Στις 19 Δεκεμβρίου 2001, στην Αργεντινή, χιλιάδες ανθρώπων έχουν κατακλύσει την πλατεία Plaza de Mayo, στην καρδιά της πρωτεύουσας, Μπουένος Άιρες, όχι πολύ μακριά από το Προεδρικό Μέγαρο, γύρω από το οποίο είναι παρατεταγμένες ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις. Οι δρόμοι της πόλης αντηχούν συνθήματα οργής και αγανάκτησης, ενάντια στην εξαθλίωση που είχαν επιφέρει από την αρχή της εφαρμογής τους τα προγράμματα του ΔΝΤ οδηγώντας στο βάθεμα της κρίσης και την χρεοκοπία: Ya basta! (Φτάνει πια!), Vaya con todos! (Να φύγουν όλοι!), Trabajo y dignidad! (Δουλειά και αξιοπρέπεια!).
Ανάμεσα στο συγκεντρωμένο πλήθος, δίπλα στους piqueteros, τους ανώνυμους άνεργους αγωνιστές που έγιναν παγκοσμίως γνωστοί μέσα από τα μπλοκαρίσματα και τις οδομαχίες στις γέφυρες των οδικών αξόνων της χώρας, βαδίζουν, χτυπώντας ρυθμικά τις άδειες κατσαρόλες τους, νοικοκυρές, υποτιμημένοι εργάτες, δημόσιοι υπάλληλοι, κατεστραμμένοι επαγγελματίες, άνθρωποι κάθε κοινωνικής κατηγορίας και ηλικίας, νέοι μεσήλικες και ηλικιωμένοι.
Αυτές οι βραδιές έμειναν στην ιστορία ως η κορύφωση της εξέγερσης, αλλά αποτέλεσαν παράλληλα και το έναυσμα για ένα σύνολο ανταγωνιστικών πρακτικών που στόχο είχαν να δώσουν απαντήσεις στα προβλήματα της καθημερινότητας. Τόσο στα άμεσα υλικά προβλήματα που αφορούν βασικές ανθρώπινες ανάγκες, όπως η τροφή και η στέγη, όσο και σε προβλήματα που αφορούν προβλήματα επικοινωνίας και αναζήτησης ενός καινούργιου νοήματος στις κοινωνικές σχέσεις και στη ίδια την καθημερινή ζωή.
Εμπειρίες από αυτή την εξέγερση και από αυτές τις πρακτικές αποτυπώνονται στο βιβλίο αυτό με την μορφή συνεντεύξεων από τα ίδια τα υποκείμενα που συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις και στις διαδικασίες που γέννησε η εξέγερση.
Το βιβλίο αυτό δεν συνιστά ούτε την ιστορία του κινήματος, ούτε μια θεωρητική ανάλυση γι’ αυτό, αλλά αποτελεί τον λόγο των ανθρώπων που συμμετείχαν και συμμετέχουν στο κίνημα και σ’ αυτές τις διαδικασίες: στις συνελεύσεις γειτονιάς, στις καταλήψεις εργασιακών χώρων, στα κοινωνικά κέντρα, στις κοοπερατίβες. Οι εμπειρίες αυτές είναι πολύτιμες, όχι επειδή μπορούν να μεταφερθούν αυτούσιες σ’ έναν άλλο τόπο και σ’ έναν άλλο χρόνο, αλλά επειδή μπορούν να εμπλουτίσουν αγώνες που δίνονται, για παράδειγμα, στην Ελλάδα σήμερα.
Το βιβλίο είναι χρήσιμο ως παράδειγμα πρωτογενούς εμπειρίας. Συναντώνται σε αυτό αφηγήσεις των συμμετεχόντων, τα προβλήματα που συναντάμε στις εγχώριες κινηματικές διαδικασίες. Συναντώνται όμως και οι λύσεις που προσπάθησαν και προσπαθούν να δώσουν οι εκμεταλλευόμενοι σ’ αυτά τα προβλήματα. Τέτοια προβλήματα μπορούν να ξεκινούν από το πως συγκροτείται μια συνέλευση γειτονιάς και πόση ώρα πρέπει να κρατάει μια συνέλευση μέχρι το πώς και με ποιο τρόπο μπορούν να συντονιστούν οι συνελεύσεις γειτονιών και ποια είναι τα όρια των οριζόντιων δομών και της έλλειψης γενικότερης πολιτικής στρατηγικής. Από το πώς μπορούν να καλυφθούν άμεσες ανάγκες των ανέργων (διατροφή, στέγη), μέχρι το πώς θα οργανωθούν οι κινήσεις των ανέργων για να διεκδικήσουν επιτυχώς επιδόματα ανεργίας. Από το πώς οργανώνεται μια κατάληψη ενός εργασιακού χώρου, μέχρι πώς την διαχειρίζονται οι εργαζόμενοι εκεί, με τρόπο που, και θα διαφέρει από την καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας και θα ικανοποιεί τις ανάγκες των καταληψιών και της τοπικής κοινότητας.