ΠΕΝΘΙΜΗ η στήλη σήμερα και αφιερωμένη σε δύο εκλεκτούς συμπάροικους καλλιτέχνες που έφυγαν από τη ζωή την περασμένη βδομάδα.
ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ για τον Νίκο Δημόπουλο, που πέθανε σε νοσοκομείο της Μελβούρνης την περασμένη Παρασκευή, σε ηλικία 85 χρονών, και τον Έκτορα Κοσμά που έφυγε προδομένος από την καρδιά του στην Αθήνα στα 44 του χρόνια μια μέρα νωρίτερα.
ΑΠΟ τους κορυφαίους κινηματογραφιστές και οπερατέρ της Φίνος Φιλμ ο πρώτος και μεγάλος μουσικός ο δεύτερος.
ΠΕΝΤΕ λόγια για τον Έκτορα γράφει ο «Ετερόδοξος» (από την Αθήνα) και λίγα λόγια για το Νίκο γράφω εγώ.
ΚΑΙ λέω λίγα λόγια, γιατί όσα και να γράψει κανείς για το Νίκο λίγα θα είναι, αφού η ζωή του (από μόνη της) θα μπορούσε να αποτελέσει σενάρια για πολλές ταινίες.
Ο Νίκος ήταν φανατικός αναγνώστης του «Νέου Κόσμου» και τούτης της στήλης και κάθε τόσο μου τηλεφωνούσε, άλλοτε για να διαμαρτυρηθεί για τα όσα έγραφα και άλλοτε για να με συγχαρεί.
ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΑ και όταν ακόμα είχε το μαγαζί με τις κορνίζες στο Sydney Rd. στο Brunswick, βλεπόμαστε τακτικά. Περνούσα από εκεί, μας έκανε η Πόπη (η γυναίκα του) καφέ και τα λέγαμε.
ΟΤΑΝ πούλησε το μαγαζί, για να ασχοληθεί με τα «δικά του» (όπως χαρακτηριστικά μου έλεγε) τον έβλεπα σπάνια. Τυχαία τις περισσότερες φορές.
ΠΑΡ’ ΟΤΙ δεν βλεπόμαστε πια πρόσωπο με πρόσωπο, συνεχίσαμε τις συζητήσεις τηλεφωνικά.
ΟΤΑΝ τον ενθουσίαζε ή απογοήτευε κάτι που έγραφα, μου τηλεφωνούσε να συζητήσουμε το θέμα και να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους.
ΠΡΙΝ κλείσει το τηλέφωνο, ιδιαίτερα τα δύο τελευταία χρόνια μετά το θάνατο της Πόπης, δεν ξεχνούσε να με καλέσει σπίτι του για να τα πούμε από κοντά.
«ΑΛΛΟ πράγμα ρε να σε βλέπω κατάματα όταν συζητάμε και άλλο από το τηλέφωνο. Χάνονται οι πιο σημαντικές λεπτομέρειες τηλεφωνικά. Να περάσεις να τα πούμε. Το ακούς;».
ΜΑ τα λέμε, του έλεγα, μία ώρα μιλάμε στο τηλέφωνο. Τι άλλο έμεινε να πούμε;
«ΘΕΛΩ να τα πούμε από κοντά ρε Μπάμπη, κατάλαβες; Δεν μου αρκούν τα τηλεφωνήματα γιατί έχω την αίσθηση ότι χάνω… επεισόδια».
ΜΕΤΑ από κάθε τηλεφώνημα του υποσχόμουν ότι θα περάσω να τον δω. Δεν κράτησα, όμως, καμιά από τις υποσχέσεις που του έδωσα.
ΛΙΓΟ η δίνη της ρουτίνας, που δεν μας αφήνει να ξεφύγουμε (εύκολα) από τις τυποποιημένες (και προκαθορισμένες) ανάγκες της καθημερινότητας, λίγο η κλασική μου τεμπελιά και ο «χύμα» χαρακτήρας μου, δεν μου επέτρεψαν να δω το Νικόλα.
ΚΑΙ δεν ήταν μόνο ο Νίκος που επέμενε να βρεθούμε, ήταν και ο αρχισυντάκτης μας, Σωτήρης Χατζημανώλης, που μου έλεγε κάθε τόσο να δω το Νίκο και να γράψω «κάτι».
ΠΡΙΝ καμιά δεκαριά μέρες, μάλιστα, ο Σωτήρης επέμενε φορτικά να γράψω κάτι για το Δημόπουλο, μιας και με πολλές από τις ασπρόμαυρες ταινίες που κινηματογράφησε μεγαλώσαμε.
«ΘΑ φύγουν από κοντά μας οι άνθρωποι, ρε Μπάμπη, πριν αποφασίσεις να τους δεις» συνέχισε ο Σωτήρης, που είναι γνώστης της αναβλητικότητάς μου.
ΠΙΟ περίεργος (και πιο συνεπείς) ο θάνατος φρόντισε να συναντήσει το Νίκο πριν το δω εγώ…
ΝΕΟΦΕΡΜΕΝΟΙ και οι δύο από την Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 1970, γνωριστήκαμε το 1975 (αν θυμάμαι καλά) στο σπίτι του τότε αρχισυντάκτη του «Νέου Κόσμου», Νώντα Πεζάρου.
Ο Νίκος δούλευε την εποχή εκείνη ως οπερατέρ στο κανάλι 7 της Μελβούρνης και εγώ είχα αρχίσει να δουλεύω στο «Νέο Κόσμο».
ΑΠΟ την πρώτη στιγμή της γνωριμίας, η φιλία «κούμπωσε» από μόνη της, κυρίως λόγω της αγάπης και των δύο για τον κινηματογράφο και της ταύτισής μας με την Αριστερά.
ΑΤΕΛΕΙΩΤΕΣ ώρες είχαμε περάσει στο μαγαζί του μιλώντας για τα πρώτα δειλά μετεμφυλιακά βήματα του ελληνικού κινηματογράφου, την κατοχή, την αντίσταση, τον εμφύλιο και την Αθήνα της εποχής εκείνης.
ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ το 1927 στην Αθήνα, ο Νικόλας έγινε άνδρας περνώντας μέσα από τα «φίλτρα» της φοβερής δεκαετίας του ‘40 που καθόρισε την πορεία της πατρίδας μας για τα επόμενα 30 χρόνια.
ΤΑ δύσκολα εκείνα χρόνια ήταν που διαμόρφωσαν το περήφανο χαρακτήρα του Νικόλα, ο οποίος και δεν ανέχονταν μύγα στο σπαθί του.
ΑΝ δεν τον ήξερες καλά και ήσουν ανυποψίαστος για το από πού κρατά η σκούφια του εύκολα θα μπορούσες να παρασυρθείς και να πιστέψεις ότι είχες να κάνεις με έναν κυνικό και ξεροκέφαλο άνθρωπο.
ΑΥΤΟ, όμως, δεν ήταν παρά ένα προστατευτικό καμουφλάζ για να μην επιτρέπει να εισχωρούν στον κόσμο του άνθρωποι τους οποίους για κάποιους λόγους (και είχε πάντα τους λόγους του) δεν τους «πήγαινε».
ΟΠΟΙΟΣ, όμως, κατάφερνε να περάσει το «τεστ» διαπίστωνε ότι έχει να κάνει με έναν πολύ ευαίσθητο άνθρωπο, με πολλές τραυματικές εμπειρίες, που σημάδεψαν τη ζωή και το χαρακτήρα του.
Ο Νίκος ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε με πάθος την Ελλάδα και τη γειτονιά του τα Εξάρχεια.
ΕΝΑΣ από τους λόγους που δεν επισκεπτόταν την Ελλάδα, ήταν για να μην καταστρέψει (όπως έλεγε) το φιλμάκι που είχε στο μυαλό του. Τις δικές του εικόνες…
ΚΑΙ είχε πολλές εικόνες ο Νικόλας. Ατελείωτο αρχείο εικόνων η μνήμη του. Όπως είναι ατελείωτες και οι κινηματογραφικές εικόνες που αποθανάτισε με το φακό του και μας άφησε κληρονομιά.
ΠΑΝΩ από 70 ταινίες κινηματογράφησε τα 25 χρόνια που εργάστηκε στην πατρίδα. Μεταξύ αυτών που φέρουν την υπογραφή του είναι «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο» που σκηνοθέτησε ο Βασίλης Γεωργιάδης και η ανεπανάληπτη κωμωδία «Ο Ηλίας του 16ου» με τον Κώστα Χατζηχρήστο και Θανάση Βέγγο.
ΘΥΜΑΜΑΙ ότι χρειάστηκαν πέντε-έξι χρόνια μέχρι να το πείσω να μου μιλήσει για τη χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου και τη δική του συμμετοχή τα χρόνια εκείνα.
«ΔΕΝ με ενδιαφέρει καθόλου η δημοσιότητα Μπάμπη. Άσε που δεν θέλω και να θυμάμαι τα χρόνια αυτά» μου έλεγε.
ΤΕΛΙΚΑ τον έπεισα και μου έδωσε «συνέντευξη». Ήταν χείμαρρος. Μου μίλησε για το Φίνο και πώς, με ένα κατσαβίδι μόνιμα στη τσέπη, επισκεύαζε τις φωτογραφικές μηχανές επί τόπου, για σκηνοθέτες και ηθοποιούς με τους οποίους και δούλεψε.
ΚΑΙ δούλεψε με τα πρώτα ονόματα του ελληνικού κινηματόγραφου για πάρα πολλά χρόνια.
ΤΗΝ κουβέντα μας εκείνη που κράτησε σχεδόν μια μέρα τη δημοσίευσα (με πολλές φωτογραφίες) στο «Νέο Κόσμο» πριν από καμιά 25αριά χρόνια αν θυμάμαι καλά.
ΛΕΩ να ψάξω και να βρω το κείμενο εκείνο και να ξαναγράψω πάλι δυο λόγια για το Νίκο Δημόπουλο και την προσφορά του στον κινηματογράφο.
ΞΕΡΩ ότι αν ζούσε θα διαφωνούσε, αλλά έτσι ήταν ο Νικόλας. Άνθρωπος χαμηλών τόνων που απέφευγε τη δημοσιότητα «όπως ο διάβολος το λιβάνι».
ΘΥΜΑΜΑΙ ότι όταν διάβαζε στο «Νέο Κόσμο» το θάνατο μεγάλων ηθοποιών ή σκηνοθετών μου τηλεφωνούσε και μου έλεγε ορισμένα ιδιαίτερα περιστατικά που είχε ζήσει μαζί τους.
ΟΤΑΝ του έλεγα ότι έχουν ενδιαφέρον αυτά που εξιστορούσε και του πρότεινα να τα δημοσιεύσω έπαιρνα πάντα την ίδια αρνητική απάντηση.
«ΓΙΑ σένα ρε τα λέω και για μένα και όχι για τον κόσμο». Αυτός ήταν ο Νίκος Δημόπουλος. Ένας «δύσκολος» άνθρωπος με τις δικές τους απαράβατες αρχές και αξίες.
ΣΤΟ Νικόλα, τον πιο φανατικό μου αναγνώστη (και κριτή), και στον Έκτορα αφιερώνω σήμερα τη στήλη. Καλό σας ταξίδι αδέλφια… Γεια χαρά.