Αν ο Αντώνης Σαμαράς είχε επιμείνει, μετά τις χαμένες εκλογές του 2009, στην τακτική του Κώστα Καραμανλή, η εκλογική νίκη του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας στις επικείμενες εκλογές θα ήταν αυτονόητη και η πολιτική κυριαρχία του ρεαλιστικού φιλελευθερισμού αδιαμφισβήτητη. Αντίπαλος του κόμματος της αποκαλούμενης «λαϊκής» δεξιάς δεν είναι ο σχηματισμός (αορίστου πλέον ταυτότητας), στον οποίο ετοιμάζεται να αρχηγεύσει ο Βαγγέλης Βενιζέλος.
Πραγματικοί αντίπαλοι στη διακυβέρνηση από το επιτελείο του κ. Σαμαρά είναι όσοι έχουν πεισθεί ότι τα συμφέροντά τους κινδυνεύουν από μια περαιτέρω περικοπή του κράτους και, κυρίως, από την ανατροπή της σχέσης μεταξύ κρατικού ελέγχου και επιχειρηματικής ελευθερίας. Δηλαδή, οι περισσότεροι από εκείνους που τον υποστήριξαν στην «αντιμνημονιακή» του περιπέτεια.
Πολλοί αναλυτές φέρνουν στο προσκήνιο την «ξεσηκωμένη κοινωνία», προκειμένου να εξηγήσουν τη σύγχυση που καλλιεργούν τα πολιτικά άκρα και να επισημάνουν τους κινδύνους για όποιον κληθεί να κυβερνήσει στους αμέσως επόμενους μήνες. Διαπιστώνουν την εχθρότητα του πληθυσμού στο Μνημόνιο και στη… Μέρκελ. Ακόμη και οι «βδελυρές» αγορές ξέπεσαν από το βάθρο του πλέον μισητού υποκειμένου. Το ίδιο το Μνημόνιο επικρίνεται επειδή ακριβώς δεν μας επιτρέπει να «βγούμε στις αγορές».
Επιπλέον, αν ο κ. Σαμαράς είχε μείνει πιστός στην «καραμανλική γραμμή», θα είχε ξεκαθαρίσει συντομότερα το ίδιο του το κόμμα, Αντί να σπεύσει να διαγράψει την εν δημοκρατία συνυποψήφιά του Ντόρα Μπακογιάννη, θα είχε αποβάλει όσους φρόντισαν, μετά το 2004, να αποτύχει η Ν.Δ. στη διακυβέρνηση του τόπου. Ως προς την πολιτική πρακτική τους, είναι οι ίδιοι με εκείνους στους οποίους οφείλεται η αποτυχία της παρούσης ηγετικής ομάδας της Ν.Δ., από το καλοκαίρι του 2010 μέχρι τη συγκρότηση της κυβέρνησης Παπαδήμου.
Από πρακτική, πάντοτε, άποψη, ακόμη και στην περίπτωση που ο κ. Σαμαράς φτάσει στην κοινοβουλευτική αυτοδυναμία, θα υποχρεωθεί σε συγκατοίκηση. Η «τυπικώς κομματική» ανάλυση, που κάνουν στον πολυχώρο της Συγγρού, ως προς τις –γνωστές από την εποχή του παπανδρεϊσμού– «αρετές της αυτοδυναμίας» δεν απαντά σε ένα απλό ερώτημα: «Έχει σπουδαίο λόγο ο Ευ. Βενιζέλος να συμμετέχει στην κατανομή των πραγματικών δυσκολιών διακυβέρνησης, αν η Ν.Δ. είναι αυτοδύναμη;». Μπορεί κάλλιστα να είναι καλύτερο για το ΠΑΣΟΚ να μείνει μακριά από την εξουσία, όσο καιρό θα χρειαστεί να γιατρεύσει τις πληγές του.
Ιδιαίτερα εάν το χρονικό αυτό διάστημα είναι εκείνο που θα χρειαστεί η χώρα για να ολοκληρώσει τις δύσκολες διαρθρωτικές μεταβολές. Ας μην ξεχνούμε ότι οι τομείς στους οποίους θα χρειαστεί, μετά τις εκλογές, να υπάρξει εντατική προσπάθεια ανατροπής πολλών «βολικών συνηθειών και ισορροπιών» αποτελούν πραγματικά πολιτικά ναρκοπέδια για τα κόμματα εξουσίας. Επιπλέον, σε αντίθεση με την εποχή του 2009, η χώρα διαθέτει ένα αρκετά καλά επεξεργασμένο «κοινό πρόγραμμα» οικονομικής πολιτικής και, κυρίως, ένα πλήρες χρονολόγιο συγκεκριμένων μέτρων. Ακόμη καλύτερα, οι αρχηγοί και των δύο κομμάτων είχαν τον «πατριωτικό ανδρισμό» να δεσμευθούν με ιδιόχειρη επιστολή πως θα κάνουν ό,τι περνά από το (πολιτικό) χέρι τους, ώστε να πετύχουν τους στόχους του εγκεκριμένου –από τη Βουλή, τους κοινοτικούς εταίρους και σύμπασα τη νοήμονα κοινωνία– προγράμματος.
Ας πάμε λίγο πιο πίσω: στις 5 Μαρτίου 2009, ο Κ. Καραμανλής είχε ζητήσει τη συναίνεση των πολιτικών αρχηγών για να πάρει επώδυνα μέτρα δημοσιονομικής πειθαρχίας. «Αν ξεφύγουμε, η κατάσταση θα γίνει ανεξέλεγκτη και ενδεχομένως επικίνδυνη», είχε πει, τότε, στους αρχηγούς, για να συμπληρώσει πως «έχουμε χρέος να μην ενθαρρύνουμε τη διατύπωση υπερβολικών διεκδικήσεων, (αφού) η κατάσταση δεν επιτρέπει την πλειοδοσία παροχών».
Δύο μνημόνια αργότερα, ο κ. Σαμαράς θα δυσκολευτεί να μας πείσει γιατί, τότε, όταν η παράταξή του ήταν και πάλι στη διακυβέρνηση, δεν κατάλαβε πως δεν έπρεπε να αλλάξει «γραμμή». Θα του ήταν ευκολότερο, αν δεν είχε εγκαταλείψει το στρατόπεδο των νουνεχών Ελλήνων.