Σημαντικές απώλειες είχαν όσοι αποταμιευτές φοβήθηκαν τη χρεοκοπία και τη σταθερότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και μετέφεραν τα χρήματά τους στο εξωτερικό, σε μια θυρίδα ή ακόμη χειρότερα, στο σπίτι τους.

Εκτιμήσεις από τις τράπεζες ανεβάζουν τις απώλειες τόκων που έχουν υποστεί οι καταθέτες από αυτές τις πρακτικές στα 2 – 2,5 δισ. ευρώ περίπου, ποσό που υπολογίζεται με βάση συντηρητικούς υπολογισμούς και ένα μέσο επιτόκιο της τάξης του 4%, που είναι σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος το μεσοσταθμικό επιτόκιο της τελευταίας περιόδου.

Το ποσό αυτό αφορά μια μετριοπαθή προσέγγιση ειδικά για τα κεφάλαια που μεταφέρθηκαν σε τράπεζες της Ελβετίας, η απόδοση των οποίων είναι σχεδόν μηδενική. Να σημειωθεί ότι ο κύριος όγκος αυτών των κεφαλαίων είναι υψηλά ποσά, που αν παρέμεναν σε ελληνικές τράπεζες θα μπορούσαν να επιτύχουν ιδιαίτερα υψηλά επιτόκια ακόμη και της τάξης του 7%.

Σύμφωνα με τις επίσημες εκτιμήσεις οι εκροές προς το εξωτερικό τα δύο τελευταία χρόνια ανέρχονται σε 16 δισ. ευρώ και εκτός από την Ελβετία, βασικός προορισμός ήταν η Αγγλία, χώρα στην οποία μπορούσαν να έχουν εύκολη πρόσβαση ακόμα και μικροκαταθέτες, που είχαν συγγενικά πρόσωπα ή παιδιά που σπούδαζαν.
Η απόδοση των χρημάτων στην περίπτωση των αγγλικών τραπεζών είναι επίσης σχεδόν μηδενική, όταν η κατάθεση είναι σε ευρώ, ενώ η κατάθεση σε λίρες εκτοκίζεται με επιτόκιο υψηλότερο της τάξης του 2% – 3%, ανάλογα με το ποσό ή τη διάρκεια, αλλά ενέχει τον συναλλαγματικό κίνδυνο, που θα πρέπει να συνεκτιμήσει κάποιος.
Η απόφαση των Ελλήνων καταθετών να αποποιηθούν τόκους 1 δισ. ευρώ περίπου, μεταφέροντας τα χρήματά τους σε τράπεζες του εξωτερικού, δεν είναι παρά το ασφάλιστρο κινδύνου που έχουν αναλάβει να καταβάλλουν προκειμένου να διασφαλίσουν τα χρήματά τους από το ενδεχόμενο πτώχευσης της χώρας. Πρόκειται για ένα υψηλό κόστος, ειδικά εάν αναλογιστεί κανείς ότι ο ανταγωνισμός στη χώρα μας με αφορμή την προσπάθεια συγκράτησης των καταθέσεων από την πλευρά των ελληνικών τραπεζών έχει εκτοξεύσει τα επιτόκια στο 5% μεσοσταθμικά. Σε αρκετές περιπτώσεις οι αποδόσεις φθάνουν ακόμη και το 7% και όχι μόνο για μεγάλα ποσά, αλλά και για μικρές καταθέσεις της τάξης των 20.000. Το υψηλό επιτόκιο που δίνεται είναι συχνά συνάρτηση της διάρκειας της κατάθεσης, που μπορεί να φτάσει έως και τα δύο χρόνια, χωρίς ωστόσο η διάρκεια αυτή να αποτελεί δέσμευση για τον καταθέτη ή να συνοδεύεται με πέναλτι σε περίπτωση πρόωρης ανάληψης των χρημάτων.

Έτσι πρόκειται ουσιαστικά για ανοιχτή κατάθεση χωρίς δέσμευση, αφού ο καταθέτης μπορεί να σηκώσει τα χρήματά του κάθε μήνα και η οποία αποδίδει το υψηλότερο επιτόκιο στην Ευρωζώνη. Υπενθυμίζεται ότι οι εκροές καταθέσεων τα τελευταία δύο χρόνια έχουν φτάσει τα 63,3 δισ. ευρώ με βάση τα στοιχεία του Δεκεμβρίου του 2011, από τα οποία τα 51,5 δισ. ευρώ είναι οι εκροές από τα νοικοκυριά. Από τα 63,3 δισ. ευρώ, τα 35,4 δισ. ευρώ είναι οι εκροές που υπήρξαν το 2010 -αμέσως μετά δηλαδή την εκδήλωση της κρίσης- χρονιά που χαρακτηρίστηκε από τη μαζική μεταφορά κεφαλαίων σε τράπεζες του εξωτερικού.
Στο τέλος του 2011, τα υπόλοιπα των καταθέσεων από επιχειρήσεις και νοικοκυριά περιορίστηκαν στα 174,2 δισ. ευρώ από 209,6 δισ. ευρώ στο τέλος του 2010, καταγράφοντας μείωση κατά 16,8% σε ετήσια βάση.

Μεγάλος όγκος των χρημάτων -που δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια, αλλά εκτιμάται ότι είναι ιδιαίτερα υψηλός- βρίσκεται ακόμη σε θυρίδες ή ακόμα και στα σπίτια, όταν πρόκειται για μικρότερα ποσά.

Σύμφωνα με την εικόνα που μεταφέρουν οι τράπεζες, το φαινόμενο της εξαγωγής χρημάτων σε τράπεζες του εξωτερικού έχει πλέον περιοριστεί και σύμφωνα με τις ίδιες εκτιμήσεις οι εκροές χρημάτων προορίζονται πλέον κατά κύριο λόγο για την κάλυψη των φορολογικών υποχρεώσεων.
Για το 2012 οι υπολογισμοί ανεβάζουν τη μείωση των καταθέσεων στο 10% ή στα 17 δισ. ευρώ περίπου και ήδη τον Ιανουάριο γίνεται λόγος για απώλεια 2 δισ. ευρώ περίπου.