Το Δημοτικό Σχολείο Fairfield Primary School διακόπτει τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας, κατήγγειλε στην πολιτειακή γερουσία η σκιώδης υφυπουργός Τρίτης Ηλικίας και Νομικών και Αναμορφωτικών Υπηρεσιών Ανηλίκων, Τζένη Μικάκου.
Σε αγόρευσή της στη Γερουσία, η κ. Μικάκου εξέφρασε τη λύπη της για την απόφαση του σχολείου να αφαιρέσει τα Ελληνικά από το πρόγραμμα διδασκαλίας σε μία περιοχή με μεγάλο ελληνικό πληθυσμό και δεσμεύτηκε να αρχίσει αγώνα για την ακύρωση της απόφασης.
Η κ. Μικάκου κάλεσε, μέσω των στηλών του «Νέου Κόσμου», την ομογένεια να κινητοποιηθεί για την ακύρωση της απόφασης του σχολείου, πριν η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας αντικατασταθεί από τη διδασκαλία της γαλλικής.
Η πολιτειακή γερουσιαστής ζητά εξηγήσεις και από τον υπουργό Παιδείας, Μάρτιν Ντίξον, για την εξαίρεση της ελληνικής γλώσσας από το 18μηνο πειραματικό πρόγραμμα διδασκαλίας γλωσσών καθώς και από το Πρόγραμμα Συνεργασίας πολιτειακών σχολείων για τη διδασκαλία γλωσσών.
Η κυβέρνηση Μπέιλιου έχει χρηματοδοτήσει πρόγραμμα διδασκαλίας επτά γλωσσών (Ιταλική, Ινδονησιακή, Γερμανική, Ιαπωνική, Γαλλική, Κινεζική, Auslang) σε 102 Δημοτικά και Γυμνάσια της πολιτείας, τα οποία ανταλλάσσουν μεταξύ τους διδακτικό προσωπικό, διδακτικό υλικό και οπτικοακουστικά μέσα διδασκαλίας. Η ελληνική δεν περιλαμβάνεται στις γλώσσες αυτές εξ ου και η έντονη διαμαρτυρία της κ. Μικάκου.
Η πολιτειακή κυβέρνηση έχει χρηματοδοτήσει, επίσης, 25 ετήσιες υποτροφίες για δασκάλους, που θέλουν να μετεκπαιδευθούν στη διδασκαλία γλωσσών καθώς και 45 υποτροφίες για φοιτητές που θέλουν να ειδικευθούν στη διδασκαλία γλωσσών.
Στόχος των πρωτοβουλιών της κυβέρνησης είναι η ενίσχυση της διδασκαλίας γλωσσών στη δημόσια εκπαίδευση, που φθίνει προβληματικά τα τελευταία χρόνια λόγω έλλειψης ειδικευμένων δασκάλων και καθηγητών.
Σύμφωνα με στοιχεία του πολιτειακού Υπουργείου Παιδείας, το 2010 μόνον 69% των μαθητών και μαθητριών Δημοτικών Σχολείων μάθαιναν μία ξένη γλώσσα, έναντι του 89% το 1999. Στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση μόνον το 41% των μαθητών και μαθητριών Γυμνασίου σπούδαζε μία ξένη γλώσσα έναντι 54% του 1999.
Στην αγόρευσή της, η κ. Μικάκου υπενθύμισε τη μαζική κινητοποίηση της ομογένειας για την περίληψη της ελληνικής γλώσσας στο Εθνικό Πρόγραμμα Διδακτέας Ύλης (National Curriculum) ως «γλώσσα εθνικής προτεραιότητας» και επισήμανε, ότι η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα κρατικά σχολεία ενδιαφέρει άμεσα και τους ψηφοφόρους ελληνικής καταγωγής της έδρας της.
Η ομογενής γερουσιαστής επισήμανε, ότι σύμφωνα με την απογραφή του 2006, το 4,7% των κατοίκων ελληνικής καταγωγής της έδρας της δήλωσαν ότι χρησιμοποιούν την ελληνική γλώσσα στα σπίτια της. Επίσης, υπενθύμισε, ότι η ελληνική γλώσσα έχει το υψηλότερο ποσοστό «διατήρησης» μεταξύ των νέων γενεών Ελληνοαυστραλών.
Η κ. Μικάκου εκτίμησε, ότι αν η ελληνική γλώσσα είχε περιληφθεί στη δοκιμαστική διδασκαλία γλωσσών θα είχε αποτραπεί η διακοπή της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας στο Fairfield Primary School.
Ο πολιτειακός υπουργός Πολυπολιτισμικών Υποθέσεων και Ιθαγενείας, κ. Νίκος Κότσιρας, δήλωσε στο «Νέο Κόσμο», ότι η κ. Μικάκου, μάλλον παρερμήνευσε τις προθέσεις της κυβέρνησης.
«Η κυβέρνηση δεν απέκλεισε καμία γλώσσα από τα δύο προγράμματα» τόνισε ο ομογενής υπουργός. «Χρηματοδοτήσαμε μία ειδική σπουδή στο Πανεπιστήμιο Μελβούρνης για την ειδίκευση δασκάλων γλωσσών στη διδασκαλία βασικών μαθημάτων -Μαθηματικών, Φυσικής και άλλων- σε διάφορες γλώσσες.
«Εξ όσων πληροφορηθήκαμε, στη σπουδή αυτή είχε εγγραφεί και δασκάλα της ελληνικής γλώσσας, αλλά για κάποιους λόγους αποχώρησε. Άρα, η κυβέρνηση δεν απέκλεισε την ελληνική γλώσσα από το εν λόγω πρόγραμμα» διασαφήνισε και πρόσθεσε:
«Η κυβέρνηση προέτρεψε όλα τα σχολεία της Πολιτείας, που διδάσκουν γλώσσες, να πάρουν μέρος στο πειραματικό πρόγραμμα διδασκαλίας γλωσσών, διαθέτοντας σε άλλα διδακτικό προσωπικό, διδακτική ύλη, εμπειρίες και οποιοδήποτε άλλο μέσο, που θα βοηθήσει στο σχεδιασμό και την υλοποίηση προγραμμάτων διδασκαλίας γλωσσών.
Πάλι, εξ όσων γνωρίζω, κανένα σχολείο, από αυτά που διδάσκουν την ελληνική γλώσσα δεν έδειξε ενδιαφέρον για το πρόγραμμα».
H κ. Μικάκου επιμένει, ότι «δεν παρερμήνευσε» τις ανακοινώσεις της κυβέρνησης. «Τουναντίον» τονίζει. «Η επίσημη ανακοίνωση της κυβέρνησης και σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας The Age για το πειραματικό πρόγραμμα διδασκαλίας γλωσσών, δεν περιείχε την ελληνική γλώσσα. Κατά τη γνώμη μου, η ελληνική γλώσσα έπρεπε να έχει περιληφθεί στο πρόγραμμα και για τον πρόσθετο λόγο, ότι βασικά μαθήματα, Φυσική, Μαθηματικά, Χημεία, Φιλοσοφία και άλλα, διότι οι περισσότεροι όροι της είναι ελληνικής προέλευσης.
Ζητώ, κατά συνέπεια, από την κυβέρνηση να εξηγήσει με ποια κριτήρια εξαίρεσε την ελληνική γλώσσα και ποιος συμβούλεψε την κυβέρνηση να αφήσει τα ελληνικά έξω από το πρόγραμμα».
Σημειώνεται, ότι έξι σχολεία της Πολιτείας άρχισαν να διδάσκουν βασικά μαθήματα σε ξένες γλώσσες και το Υπουργείο Παιδείας ευελπιστεί, ότι ο αριθμός θα αυξηθεί όταν θα αρχίσει να λειτουργεί αποδοτικά το πρόγραμμα ανταλλαγής δασκάλων και διδακτικού υλικού μεταξύ των ενδιαφερομένων σχολείων.
ΕΝΙΑΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ
Εξάλλου, τo Εθνικό Συμβούλιο Γλωσσών (Community Languages Australia) προωθεί τη διαμόρφωση Εθνικού Προγράμματος Διδασκαλίας στη δημόσια εκπαίδευση.
Στο πρόσφατο, τριμηνιαίο συνέδριο του Συμβουλίου, ο εκτελεστικός διευθυντής, κ. Στέφαν Ρουμάνιε, κατέθεσε σχέδιο δράσης, βασικός πυλώνας του οποίου είναι η εθνική κινητοποίηση των εμπλεκομένων αρχών και φορέων στη διδασκαλία γλωσσών για την επαναφορά του Εθνικού Προγράμματος Διδασκαλίας, που εφήρμοσε η Κοινοπολιτεία το 1987.
Το Συμβούλιο εκτιμά, ότι το θετικό βήμα που έγινε με το Εθνικό Πρόγραμμα Διδακτέας Ύλης (National Curriculum) πρέπει να ενισχυθεί με ένα Εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας Γλωσσών και Πολυπολιτισμού, ώστε να ενσωματωθούν στο εκπαιδευτικό σύστημα της Αυστραλίας η διδασκαλία όλων των γλωσσών που ομιλούνται στην Αυστραλία και του πολυπολιτισμού.
Ο κ. Ρουμάνιε δήλωσε στο «Νέο Κόσμο», ότι «ο σχεδιασμός και η υλοποίηση ενός Εθνικού Προγράμματος Διδασκαλίας Γλωσσών θα καλύψει ένα μεγάλο κενό, το οποίον υπάρχει σήμερα στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας και το οποίον κενό ενισχύει την τάση κάποιων ομάδων να προωθούν συγκεκριμένα γλωσσικά ενδιαφέροντα.
«Το Εθνικό Πρόγραμμα, που προτείνουμε, θα διασφαλίσει τη δυνατότητα εισαγωγής όλων των γλωσσών στο εκπαιδευτικό σύστημα με τη συνεργασία όλων των δικαιοδοσιών, της κοινοπολιτείας, των πολιτειών, των φορέων που ασχολούνται με τη διδασκαλία γλωσσών και φυσικά των δασκάλων γλωσσών».
Ο κ. Ρουμάνιε θεωρεί, ότι «Το Εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας Γλωσσών του 1987 μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πλαίσιο μίας ευρείας συζήτησης σε εθνικό επίπεδο, ώστε να μεθοδευτούν τρόποι προσαρμογής του ανενεργού προγράμματος του ’87 στις σημερινές και τις μελλοντικές ανάγκες του συστήματος.
Πρόθεσή μας δεν είναι να μονοπωλήσουμε το θέμα της διδασκαλίας γλωσσών. Απεναντίας, επιδιώκουμε ευρεία συζήτηση από όλους τους φορείς ώστε να υπάρξει η μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση. Το Συμβούλιο ανέλαβε, ήδη, την ευθύνη καταγραφής όλων των φορέων διδασκαλίας γλωσσών, που θα κληθούν να συμμετάσχουν σε ευρεία συνεδρίαση στην οποία οι παρόντες φορείς θα κληθούν να συμμετάσχουν στη διαδικασία διαμόρφωσης της στρατηγικής προώθησης της ιδέας του Εθνικού Προγράμματος και στη κοινή μας προσπάθεια επηρεασμού της πολιτικής ηγεσίας.
Το Συμβούλιο έχει υποβάλει, ήδη, εκθέσεις στις πολιτειακές κυβερνήσεις για τις δράσεις τους στους τομείς διδασκαλίας και εκμάθησης γλωσσών, εκπαίδευση διδακτικού προσωπικού, συνεργασία με τις διάφορες δικαιοδοσίες. Ως φορέας είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε δράση για την προώθηση και εδραίωση όλων των γλωσσών στο εκπαιδευτικό σύστημα» κατέληξε ο κ. Ρουμάνιε.
Την ανάγκη σχεδιασμού και υλοποίησης Εθνικού Προγράμματος Διδασκαλίας Γλωσσών υπογράμμισε και ο προεδρεύων της Ομοσπονδίας Εθνοτικών Σχολείων Αυστραλίας, ομογενής εκπαιδευτικός, κ. Τάσος Δουβαρτζίδης.
«Είναι μία ανάγκη, την οποία οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε το συντομότερο δυνατόν για να διασφαλίσουμε το μέλλον το γλωσσών στο εκπαιδευτικό μας σύστημα» είπε. «Τα εθνοτικά σχολεία, που προφέρουν εξαιρετικές εκπαιδευτικές υπηρεσίες στις κοινότητές τους, ήταν είναι και θα παραμείνουν βασική συνισταμένη των σχεδίων κάθε κυβέρνησης για τη διδασκαλία γλωσσών, για τον απλό λόγο, ότι τα εθνοτικά σχολεία είναι βασικός φορέας διδασκαλίας γλωσσών» πρόσθεσε.