Ο πολιτειακός πρωθυπουργός, Τεντ Μπέιλιου, προσπαθεί να θέσει «το λυχνάρι κάτω από το μόδιο», να κρύψει, δηλαδή, τα χάλια της πολιτειακής οικονομίας. Ματαιοπονεί ο κ. Μπέιλιου, διότι η κατάσταση της οικονομίας επιδεινώνεται, σχεδόν καθημερινά, και εντείνει την ανησυχία των πολιτών για το αύριο.
Η οικονομική έκθεση για το δεύτερο εξάμηνο του 2011 ενισχύει τους φόβους για ολίσθηση της πολιτειακής οικονομίας σε ύφεση, αν δεν αναχαιτισθεί η ανεργία, αν δεν υποσταλεί το χρέος, αν δεν γίνουν επενδύσεις σε έργα υποδομής, που θα αντιστρέψουν την πτωτική τάση της απασχόλησης.

Από τα μέσα του 2011 η Βικτωρία δοκιμάζεται από αυξανόμενη ανεργία. Τα τελευταία στοιχεία για την ανεργία δείχνουν, ότι από τα μέσα του 2011 27.700 εργαζόμενοι έμειναν άνεργοι –1065, περίπου– την εβδομάδα εξ αιτίας της μαζικής εξόδου ιδιωτικών επιχειρήσεων από την Πολιτεία. Αν, δε, επαληθευτεί η πρόβλεψη για άνοδο του εθνικού ποσοστού ανεργίας στο 5,5% του εργατικού δυναμικού της χώρας, μέχρι το τέλος Ιουνίου, περισσότεροι εργαζόμενοι θα καταλήξουν στο ταμείο ανεργίας.

Ο πρωθυπουργός δηλώνει, ότι «η κυβέρνηση συμμερίζεται την αγωνία του λαού για το μεροκάματό του», αλλά αρνείται να επενδύσει σε δημόσια έργα τα οποία θα δώσουν δουλειά στον κόσμο και θα ενισχύσουν την οικονομία.
Η κυβέρνηση Μπέιλιου εμμένει στη δέσμευσή της να εξασφαλίσει πλεόνασμα 140 εκατομμυρίων δολαρίων στο τέλος του οικονομικού έτους, αγνοώντας τις κραυγές αγωνίας των επιχειρήσεων και των πολιτών μαζί και τις προτροπές έγκριτων συμπολιτών μας για χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής της, μέχρι να βγει η οικονομία από τη μαύρη τρύπα που την έχει ρίξει η μείωση του εισοδήματος από το φόρο ακίνητης περιουσίας, το αυξανόμενο χρέος και η μαζική έξοδος επιχειρήσεων από την πολιτεία.

«Φοβάμαι, ότι στο τέλος του χρόνου θα έχουμε το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στη χώρα» δήλωνε ο μεγιστάνας της βιομηχανίας Μεταφορών, Λίνζι Φοξ, μετά την ανακοίνωση της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας για την ανεργία και σύστηνε στην κυβέρνηση, ότι «ο πολιτικός στόχος δημοσιονομικού πλεονάσματος, δεν πρέπει να προηγείται της ανάγκης επενδύσεων σε έργα τα υποδομής, τα οποία θα δημιουργήσουν δουλειές και θα αυξήσουν τον πλούτο της πολιτείας».
Η διευθύντρια της Melbourne Bank, Ελίζαμπεθ Προυστ, δήλωνε προχθές στην εφημερίδα The Australian, ότι η κυβέρνηση Μπέιλιου καθυστερεί τις επενδύσεις στα έργα υποδομής σε βάρος της πολιτειακής οικονομίας.

Κατηγορηματικός και ο διευθυντής του Συνδέσμου Βιομηχάνων Βικτωρίας, Τιμ Πάιπερ, υποδεικνύει στην κυβέρνηση Μπέιλιου, ότι η προσπάθειά της να παράξει πλεόνασμα για να προστατεύσει την υψηλή (3ΑΑΑ) πιστοληπτική φερεγγυότητα της πολιτείας, δεν πρέπει να στερεί από το λαό τη βοήθεια, που έχει άμεση ανάγκη.
«Η κυβέρνηση οφείλει να επικεντρώσει στη μεταποιητική βιομηχανία της πολιτείας, τον πλέον ευάλωτο τομέα της πολιτειακής οικονομίας, που δοκιμάζεται συρρικνώνεται συνεχώς» συστήνει ο κ. Πάιπερ.

Προβληματικό και το καθαρό χρέος της Πολιτείας, που σκαρφάλωσε στα 24 δις δολάρια. Η κυβέρνηση διατείνεται, ότι «δεν δημιούργησε, κληρονόμησε το χρέος από τις πρώην Εργατικές κυβερνήσεις». Ναι, αλλά η διαχείριση του χρέους είναι δικό της πρόβλημα. Αυτή καλείται να λάβει μέτρα για τη σταθεροποίηση και την εξυπηρέτησή του, αρκεί να μην πνίξει την οικονομία και τον πολίτη με σκληρά δημοσιονομικά μέτρα.
Αντίθετα, το εισόδημα της Πολιτείας παρουσιάζει πτωτική τάση. Σύμφωνα με την εξαμηνιαία οικονομική έκθεση, το έλλειμμα του προϋπολογισμού το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος οικονομικού έτους ανήλθε σε 341 εκ. δολάρια, περίπου όσο ήταν το διαφυγόν εισόδημα της πολιτεία –την ίδια περίοδο– από το Φόρο Ακίνητης Περιουσίας.

Είναι, δε, βάσιμη η υπόθεση, ότι το εισόδημα από το Φόρο Ακίνητης Περιουσίας θα μειωθεί περισσότερο στο μέλλον, αν η οικονομική κρίση οδηγεί επιχειρήσεις στη χρεοκοπία και περιορίζει τις αγοραπωλησίες ακίνητων περιουσιών.
Δεν κινδυνολογούμε αδικαιολόγητα, εκτιμώντας ότι η πολιτειακή οικονομία μπήκε σε τροχιά ύφεσης με περιορισμένες πιθανότητες ανάκαμψης, αν η κυβέρνηση δεν λάβει τα ενδεδειγμένα μέτρα για τη σωτηρία της.

Όπως παρατηρεί ο Λίνζι Φοξ, η κυβέρνηση θα πρέπει να επιλέξει μεταξύ πολιτικών και οικονομικών προτεραιοτήτων. Ο κ. Μπέιλιου και οι στενοί συνεργάτες του πρέπει να επιλέξουν μεταξύ της δημοσιονομικής αυστηρότητας –για λόγους συνέπειας προς τις προεκλογικές εξαγγελίες τους– και της κατάρρευσης της οικονομίας. Αν εμμείνουν στη δημοσιονομική αυστηρότητα και στείλουν δεκάδες χιλιάδες, ακόμη, εργαζόμενους στην ανεργία θα έχουν χάσει και τους δύο στόχους τους, τον πολιτικό και τον οικονομικό.

Η οικονομία χρειάζεται ώθηση εδώ και τώρα, που δεν πρόκειται να της δώσουν το πλεόνασμα του προϋπολογισμού και οι απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων. Η οικονομία θα ξαναρχίσει να κινείται με δραστικές ενέσεις, όπως είναι οι επενδύσεις σε έργα υποδομής.