ΟΤΑΝ δεν είσαι ψυχολογικά καλά (και εγώ δεν είμαι τελευταία) ο καιρός λειτουργεί όπως η έσχατη σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι.
ΚΑΙ ο καιρός σήμερα είναι πιο σκοτεινός και από τη διάθεσή μου, που σημαίνει ότι την έχουμε από χέρι «βάψει».
ΠΑΡ’ ΟΛΑ αυτά -και όχι μόνο για βιοποριστικούς λόγους- είμαι υποχρεωμένος να γράψω τη στήλη.
ΤΟ ζητούμενο, βέβαια, είναι τι να γράψω που δεν έχω ξαναγράψει και τι να πω που δεν έχω μολογήσει.
ΕΝΑΣ γύρος που έκανα σε γραφεία συναδέλφων, αναζητώντας «ιδέες» δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, οπότε και επέστρεψα στο γραφείο μου, πιο «άδειος» απ’ ό,τι ξεκίνησα.
ΜΗ έχοντας, λοιπόν, θέμα, είπα να κάνω μια επιτόπια «ψυχανάλυση» στον εαυτό μου και να μοιραστώ μαζί σας τα «προσωπικά μου».
ΤΟ πώς θα εξελιχθεί η συζήτηση, ποια κατεύθυνση θα πάρει και πού θα καταλήξει, ούτε ξέρω ούτε μπορώ να προβλέψω.
ΑΛΛΩΣΤΕ, δεν είναι λίγες οι φορές (όπως θα έχετε διαπιστώσει) που άλλα ξεκινώ να γράψω και άλλα (τελικά) αφηγούμαι.
ΑΡΧΙΖΩ, λοιπόν, από μια (ψαγμένη) διαπίστωση: εδώ και χρόνια (και, πιο συγκεκριμένα, την τελευταία διετία) αισθάνομαι ότι έχω φτάσει στο τέλος του δρόμου.
ΜΕ δύο κουβέντες, αισθάνομαι πως ό,τι ήταν να κάνω το έκανα, ό,τι ήταν να δω το είδα και ό,τι ήταν να ζήσω (λίγο-πολύ) το έζησα.
ΣΥΝΕΠΩΣ, ότι πρόκειται να ζήσω (όσα χρόνια ζήσω) θα είναι χοντρικά μια επανάληψη των όσων έχω ζήσει.
ΚΑΠΩΣ «διαφορετικά», αλλά σε τελική ανάλυση τα ίδια. Η αιώνια επανάληψη των ίδιων πραγμάτων που έλεγε και ο Φρίντριχ Νίτσε.
ΚΑΤΑΔΙΑΣΜΕΝΟΣ, δηλαδή, να τρώω το ίδιο ξαναζεσταμένο φαγητό που έχει μπαγιατέψει και αλλοιωθεί η γεύση του.
ΜΑ έτσι είναι η ζωή, θα ισχυριστούν οι ψυχαναλυτές και οι λαϊκοί φιλόσοφοι. Το ξέρω, αλλά διαφωνώ.
ΓΙΑ μένα η ζωή δεν είναι έτσι ούτε πρέπει να είναι έτσι. Διαφορετική θα έπρεπε να είναι και επειδή δεν είναι, προκύπτουν τα μύρια όσα προβλήματα.
ΑΝ και έχουν περάσει κάτι δεκαετίες από τότε, ακόμα θυμάμαι την κουβέντα που έκανα ένα βράδυ σε ένα ερημικό Road House της Βόρειας Αυστραλίας, με έναν τύπο.
ΠΑΝΩ στη συζήτηση και αφού με ρώτησε τι δουλειά κάνω, ήλθε και η δική μου σειρά να του απευθύνω την ίδια ερώτηση.
«ΕΙΜΑΙ οδηγός τουριστικού λεωφορείου» μου απάντησε. «Ασχολούμαι, εδώ και 20 χρόνια, με τις SAD business».
ΕΠΕΙΔΗ δεν κατάλαβα τι σημαίνει «SAD business» τον ρώτησα τι είδους δουλειά είναι αυτή. Και η απάντηση:
«ΣΥΝΗΘΩΣ, ξεκινώ από το Σίδνεϊ με καμιά σαρανταριά ηλικιωμένους επιβάτες τους οποίους και πηγαίνω για να επισκεφθούν τους πιο αξιόλογους τουριστικούς προορισμούς της Βόρειας Αυστραλίας».
ΟΛΟΙ είναι συνταξιούχοι και προς το τέλος του βίου τους και μη έχοντας άλλο να κάνουν περιφέρουν τα αρθριτικά τους, τη χοληστερίνη τους, τους πόνους και την ανία τους, στα αξιοθέατα της χώρας».
ΚΑΙ συνέχισε: «Όσο για τη λέξη SAD (που σημαίνει λύπη) είναι δικής μου επινόησης και προέρχεται από τα αρχικά των λέξεων See Australia and Die. Μετά το ταξίδι αυτό, το μόνο που τους απομένει, είναι ο θάνατος».
ΗΠΙΑΜΕ πολλές μπύρες εκείνο το σημαδιακό βράδυ και είπαμε ακόμα περισσότερα, αφού ο οδηγός ήταν «προχωρημένο» άτομο και είχε μελετήσει σε βάθος το αντικείμενο της δουλειάς του.
ΤΟ συμπέρασμά του ήταν ότι τα ταξίδια και ό,τι άλλο «αξίζει» σε τούτη τη ζωή, τα κάνεις νέος, όταν ακόμα λειτουργούν στο ζενίθ οι αισθήσεις σου για να μπορείς να τα χαίρεσαι.
ΤΟΝ οδηγό τον θυμήθηκα ξανά χρόνια αργότερα όταν διάβασα τα απομνημονεύματα του κορυφαίου σουρεαλιστή σκηνοθέτη του κινηματογράφου, Λουί Μπουνιουέλ.
ΜΕΤΑΞΥ άλλων, ο Ισπανός σκηνοθέτης ανάφερε ότι, «έπρεπε να περάσουν 73 χρόνια (τόσο ήταν υποθέτω όταν έγραφε το βιβλίο) για να αντιληφθώ ότι για το μόνο πράγμα που αξίζει κανείς να ζει είναι για ικανοποιεί (όσο μπορεί) τις αισθήσεις του».
ΕΧΟΝΤΑΣ τα πιο πάνω (και πολλά άλλα) υπόψη μου εδώ και 30 χρόνια, φρόντισα να ικανοποιήσω την περιέργειά μου να δω τον κόσμο (που με κυνηγούσε από μικρό) και τις αισθήσεις μου, όσο ήμουν ακόμα νέος.
ΠΕΡΑ από τα ταξίδια η χαλαρή μου συνείδηση, μου επέτρεψε να κάνω και πολλές «αμαρτίες» για ορισμένες από τις οποίες (ως άλλη Μαγδαληνή) έχω μετανιώσει.
ΜΕ λίγες κουβέντες, ό,τι ήταν να γίνει έγινε στον καιρό του (όπως τα καλά φρούτα), εκτός από ένα μεγάλο έρωτα (τον μεγαλύτερο) που με βρήκε σε προχωρημένη ηλικία.
ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ: ήμουν 46 ετών όταν με βρήκε το απρόσκλητο «κακό» και έκτοτε πέρασαν 18 χρόνια. Κλείνει η παρένθεση.
Ο έρωτας, όπως είναι γνωστό, έρχεται απροειδοποίητα -όπως και τα εγκεφαλικά επεισόδια- και φεύγει χωρίς να σε ρωτήσει, σαν κλέφτης.
ΤΟ «φεύγει» είναι μια κουβέντα. Γιατί όταν μιλάμε για μεγάλο έρωτα, οι κανόνες ανατρέπονται και τα δεδομένα αλλάζουν.
ΣΕ διαπερνά σε τέτοιο βάθος, που ορισμένες φορές ζεις το ίδιο έντονα και την απουσία του.
ΑΣΕ που με τον καιρό εθίζεσαι σε αυτή την (άτιμη) κατάσταση και προτιμείς να τον ζεις απόντα παρά παρόντα.
ΠΕΡΙ σχιζοφρένειας, βέβαια, πρόκειται, αλλά αν είναι να ζεις σαν φυτό είναι προτιμότερο να ζεις ως σχιζοφρενής.
ΚΑΠΩΣ συμπλήρωσα 64 χρόνια ζωής και βρέθηκα στο τέλος του δρόμου με τα ερωτηματικά (για τη συνέχεια) να αυξάνουν.
ΟΤΑΝ πριν 42 χρόνια πήρα το δρόμο για την Αυστραλία (να δω τη μητέρα μου που ζούσε εδώ) ούτε στα άγρια όνειρά μου δεν είχα φανταστεί ότι θα εγκατέλειπα την Ελλάδα.
ΚΑΝΟΝΤΑΣ ένα πρόχειρο απολογισμό στα χρόνια που πέρασαν και λαμβάνοντας υπόψη μου όσα έζησα, μπορώ να πω πλέον με βεβαιότητα ότι αν ήξερα τότε όσα ξέρω σήμερα δεν θα αποφάσιζα (ούτε με σφαίρες!) να μείνω στην Αυστραλία.
ΑΝ και πέρασα τα δύο τρίτα της ζωής μου στην Αυστραλία, ακόμα αισθάνομαι σαν ξένος…
ΣΑΝ εξόριστος που περιμένει να εκτίσει τη ποινή του για να επιστρέψει στον τόπο του.
ΚΑΙ για να σας προλάβω πριν ρωτήσετε «γιατί δεν γυρίζεις στην πατρίδα;» η απάντηση είναι ότι προτιμώ να ζω έντονα την απουσία της, παρά τη βασανιστική παρουσία της.
ΕΙΠΑΜΕ, ρε παιδί μου, έτσι είναι οι μεγάλοι έρωτες. Η απουσία και η απόσταση είναι τα συστατικά που συντηρούν τη λάμψη τους και τους βοηθούν να μη τους σκεπάσει η φθοροποιός σκόνη της καθημερινότητας.
ΠΡΙΝ δύο-τρία χρόνια στο μυαλό μου ωρίμαζε η σκέψη να επιστρέψω στην πατρίδα.
ΓΙΑ κάποιους λόγους, όμως, δεν τα «βρήκα» με κανέναν από τους έρωτές μου. Αλλιώς τους φανταζόμουν (και άλλα σχέδια έκανα) από μακριά και αλλιώς τους βρήκα από κοντά.
ΕΤΣΙ, απ’ ό,τι φαίνεται, είναι αυτά τα πράγματα. Τη μαγεία της απόστασης (που διαρκώς ντοπάρεται από τη φαντασία) την ακυρώνει εκ των πραγμάτων η ρουτίνα της καθημερινότητας.
ΑΣΕ που την προσωπική μου «κρίση» ήλθε να συμπληρώσει και η οικονομική κρίση που βρήκε την πατρίδα.
ΠΟΙΟΣ να φανταστεί, δύο μόλις χρόνια πριν, ότι θα έρχονταν τα πάνω κάτω και η Ελλάδα που όλοι ξέραμε θα έπαυε να υπάρχει.
ΚΑΙ τι κάνουμε τώρα; Το μόνο που απόμεινε να κάνουμε είναι υπομονή και, όπως μπορούμε, να σπρώξουμε τα χρόνια που μας απέμειναν.
ΜΑ είναι ζωή αυτή να σπρώχνεις τον καιρό μέχρι να έλθει η ώρα να πεις αντίο σε τούτο τον κόσμο;
ΟΧΙ, βέβαια, αλλά, είναι μια κάποια λύση όταν δεν σου απέμεινε (ή δεν μπορείς να διανοηθείς) άλλες επιλογές.
ΟΠΩΣ έλεγε σε ένα τραγούδι του και ο μεγάλος Άκης Πάνου, «αυτός ο δρόμος είναι δρόμος, τι θα πει και αν είναι κακός».
Ο λόγος που έγραψα σήμερα τα όσα έγραψα, δεν είναι μόνο για να καλύψω το χώρο της στήλης, αλλά επειδή πιστεύω ότι τον ίδιο δρόμο (λόγω ηλικίας και όχι μόνο) τον μοιράζουμε και ορισμένους από εσάς.
ΓΙΑ λόγους «αλληλεγγύης» έγραψα όσα έγραψα. Για «παρέα» ψάχνω.
ΓΙΑ να σας βοηθήσω να διαπιστώσετε ότι δεν είστε μόνοι, αν αισθανόσαστε λίγο «περίεργα».
ΜΠΟΡΕΙ η ψυχιατρική επιστήμη να υποστηρίζει ότι πρόκειται για περίπτωση κλινικής κατάθλιψης, αλλά εγώ θεωρώ ότι πρόκειται για «φυσιολογική» κατάσταση από την οποία δύσκολα μπορούν να ξεφύγουν άνθρωποι με δύο δράμια ευαισθησίας και ένα δράμι μυαλό.
ΣΧΕΤΙΚΑ είναι όλα και τα συμπεράσματα του καθενός εξαρτώνται από το ποια σκοπιά βλέπει τη ζωή.
ΑΥΤΑ για σήμερα και, πιστεύοντας ότι σας «έφτιαξα» τη διάθεση, σας χαιρετώ μέχρι την επόμενη βδομάδα.
Μπ. Στ.