε στη Μελβούρνη, εργάστηκε ως δημοσιογράφος και τα τελευταία πεντέμισι χρόνια έχει επιστρέψει στην Ελλάδα όπου εργάζεται και πάλι ως δημοσιογράφος. Μπορεί ο ίδιος να μην έχει πάρει την απόφαση να γυρίσει στην «γη της επαγγελίας» όμως, όπως υποστηρίζει ο ίδιος, γνωστοί, αλλά και άγνωστοι Έλληνες τον πλησιάζουν και ζητούν συμβουλές και πληροφορίες για το πώς μπορούν να μεταναστεύσουν στην Αυστραλία.
Μία ακόμη περίπτωση Ελληνοαυστραλής που ξαναγυρίζει στη Μελβούρνη είναι η κ. Αλέκα Κηπουργού, όχι, όμως, λόγω κρίσης, αλλά και προσωπικούς λόγους. Σπούδασε, εργάστηκε και έζησε στην Αυστραλία με την οικογένειά της από το 1972 μέχρι το 2001 όπου επέστρεψε και ασχολήθηκε με τη ζωγραφική. Έχει ήδη δεχτεί προτάσεις από γκαλερί της Μελβούρνης για να εκθέσει έργα της και στο τέλος του καλοκαιριού σχεδιάζει να επιστρέψει στην πόλη που έζησε τριάντα χρόνια και έχει ακόμη φίλους. Η κρίση στην Ελλάδα, όπως επισημαίνει η ίδια, «δεν με αφορά, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω και να αποδεχθώ την παρανομία και τη διαφθορά της Ελλάδας. Όλοι ζούσαν εξωπραγματικά και με δανεικά. Ίσως ήρθε ο καιρός να μπουν τα πράγματα στη σωστή θέση τους». Πάντως, πολλοί φίλοι στην Ελλάδα τη ρωτούν γιατί δεν έχει φύγει ακόμη για την Αυστραλία και ενδιαφέρονται και αυτοί να μεταναστεύσουν.
Η κ. Ράνια Ακριτίδου δεν έχει πάρει ακόμη την τελική απόφαση να επιστρέψει στην πόλη που γεννήθηκε, δηλαδή τη Μελβούρνη, αλλά ζώντας στη μιζέρια και την εξαθλιωμένη Αθήνα τα τελευταία χρόνια, ξέρει ότι έχει μια επιλογή, έχει την Αυστραλία να την περιμένει. Το 2004 ήρθε να ζήσει στην Ελλάδα λόγω πολιτισμού, κουλτούρας και κλιματολογικών συνθηκών. Στην αρχή δούλευε στον καλλιτεχνικό χώρο, ως μάνατζερ σε ένα γκρουπ, κ.ά., αλλά η κρίση την ανάγκασε να προσαρμοστεί βρίσκοντας μια εργασία που να πληρώνεται. Σήμερα διδάσκει αγγλικά και παρ’ ότι έχει δουλειά σκέφτεται να γυρίσει πίσω στη Μελβούρνη όπου έχει συγγενείς και φίλους, ενώ ξέρει και άλλους Έλληνες από την Αυστραλία που θέλουν να μεταναστεύσουν ξανά στην Αυστραλία, λόγω της κρίσης στην Ελλάδα.
Μπορεί η δουλειά του στην Ελλάδα ως μουσικοσυνθέτη να έχει επηρεαστεί από την κρίση, πιστεύει ότι δημιουργούνται ευκαιρίες και δεν σκοπεύει να επιστρέψει στην Αυστραλία, ο κ. Τάσος Ιωαννίδης. Άλλωστε, όπως τόνισε ο ίδιος, την κρίση την έζησε και στην Αυστραλία στα τέλη της δεκατίας του ’80 και επιβίωσε, οπότε και τώρα σκοπεύει να πράξει ανάλογα, ενώ παρακινεί όλους τους Έλληνες να στηρίζουν τη χώρα τους. Έζησε τριάντα χρόνια στη Μελβούρνη, σπούδασε και εργάστηκε ως μουσικός, αλλά τα παιδιά του τον επηρέασαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα και να ζήσουν εκεί. Διατηρεί μια εταιρεία παραγωγής μουσικής που, μεταξύ άλλων, έχει κυκλοφορήσει το επιτυχημένο παιδικό CD «Λάχανα και Χάχανα», ενώ έχει στην ιδιοκτησία του και ένα μουσικό πανδοχείο στην Εύβοια. Η κρίση δεν θα μπορούσε να αφήσει ανέγγιχτο και τον ίδιο, αλλά πιστεύει ότι θα τα καταφέρει και θα παραμείνει στην Ελλάδα.
ΓΙΑΤΙ ΦΕΥΓΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Σύντομα θα κληθούν να αντιμετωπίσουν στην Ελλάδα συνθήκες απόλυτης «φτώχειας», προειδοποιεί η ΕΣΕΕ (Εθνική Συνομοσπονδία Εθνικού Εμπορίου) την κυβέρνηση, αναλύοντας τα στοιχεία της μείωσης της κατανάλωσης των ελληνικών νοικοκυριών το 2011 κατά -6,2% και τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας για περαιτέρω μείωση της καταναλωτικής δαπάνης το 2012 κατά -4,3%
Τα στοιχεία που ανακοίνωσε η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) σχετικά με το Δείκτη Κύκλου Εργασιών (ΔΚΕ) και το Δείκτη Όγκου στο Λιανικό Εμπόριο για τον Νοέμβριο 2011 είναι ενδεικτικά της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί στο λιανικό εμπόριο το τελευταίο διάστημα. Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κύκλου Εργασιών (ΔΚΕ) στο Λιανικό Εμπόριο, μη συμπεριλαμβανομένων των καυσίμων, σημείωσε πτώση κατά 5,2%, σε σχέση με τον Νοέμβριο του 2010, ενώ το αντίστοιχο μέγεθος συμπεριλαμβανομένων των καυσίμων υποχώρησε κατά 6,3%. Στο διάστημα Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2011 ο Δείκτης Κύκλου Εργασιών, χωρίς τα καύσιμα, συρρικνώθηκε κατά 7,6% έναντι του αντίστοιχου διαστήματος για το 2010, ενώ με τα καύσιμα η πτώση ήταν της τάξης του 6,8%.
Η εικόνα αυτή είναι εντελώς απογοητευτική και προκαλεί έντονους προβληματισμούς για το μέλλον του εμπορίου. Με εξαίρεση την κατηγορία των πολυκαταστημάτων, όπου ο ΔΚΕ σημείωσε μικρή άνοδο κατά 2,6% για το διάστημα Ιανουαρίου-Νοεμβρίου, σε όλες τις άλλες κατηγορίες ο ΔΚΕ υποχώρησε σημαντικά.
Ακόμα και μετά την αφαίρεση της επίδρασης των τιμών, οι επιπτώσεις της οικονομικής ύφεσης, της δημοσιονομικής προσαρμογής και των πολιτικών τύπου μνημονίου στο λιανικό εμπόριο είναι εξαιρετικά αρνητικές. Η κατανάλωση την περίοδο από τις αρχές του 2011 μέχρι τον Νοέμβριο συρρικνώθηκε σημαντικά, με τους καταναλωτές να περιορίζουν τις αγορές στα απολύτως αναγκαία. Τα καταστήματα ένδυσης και υπόδησης δέχθηκαν το μεγαλύτερο βάρος της επιβληθείσης λιτότητας βλέποντας το Δείκτη Όγκου (ΔΟ) να υποχωρεί κατά 19%, ενώ ακολούθησαν τα καταστήματα καυσίμων και λιπαντικών αυτοκινήτων, τα καταστήματα επίπλων-ηλεκτρικών ειδών-οικιακού εξοπλισμού, τα καταστήματα τροφίμων και ποτών και τα καταστήματα φαρμακευτικών-καλλυντικών. Είναι γεγονός ότι ο κλάδος ένδυσης υπόδησης χαρακτηρίζεται από ελαστική ζήτηση, αλλά η μεγάλη πτώση κατά 15,8% στα καύσιμα και στα λιπαντικά αυτοκινήτων που χαρακτηρίζονται από ανελαστική ζήτηση προκαλεί μεγάλη εντύπωση.
Αυτή η παρατήρηση σε συνδυασμό με την υποχώρηση κατά 3,3% του ΔΟ στα μεγάλα καταστήματα τροφίμων (παράλληλα με πρωτοφανή ανεργία, πτώση των καταθέσεων, καθυστερήσεις στις πληρωμές κ.ά.) φανερώνει ότι πλέον οι καταναλωτές έχουν εξαντλήσει τις δυνατότητές τους και έχουν περιορίσει τις δαπάνες τους στα απολύτως αναγκαία. Η καταναλωτική συμπεριφορά, που διαπιστώθηκε κατά την διάρκεια του 2011, τείνει να αποκτήσει μόνιμο χαρακτήρα, οδηγεί σε αδιέξοδο, ανακυκλώνει την ύφεση και προκαλεί φτώχεια.
Ταυτόχρονα, η ανύπαρκτη ρευστότητα και η μηδενική ροή χρηματοδότησης ιδιωτών, επιχειρήσεων και επαγγελματιών έχουν στην κυριολεξία «νεκρώσει» την αγορά. Το σύνολο του τραπεζικού δανεισμού νοικοκυριών και επιχειρήσεων το Δεκέμβριο του 2011 υποχώρησε στα 248,5 δις. ευρώ, από τα 257,8 δις. ευρώ του Δεκεμβρίου του 2010. Από το σύνολο των οφειλών του ιδιωτικού τομέα τα 135,5 δις. ευρώ είναι επιχειρηματικά δάνεια και τα 113 δις. ευρώ είναι δάνεια των ελληνικών νοικοκυριών, ενώ τα επισφαλή δάνεια έχουν φτάσει το 15% των χορηγήσεων, δηλαδή πάνω από 37 δις. ευρώ. Αναμένεται ότι μέσα στο 2012 η πιστωτική επέκταση στο εμπόριο θα επιβραδυνθεί ακόμα περισσότερο από το -6%, του Δεκεμβρίου του 2011, κυρίως λόγω της έλλειψης απαραίτητης ρευστότητας από τις τράπεζες.
Η υψηλή ανεργία, οι συνεχείς περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, η υπερφορολόγηση, οι ανατιμήσεις στα τρόφιμα, τα καύσιμα, οι αυξήσεις στη στέγαση και ιδιαίτερα στους λογαριασμούς των ΔΕΚΟ, αλλά και οι δανειακές υποχρεώσεις, έχουν περιορίσει ασφυκτικά τον προϋπολογισμό της μέσης ελληνικής οικογένειας και έχουν αναγκάσει περίπου 1.000.000 νοικοκυριά να συρρικνώσουν τις καταναλωτικές δαπάνες τους κάτω από τα όρια της αξιοπρέπειάς τους. H μείωση της κατανάλωσης, σημαίνει μείωση του τζίρου, μείωση της φορολογητέας ύλης, μείωση των δημόσιων εσόδων, μείωση των εργοδοτών κατά 60.000 και των εργαζομένων στο εμπόριο, κατά τουλάχιστον 100.000 μέσα στο 2012.
Η ΑΝΕΡΓΙΑ ΣΕ ΥΨΗ-ΡΕΚΟΡ
Στο επίπεδο-ρεκόρ του 20,9% εκτοξεύθηκε το ποσοστό ανεργίας τον περασμένο Νοέμβριο, σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε η Ελληνική Στατιστική Αρχή, καθώς η βαθιά ύφεση και τα μέτρα λιτότητας οδηγούν σε δραματική συρρίκνωση της απασχόλησης.
Mελέτη της ICAP, τονίζει ότι για πρώτη φορά οι απασχολούμενοι είναι λιγότεροι από τους μη οικονομικά ενεργούς, όπως προκύπτει από μελέτη της ICAP για την απασχόληση και την ανεργία. Η ίδια μελέτη επισημαίνει ότι το μεγαλύτερο πλήγμα από την κρίση δέχτηκαν οι κλάδοι των κατασκευών και της μεταποίησης. Τα μεγαλύτερα ποσοστά είναι στις ηλικίες 30-44 ετών (40,67%) και στους νέους 15-29 ετών (37,15%)
Για εκτίναξη της ανεργίας στο 22% το 2012 έκανε λόγο ο επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ, κ. Σάββας Ρομπόλης. Με βάση τα επίσημα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας και του ΟΑΕΔ, το 2012 ο αριθμός των ανέργων θα ξεπεράσει το 1.200.000, είπε και τόνισε ότι «με τις υφιστάμενες πολιτικές απασχόλησης δεν έχουμε απόδοση σε αυτό που επιδιώκουμε, δηλαδή την μείωση της ανεργίας».
Ειδικότερα, ο κ. Ρομπόλης ανέφερε ότι η επίσημη ανεργία από στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας και του ΟΑΕΔ έφτασε το 2010 στο 15%, που αντιστοιχεί περίπου σε 730.000 άνεργους και εκτιμάται ότι θα αυξηθεί το 2012 στο 22%, δηλαδή θα ξεπεράσει το 1.200.000 άνεργους. «Θα περάσει το 2020 για να φτάσουμε στα επίπεδα ανεργίας του 2008» πρόσθεσε. «Με τις υφιστάμενες πολιτικές απασχόλησης δεν έχουμε απόδοση σε αυτό που επιδιώκουμε, δηλαδή την μείωση της ανεργίας» ανέφερε ο κ. Ρομπόλης.