Όταν κάποιος επισκέπτεται την Πόλη δεν γνωρίζω γιατί θα προτιμούσε να μείνει σε οποιαδήποτε περιοχή εκτός από μία που θα ήταν σε κοντινή απόσταση από την Ιστικλάλ Τσάντεσσι (Οδός Ανεξαρτησίας). Βρίσκεται στην περιοχή Μπέηγλου και είναι ο πιο γνωστός πεζόδρομος της Τουρκίας. Έχει έκταση τριών χιλιομέτρων, ξεκινάει από την Πλατεία Ταξίμ και τερματίζει στο Τούνελ, το δεύτερο πιο παλαιό μετρό του κόσμου.
Αυτή η καλαίσθητη λεωφόρος είναι γεμάτη εστιατόρια, καφετέριες, μπουτίκ, κινηματογράφους, θέατρα, ζαχαροπλαστεία, γκαλερί, μπαρ και νυχτερινά κέντρα. Έχει αμέτρητα εντυπωσιακά κτίρια από τον 19ο αιώνα και ακτινοβολεί μια εμπορική και καλλιτεχνική ζωντάνια.
Πριν περίπου δεκαπέντε χρόνια, έμεινα σχεδόν μισό χρόνο στην Πόλη σπουδάζοντας τουρκικά στο TUMER, ένα σπουδαστήριο τουρκικής γλώσσας. Έμεινα σε ένα «μείον πέντε» αστέρων ξενοδοχείο σε ένα σοκάκι της οδού Ιστικλάλ. Ποτέ στη ζωή μου δεν έκανα τόσους πολλούς φίλους. Λίγο αναπόφευκτο όταν τελειώνει το πετρέλαιο θέρμανσης και όλοι μαζεύονται γύρω από μια μικρή σόμπα που ακόμα λειτουργούσε στο σαλόνι του ξενοδοχείου.
Παρ’ ότι είχα ξεπεράσει τα μπατίρικα φοιτητικά μου χρόνια και ήμουν εξοπλισμένος με μια νοσταλγική διάθεση να επισκεφθώ ξανά τα παλιά στέκια, βρέθηκα και πάλι σε μια σχολική αίθουσα με την επιστροφή μου στην Πόλη. Αυτή τη φορά, όμως, ήταν μια τάξη που αποτελείτο κυρίως από Τούρκους μαθητές που μάθαιναν ελληνικά στην καρδιά της Πόλης. Ήμουν στην τάξη ως παρατηρητής και ως προσκεκλημένος της Αγγελικής Δούρη. Μπορεί να παρατηρούσα τους μαθητές, αλλά έδινα και μεγάλη προσοχή στο μάθημά της: η χρήση και η ορθογραφία του ‘πολύς’ (ανώμαλο επίθετο) και του ‘πολύ’ (επίρρημα). Οι γνώσεις μου πάνω στην ελληνική γραμματική έχουν δεχτεί κάποια φθορά με το χρόνο.
Γνώρισα την Αγγελική πριν μερικά χρόνια όταν επισκέφθηκε την Αυστραλία. Μετά επέστρεψε στη Γερμανία να τελειώσει την μεταπτυχιακή εργασία της με θέμα τη «Γκρίκο», μια μειονοτική γλώσσα που συγγενεύει με τα ελληνικά και ομιλείται όλο και λιγότερο σε περιοχές της Νότιας Ιταλίας. Η ευκινησία της με εκπλήσσει, η εκπαιδευτική εργασία της δεν έχει γεωγραφικά όρια. Κένυα, Κίνα και Βραζιλία είναι μερικές από τις χώρες που θυμάμαι ότι έχει εργαστεί. Τώρα βρίσκεται στην Πόλη πάνω από ένα χρόνο, μεγάλη χρονική περίοδος για τα δεδομένα. Η Αγγελική είναι μέρος του κύματος νέων Ελλήνων που ζει με το σύνθημα «έχω ικανότητες, θα ταξιδέψω όπου υπάρχει δουλειά». Εξαιρετικά ικανοί πτυχιούχοι με άψογα διαπιστευτήρια που μια Ελλάδα δεν μπορεί να τους απορροφήσει, ακόμα λιγότερο στο τωρινό κλίμα, ζητούν τις τύχες τους στο εξωτερικό. Γεμάτοι αυτοπεποίθηση, έξυπνοι, δραστήριοι και ένθερμοι, κυνηγούν νέες εμπειρίες και καινούργιες προσδοκίες. Δεν θέλουν να βλέπουν την δημιουργικότητά τους να καταπνίγεται, ούτε επιθυμούν μια σίγουρη θέση στο Δημόσιο.
Η Αγγελική δεν είναι μόνη στις εκπαιδευτικές δραστηριότητές της. Συνοδεύεται από άλλες τέσσερις εκπαιδευτικούς. Η συνολική τους προσπάθεια όχι μόνο φέρνει πιο κοντά τις σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων πολιτών, αλλά προωθεί τον ελληνικό πολιτισμό σε ένα πιο ευρύ τουρκικό ακροατήριο. Όλες αυτές οι εκπαιδευτικές δραστηριότητες λαμβάνουν μέρος στο Σισμανόγλειο Μέγαρο, ένα εντυπωσιακό μέγαρο στην Οδό Ιστικλάλ, που είναι η κατοικία του Γενικού Προξένου της Ελλάδας στην Πόλη.
Στο χώρο του κτιρίου γίνονται και εκθέσεις καλλιτεχνικών έργων, συμπεριλαμβάνοντας και ντόπιους Έλληνες καλλιτέχνες. Επιπλέον, έχει και μια αξιοθαύμαστη βιβλιοθήκη που περιλαμβάνει μια απίθανη συλλογή όλων των βιβλίων που έχουν τυπωθεί στην Πόλη στα Ελληνικά και καραμανλίδικα (Οθωμανικά με ελληνική γραφή) από τις αρχές του 17ου αιώνα. Η πολύτιμη συλλογή παραχωρήθηκε από την οικογένεια του πατρός Μελέτιου Σακουλίδη. Δηλαδή στο μέγαρο στεγάζεται ένας σπάνιος θησαυρός. Όταν τελειοποιηθεί η βιβλιοθήκη, ο σκοπός είναι να ανοιχτεί στο κοινό για την επιστημονική αξιοποίησή της. Φοιτητές και ερευνητές του Ελληνισμού της Οθωμανικής Περιόδου θα μπορούν να προσεγγίσουν σπάνια έγγραφα με περισσότερη ευκολία. Το πολιτιστικό ρεπερτόριο του Σισμανογλείου εμπλουτίζεται και με βραδιές κινηματογράφου, μουσικές συναυλίες και διαλέξεις κατά την διάρκεια της χρονιάς. Χιλιάδες Τούρκοι πολίτες περνούν από τις πόρτες του κτιρίου ετησίως, εμπλουτίζοντας τις γνώσεις τους γύρω από τον ελληνικό πολιτισμό.
Η οικογένεια Σισμανόγλου, διάσημη και διαπρεπής οικογένεια από την Καππαδοκία, δώρισε το κτίριο στην ελληνική κυβέρνηση το 1939. Για πολλά χρόνια έμεινε αχρησιμοποίητο, διότι δεν υπήρχαν κονδύλια για την ανακαίνιση και διατήρησή του. Πήρε παράταση ζωής όταν η Υπηρεσία Πληροφοριών των Ηνωμένων Πολιτειών νοίκιασε το κτίριο από το 1952 μέχρι το 1968. Το μέγαρο έμεινε πάλι κενό, αλλά το 1973 κρίθηκε διατηρητέο. Η τύχη του, κυρίως, εγκαταλελειμμένου κτιρίου άλλαξε το 2000 όταν ξεκίνησαν και οι πρώτες ανοικοδομητικές προσπάθειες. Το 2009 ήταν μια σημαντική χρονιά όπου το μέγαρο μετατράπηκε σε πολιτιστικό κέντρο πολλαπλών χρήσεων.
Στο σπουδαστήριο περίπου 500, κυρίως Τούρκοι, μαθητές σπουδάζουν ελληνικά δίχως δίδακτρα. Μερικοί, επίσης, σπουδάζουν και αρχαία ελληνικά. Η μεγάλη ζήτηση δεν καλύπτεται και η επιτροπή υποτροφιών αναγκάζεται να κάνει επιλογή. Διαλέγει κυρίως νέους και φοιτητές με ακαδημαϊκά προσόντα. Η ελπίδα είναι ότι πολλά από αυτά τα άτομα αύριο θα ασκούν κάποια επιρροή στην διαμόρφωση της τουρκικής κοινής γνώμης.
Στην αρχή οι τάξεις ήταν μικρές και είχαν στόχο να καλύψουν τις γλωσσικές ανάγκης της μικρής ελληνικής μειονότητας της Πόλης. Έπειτα το δίχτυ ρίχτηκε πιο βαθιά και το Σισμανόγλειο λειτουργεί τώρα επτά μέρες την εβδομάδα. Τα μαθήματα έχουν διάρκεια τρεις με τέσσερις ώρες και ξεκινούν στις 10 το πρωί έως 10 το βράδυ. Υπάρχει μια ποικιλία λόγων γιατί Τούρκοι μαθητές θέλουν να μάθουν ελληνικά. Πολλοί είναι γοητευμένοι με την ελληνική κουλτούρα, άλλοι σπουδάζουν Αρχαιολογία, Αρχαία Ελληνικά ή Βυζαντινές Σπουδές, μερικοί κατάγονται από την μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, αλλά έχουν γεννηθεί στην Τουρκία. Αυτό που παρακινεί τους δασκάλους είναι το πάθος και το πείσμα των μαθητών. Είναι εξαιρετικά προσεκτικοί και συγκεντρωμένοι. Πολλοί μένουν στις άκρες της μεγαλούπολης όπου ο πληθυσμός της ξεπερνάει τα δεκαπέντε εκατομμύρια και χρειάζονται μέχρι και μιάμιση ώρα να φτάσουν στο μάθημα.
Μεγάλο μέρος των δραστηριοτήτων του πολιτιστικού κέντρου επιδοτείται από δωρεές διαφόρων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Το σπουδαστήριο και τους μισθούς των εκπαιδευτικών επιδοτούν τα Ιδρύματα Νιάρχου, Μποδοσάκη και Κανελλόπουλου. Κάποιος μπορεί μόνο να θαυμάσει τα αποτελέσματα μιας απλής, αλλά στοχευμένης πρωτοβουλίας. Οι προσπάθειες μερικών αφοσιωμένων εκπαιδευτικών έχουν προκαλέσει μια ανοδική επίδραση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και στους δεσμούς φιλίας των δύο χωρών.
Την τελευταία μου βραδιά στην Πόλη συνοδεύω δύο από τις εκπαιδευτικούς για μια πολύ ελληνική συνήθεια, γεύμα λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Ακούω προσεκτικά όταν περιγράφουν τα θετικά και αρνητικά της ζωής στη Πόλη. Οι σκέψεις τους δεν είναι ποτέ μακριά από τις οικογένειες τους και τους αγαπημένους τους. Μπορεί η θητεία τους στην Πόλη να λήξει σύντομα, μπορεί να δυσκολευτούν να επιστρέψουν στην Ελλάδα με τις τεράστιες δυσκολίες της αλλά πρέπει να αισθάνονται τρομερά υπερήφανες για το έργο που έχουν προσφέρει. Δεν ήθελα να αποχωρήσω δίχως μία φωτογραφία των τριών μας. Όπως έδινα τη φωτογραφική μηχανή σε μια νεαρή κοπέλα που κάθονταν στο διπλανό τραπέζι, κατευθείαν μας ρώτησε «Ελληνικά μιλούσατε;». «Είμαι Τουρκάλα, αλλά η γιαγιά μου γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη. Μεγαλώνοντας συνέχεια μου διηγούνταν ιστορίες από εκεί. Την έχω επισκεφτεί τρεις φορές και λατρεύω τον ήχο της ελληνικής γλώσσας. » συνέχισε. Οι δασκάλες αμέσως απάντησαν « Εμείς διδάσκουμε ελληνικά εδώ κοντά, στο Σισμανόγλειο Μέγαρο. Γιατί δεν κάνεις αίτηση για να γίνεις μαθήτρια εκεί».
*Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφθείτε την ακόλουθη ιστοσελίδα http://sismanogliomegaro.com/gr