Την προπερασμένη εβδομάδα κάναμε λόγο για μία από τις πιο γνωστές παραλογές: «Του νεκρού αδερφού». Θεωρώ ότι θα ήταν παράλειψη -για μία ισάξια μεταχείριση- εάν δεν μνημονεύσουμε την εξίσου γνωστή μας παραλογή: «Το γιοφυριού της Άρτας». O Ν. Πολίτης σημειώνει ότι το τραγούδι αυτό απηχεί την πανάρχαια δοξασία ότι για να στερεώσει ένα κτίσμα, πρέπει να θαφτεί στα θεμέλιά του ένα ζωντανό ζώο ακόμη και άνθρωπος, και το γεγονός αυτό με υπερφυσική ιδιότητα θα προφυλάσσει το κτίσμα τούτο.

Το τραγούδι αυτό σώθηκε σε πολλές παραλλαγές. Το γεφύρι που δεν στεριώνει φαίνεται ότι είναι της Άρτας, αν και υπάρχουν και άλλες εκδοχές και μπορεί να ήταν της Τρίχας, της Λάρισας, του Σπερχειού ή και του Ρεθύμνου. Στο τραγούδι τούτο -όπως και άλλων παραλογών- επικρατεί ο δραματικός διάλογος σε στρωτή δημοτική γλώσσα. Οι εικόνες χαρακτηρίζονται για τη ζωντάνια τους, αλλά και για την εκφραστική τους δύναμη. Ο στίχος -ως συνήθως- είναι δεκαπεντασύλλαβος, χωρίς ομοιοκαταληξία με τομή στην όγδοη συλλαβή.

ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΑ ΑΛΛΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Για την ιστορία θα πρέπει να πούμε ότι το Γεφύρι της Άρτας είναι η λιθόκτιστη γέφυρα του ποταμού Αράχθου στην πόλη της Άρτας, η οποία χτίστηκε τον 17° αιώνα. Υπάρχουν όμως μαρτυρίες ότι ένα τέτοιο γεφύρι είχε κτιστεί κατά την ελληνιστική περίοδο της βασιλείας του Πύρρου Α’.

Το σημερινό γεφύρι της Άρτας έχει μήκος 145 μέτρα και πλάτος 3,75 μέτρα. Έχει τέσσερις κυκλικές καμάρες οι οποίες είναι ασύμμετρες μεταξύ τους. Λέγεται ότι σώθηκε ως εκ θαύματος κατά τη γερμανική κατοχή. Κατά τη δεκαετία του 1980 έγιναν αρκετές εργασίες στερέωσης. Μετά το 1981 δεν υπάρχει πλέον συνεχής ροή νερού στο ποτάμι μετά την κατασκευή του υδροηλεκτρικού φράγματος στο Πουρνάρι του Πέτα. Προσωπικά, το αντίκρισα ως περιηγητής το 1984, από τον παράλληλο δρόμο που έχει κτιστεί σήμερα και το γεφύρι είναι ένα υπέροχο υπαίθριο λαογραφικό και ιστορικό μουσείο. Από μακριά μου φάνηκε σαν το μυθικό νησί της Δήλου.
Απολαύστε μία υπέροχη παραλογή της ελληνικής μας δημοτικής μούσας:

ΤΟΥ ΓΙΟΦΥΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
γιοφύρι εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι.
Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.
Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες:
“Αλοίμονο στους κόπους μας, κρίμα στις δούλεψες μας,
ολημερίς να χτίζουμε το βράδυ να γκρεμιέται”.
 Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στο ποτάμι,
δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σαν χηλιδόνι,
παρά εκελάηδε κι έλεγε ανθρωπινή λαλίτσα:
“Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει,
και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,
που έρχεται αργά τ’ αποταχύ και πάρωρα το γιόμα”.

Τ’ άκουσ’ ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.
Πιάνει, μηνάει της λυγερής με το πουλί τ’ αηδόνι:
Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα,
αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι.
Και το πουλί παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε:
“Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,
γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι”.

Να τηνε κι εξαναφανεν από την άσπρην στράτα.
Την είδ’ ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του.
Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέει:
“Γεια σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες,
μα τι έχει ο πρωτομάστορας και είναι βαργιομισμένος;
“Το δαχτυλίδι το ‘πεσε στην πρώτη την καμάρα,
και ποιος να μπει, και ποιος να βγει, το δαχτυλίδι να ‘βρεί;”
“Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πα σ’ το φέρω,
εγώ να μπω, κι εγώ να βγω, το δαχτυλίδι να ‘βρω”.
Μηδέ καλά εκατέβηκε, μηδέ στη μέση επήγε,
“Τράβα, καλέ μ’ τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα
τι όλον τον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν ήβρα”.

Ένας πηχάει με το μυστρί κι άλλος με τον ασβέστη,
παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο.
“Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας!
Τρεις αδελφάδες ήμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες,
η μια ‘χτισε το Δούναβη, κι η άλλη τον Αφράτη
κι εγώ η πλιό στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι.
Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι,
κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες”.
“Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,
πο ‘χεις μονάκριβο αδελφό, μη λάχει και περάσει”.
Κι αυτή το λόγον άλλαζε κι άλλη κατάρα δίνει:
“Αν τρέμουν τ’ άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι,
κι αν πέφτουν τ’ άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,
τι έχω αδελφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει”.