Το προηγούμενο Σκεπτόγραμμά μου είχε ως θέμα «Τα δημοτικά μας τραγούδια». Πήρα αρκετά τηλεφωνήματα, αλλά και από κατ’ ιδίαν συζητήσεις διαπίστωσα ότι χρειάζεται μία σύντομη επεξήγηση για τις παραλογές.
Οι παραλογές (όχι παραλλαγές) είναι τα διηγηματικά μας δημοτικά τραγούδια. Έχουν ένα μικτό επικό, λυρικό και δραματικό στοιχείο μέσα τους. Αφηγούνται δραματικά γεγονότα με τον τρόπο των παραμυθιών και αναφέρονται σε λαϊκές παραδόσεις που είναι φανταστικές. Άλλες πάλι αναφέρονται σε κοινωνικά περιστατικά (έρωτες, φόνοι, εκδικήσεις κ.λπ.), αλλά και σε εθνικές και ιστορικές ελληνικές μνήμες.
Το κυριότερό τους γνώρισμα είναι η δραματοποίηση της αφήγησης, κυρίως με το διάλογο και τη γρήγορη δράση. Τη λέξη παραλογή την χρησιμοποίησε πρώτος ο Ν. Πολίτης για να ξεχωρίσει τα διηγηματικά παραμυθιακά ποιήματα από τις άλλες κατηγορίες δημοτικών τραγουδιών. Πολλοί λόγιοί μας λένε πως η λέξη παραλογή προέρχεται από την παρακαταλογή που προήλθε από την αρχαία ελληνική τραγωδία. Η παρακαταλογή -με απλολογία- έγινε παραλογή και ήταν θεατρικός όρος που σήμαινε είδος μελοδραματικής απαγγελίας με αφηγηματικό χαρακτήρα.
Για μία έντονη και δραματική γεύση παραλογής, παραθέτω εδώ μία από τις ωραιότερες και πιο γνωστές μας δημιουργίες: «Του νεκρού αδερφού». Εδώ φαίνονται οι ισχυροί δεσμοί και η μοίρα της οικογένειας. Ο ξενιτεμός πολλές φορές φέρνει δυστυχία και ο όρκος έχει τη μεγάλη του δύναμη, αλλά ο θάνατος –τέλος- τα αλλάζει όλα. Να σημειώσουμε επίσης πως η παραλογή τούτη συναντιέται και σε άλλες παραλλαγές των Ελλήνων, αλλά και σε άλλους λαούς της Βαλκανικής. Ιδού η παραλογή που ονομάζεται και «της Αρετής».
ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΡΦΟΥ
Μάνα με τους εννιά σου γιούς και με τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη.
Την είχες δώδεκα χρονώ και ήλιος δεν σου την είδε.
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ’ άφεγγα τη χτενίζει,
στ’ άστρι και στον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οκτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος θέλει.
-Μάνα μου κι ας τη δώσουμε την Αρετή στα ξένα.
Στα ξένα εκεί που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
αν πάμ’ εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.
-Φρόνιμος είσαι Κωνσταντή, μ’ άσκημα απηλογήθης.
Κι α’ μο ‘ρτει γιε μου θάνατος κι α’ μο ‘ρτει γιε μου αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γη χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;
-Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γη χαρά, εγώ να σου τη φέρω.
Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα
κι εμπήκε χρόνος δίσεκτος και μήνες οργισμένοι
κι έπεσε το θανατικό και οι εννιά πεθάναν,
βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σ’ όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ’ όλα μοιρολογιόταν,
στου Κωνσταντίνου το μνημιό ανέσπα τα μαλλιά της.
“Ανάθεμά σε Κωνσταντή και μύρια ανάθεμά σε,
οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!
Το τάξιμο που μου ‘ταξες πότε θα μου το κάμεις;
Τον ουρανό ‘βαλλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους
αν τύχει πίκρα γη χαρά, να πας να μου τη φέρεις”.
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η γης αναταράχθηκε και ο Κωνσταντής εβγήκε.
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ’ άστρο χαλινάρι
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της την φέρει.
Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.
Από μακριά την χαιρετά κι από κοντά της λέγει:
-άιντε αδερφή να φύγουμε, στη μάνα μας να πάμε.
-Αλίμονο αδερφάκι μου και τι είναι τούτη η ώρα;
Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να ‘ρθω.
-Έλα Αρετή στο σπίτι μας κι ας είσαι όπως κι αν είσαι.
Κοντολογίζει τ’ άλογο και πίσω την καθίζει.
Στην στράτα που διαβαίνανε, πουλάκια κελαηδούσαν,
δεν κελαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σα χελιδόνια,
μον’ κελαηδούσαν κι έλεγαν ανθρώπινη ομιλία:
“Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει πεθαμένος”!
-Άκουσες Κωνσταντίνε μου τι λένε τα πουλάκια;
-Πουλάκια είναι κι ας κελαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε.
Και παρακεί που πήγαιναν κι άλλα πουλιά τους λένε:
“Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους”!
-Άκουσες Κωνσταντίνε μου τι λένε τα πουλάκια;
Πως περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους.
-Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.
-Φοβούμαι σ’ αδερφάκι μου και λιβανιές μυρίζεις.
-Εχτές βραδύς επήγαμε πέρα στον Αϊ Γιάννη
κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι.
Και παρεμπρός που πήγανε κι άλλα πουλιά τους λένε:
“Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!
Τ’ άκουσε πάλι η Αρετή και ράγισε η καρδιά της.
-Άκουσες Κωνσταντίνε μου τι λένε τα πουλάκια;
-Άφησ’ Αρέτω τα πουλιά κι ό,τι κι α’ θέλ’ ας λέγουν.
-Πες μου πού είναι τα κάλλη σου και πού είναι η λεβεντιά σου
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ’ όμορφο μουστάκι;
-Έχω καιρό π’ αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου!
Αυτού σιμά αυτού κοντά, στην εκκλησιά προφτάνουν.
Βαριά χτυπά τ’ αλόγου του κι απ’ εμπροστά της ‘χάθη.
Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.
Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δένδρα μαραμένα
βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,
βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα
και τα σπιτοπαράθυρα, σφιχτά μανταλωμένα.
Χτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
-Αν είσαι φίλος διάβαινε κι αν είσαι εχτρός μου φύγε
κι αν είσαι ο πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω
κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.
-Σήκω μανούλα μου, άνοιξε, σήκω γλυκιά μου μάνα.
-Ποιος είναι αυτός που μου χτυπά και με φωνάζει μάνα;
-Άνοιξε μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου.
Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.