Συμπατριώτες και συμπατριώτισσες, φίλες και φίλοι, παλιέ μου φίλε από τα φοιτητικά μας χρόνια Σάββα.
Με ιδιαίτερο προβληματισμό αποδέχτηκα την πρόσκληση του διευθυντή του Ελληνικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Notre Dame της πολιτείας σας να χαιρετίσω τη σημερινή εκδήλωση μνήμης και απόδοσης τιμής σε κείνους που θυσιάστηκαν για να ζήσουμε εμείς ελεύθεροι και με αξιοπρέπεια.
Ομολογώ, ότι η ιδιότητα υπό την οποία βρίσκομαι εδώ σήμερα, ως αδελφός του Παναγιώτη Τουμάζου, ανέκαθεν δημιουργούσε σε μένα, όπως και στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς μας, ποικίλα συναισθήματα και δυσκολίες διαχείρισης του θέματος (συναισθηματικές, ηθικές και άλλες). Δεν κρύβω την υπερηφάνειά μας για τη ζωή και τη θυσία του. Για τη σεμνότητα και τη γενναιότητά του. Για την ωριμότητα ενός δεκαεννιάχρονου και την αποφασιστικότητά του, την αγάπη του για τη ζωή και την περιφρόνηση του θανάτου.
Αν αποδέχτηκα, όμως, την τιμητική πρόσκληση να μιλήσω σήμερα ενώπιόν σας για τον Παναγιώτη Τουμάζο, οφείλεται στο γεγονός ότι, εκ των πραγμάτων, ολόκληρη η οικογένειά μας αισθάνεται να την βαρύνει ένα χρέος: να υπηρετήσει τον σκοπό για τον οποίο θυσιάστηκαν οι νέοι της Κύπρου, ένας εκ των οποίων και ο Παναγιώτης. Και οι λόγοι για τους οποίους δεν αρνήθηκα, είναι γιατί θεωρώ ότι οι καιροί επιβάλλουν τον παραμερισμό των όποιων προσωπικών ενδοιασμών ή της όποιας αμηχανίας, ότι με αυτόν τον τρόπο μπορώ να επιτελέσω στο ελάχιστο την υποχρέωσή μου έναντι εκείνων που πρόσφεραν τα πάντα.
Ευχαριστώ λοιπόν και συνάμα συγχαίρω το καθένα από σας, που στις μέρες της απάθειας και του ευδαιμονισμού που διάγουμε, διαθέτετε το σημερινό σας απόγευμα για να ανατρέξουμε νοερά στις μέρες εκείνες, (όχι πολύ μακρινές αλλά τόσο διαφορετικές από τις δικές μας), που η ποιότητα των ανθρώπων νικούσε τις ποσοτικά πολλαπλάσιες αριθμητικά στρατιωτικές δυνάμεις.
Να ανατρέξουμε στους παράγοντες που διαμόρφωναν συνειδήσεις και γιγάντωναν την πίστη σε ανώτερες αξίες και υψηλούς στόχους, για τους οποίους αξίζει να ζει αλλά και να πεθαίνει ο άνθρωπος. Με άλλα λόγια, να αναπλάσουμε κατά το δυνατόν την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ανδρώθηκαν οι νέοι της Κύπρου ώστε να έχουν το σθένος να στέκονται άφοβοι μπροστά στην αγχόνη, προσφέροντας τον εαυτό τους για την ελευθερία του τόπου τους. Να έχουν τη λεβεντιά να αρνούνται οποιοδήποτε αντάλλαγμα, επικαλούμενοι και κάνοντας πράξη το προγονικό αξίωμα «ου περί χρημάτων ο αγών». Να έχουν την ανδρειοσύνη να αναφωνούν «Μολών λαβέ» και να γίνονται ολοκαύτωμα υπερβαίνοντας το Εγώ και θυσιαζόμενοι για το Εμείς. Να κατανοήσουμε την ψυχική δύναμη των γονιών που με αληθινή οδύνη, αλλά και πλήρη συνείδηση, χαλάλιζαν τα παιδιά τους για τον ιερότερο σκοπό, προσδοκώντας τη δικαίωση ενός ολόκληρου λαού.
Για τον τελευταίο αυτό λόγο επιλέγω να αρχίσω με ένα απόσπασμα από το, εν πολλοίς βιωματικό, μυθιστόρημα «Φοίβη», της Ανδρούλας Τουμάζου.
Γύρισες εκείνο το βράδυ, Οκτώβρης του ’58, με την πατρίδα τυλιγμένη σ’ ένα μπόγο παραμάσχαλα: μάλλινη χακί φανέλα, χιτώνιο, παντελόνι. Ως τη στιγμή εκείνη νόμιζα πως την είχα δει, κι ακούσει, κι οσφρανθεί, μα τότε μοναχά κατάλαβα πως όσα προηγήθηκαν ήταν ανώδυνο είδωλό της.
Είδωλο το χρώμα κι αφή της μέσα στο φάκελο με χώμα της Ακρόπολης που μάζεψε ο, μακελεμένος πλέον, γιος σου. Κι ωστόσο νόμιζα πως την κρατούσα μες στη φούχτα μου.
Είδωλο κι η μορφή της που ανέσυρες μέσα απ’ το μαύρο σου μπαούλο με τις αστραφτερές γωνιές και κλειδωνιές για ν’ αναρτήσεις στο λευκό ιστό, μπροστά στο σπίτι που ριγούσε, πρώτη ημέρα του Απρίλη του ’55, κι έσπευσα τότε με αδημονία να αλλάξω το καφετί του χώματός (της) με ουρανί και άσπρο.
Είδωλο κι η φωνή της που -κύματι θαλάσσης και ριπή αέρος και αύραις σαλαμίνιαις, καθαρή ή με παρεμβολές, σε συχνότητα που δεν θυμάμαι πια- δεν λησμονούσε ν’ ανταμώνει τ’ αφτιά μας κάθε απομεσήμερο, ώρα Ελλάδος δύο, χειμώνα-καλοκαίρι, τ’ αφτιά μας που δεν χόρταιναν να την ακούν.
Είδωλο κι αυταπάτη το σχήμα που της έδωσα μ’ ένα πινέλο κι άσπρη μπογιά στο μαύρο οδόστρωμα της διασταύρωσης Ηρακλέους και Φραγκλίνου Ρούσβελτ μια μέρα ζεστή του φθινοπώρου στις τέσσερις ακριβώς, που εγώ όμως κρύωνα εξαιτίας της απεικόνισης της ιδέας πάνω στην άσφαλτο ή του ήχου του τζιπ της στρατιωτικής αστυνομίας που κατέφθανε να με συλλάβει – δεν ξέρω ακόμη ποιο απ’ τα δυο μου προκαλούσε το σύγκρυο.
Οφθαλμαπάτη κι η οπτασία της που ορθώθηκε πάνω απ’ τις φλόγες της πυράς αγγλόφωνων βιβλίων στο προαύλιο του σχολείου, ψευδαίσθηση κι η πικρή της γεύση και η στυφή μυρωδιά στεφάνων δάφνης και πατημένων μυρσινιών στο πρώτο μνημόσυνο πεσόντων.
Η κατάρριψη των ειδώλων αρχίνησε με τ’ άνοιγμα του μπόγου που κρατούσες παραμάσχαλα, γυρίζοντας το βράδυ εκείνο του Οκτώβρη από το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, αγέρωχος μέσα στη συντριβή σου.
Την επομένη το πρωί, η έννοια της πατρίδας απεικονίζεται μπροστά μου αφτιασίδωτη, προσλαμβάνοντας διαστάσεις και ιδιότητες αμετάκλητες, συγκεκριμένες και σαφείς. Ενδύεται πορφύραν και ακολουθείται από άρωμα πευκόπισσας: 24 Οκτωβρίου 1958, η πατρίδα κολυμπά σε δυο στρογγυλές άσπρες γούρνες στο θερινό πλυσταριό του σπιτιού μας κάτω από την αροδάφνη.
Βουβές πρωθιέρειες αιματηρής κάθαρσης χωρίς εγχειρίδια, η θεία Δόμνα και η εξαδέλφη Κορνηλία. Μαυροντυμένες, με τη διάφανη λευκότητα της παρθενίας τους να διαπερνά το συμπαγές του πένθους μόλις και μετά βίας, μουλιάζουν το σώμα της σε κρύο νερό και το πικρό μοιρολόι των ματιών τους, που στάζει στις πέτρινες γούρνες, διευκολύνει την αφαίμαξη της φανέλας και του χιτωνίου -του σκοτωμένου μέσα στο πευκοδάσος αδελφού μου- που κλείνουν μέσα τη μεγάλη ιδέα.
Δάχτυλα απελπισμένα και μάτια φρίττοντα, με πλήρη επίγνωση ή τέλεια άγνοια, αγγίζουν το άυλο. Η βουβή συνεννόηση της θολής κυματίζουσας όρασης των δυο γυναικών παραπέμπει συνειρμικά και ευθέως στο φρέαρ του μύρου, στο πηγάδι του παλιού ανεμόμυλου, λίγο πιο πέρα από τις γούρνες, όπου αποθέτουν γενιές ολόκληρες τα απόνερα από το πλύσιμο μωρουδιακών τρεις μέρες ύστερα από κάθε βάφτιση, που δεν ήταν και λίγες.
Το αναλυμένο στις πέτρινες γούρνες σώμα της πατρίδας συλλέγεται, τα βήματα του θρήνου κατευθύνονται στο φρέαρ, πατρίδα – μύρο – αίμα δεκαεννιάχρονο αναμειγνύονται σ’ έναν υπόγειο ποταμό και ο ανεμόμυλος σκορπίζει στον αέρα με τη δίνη των φτερών του τη δόξα μιας ιδέας και την οδύνη τη δική μας.
Η ιδέα σήμερα γίνεται πορφυρή, μυρίζει ρετσίνι, αναδεύεται στο υπόγειο νερό του φρέατος του μύρου, στα κύματα του αέρα, 24 Οκτωβρίου 1958, εις ζωήν αιώνιον.
Μέσα στο φρέαρ του ανεμόμυλου, σ’ έναν απύθμενο αλακατόλακκο τέσσερα επί τρία, έκλεισα για να συλλάβω, στα δεκατέσσερά μου, τις έννοιες του ιερού, του χρέους, της θυσίας, του αιώνιου.
Κι έγινε έκτοτε σημείο αναφοράς και κέντρο της ζωής μου, όπου βυθίζομαι σε ώρες που η πραγματικότητα με εμπαίζει χωρίς έλεος, σε ώρες που η σκέψη γίνεται μέγκενη και η ψυχή σφιχτή γροθιά, και ξαναβγαίνω ανάλαφρη, καβάλα στη φτερωτή του ανεμόμυλου, περιφέροντας στον αέρα την πίστη και την απιστία μου, το θνητό μου σαρκίο και το ακατάβλητο της θέλησης -αθανασία της ψυχής νομίζω πως το λένε άλλοι- κρατώντας στην κλειστή μου φούχτα ένα μάτσο βαθυπράσινο αγριοτρίφυλλο -σκορπίδι- που προλαβαίνω, στο ιλιγγιώδες ανέβασμα από τα τρίσβαθα του κόσμου και του χρόνου, ν’ αποσπάσω από τα χλοερά τοιχώματα του φρέατος.
Ανεβοκατέβασμα και κύκλος, κουβάρι η ζωή τυλίγεται και ξετυλίγεται στο έρεβος υπόγειων υδάτων και στροβίλων του ανέμου, και πάντα πρωταγωνιστής εσύ, Νικηφόρε!
Γύρισες εκείνο το βράδυ, όταν σε κάλεσαν για αναγνώριση νεκρού στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας -Οκτώβρης του ’58- με την πατρίδα τυλιγμένη σ’ ένα μπόγο παραμάσχαλα, έσφιξες τα δόντια κι είπες: «Για την πατρίδα χαλάλι και τα 12 παιδιά μου».
Σχεδόν σε μίσησα. Σε θεώρησα σκληρό, ανελέητο. Μεγαλώνοντας κατάλαβα. Και δεν διανοήθηκα να σου ζητήσω να βγάλεις το μαύρο σου πουκάμισο – επίδεσμο σε αιμάσσουσα πληγή είκοσι έξι συναπτά έτη.
Αγαπητοί φίλοι,
Η βιωματική αυτή προσέγγιση νομίζω ότι ανοίγει σε μας τον δρόμο, προκειμένου να κατανοήσουμε το ιδεολογικό υπόβαθρο, τον τρόπο σκέψης και δράσης των ανθρώπων εκείνης της πράγματι ηρωικής εποχής, καθώς και το αίτημα των Κυπρίων για Ένωση με την Ελλάδα. Έναν τρόπο σκέψης και δράσης που δεν ξεπήδησε ξαφνικά, που δεν ήταν ένας κεραυνός εν αιθρία. Ήταν αποτέλεσμα μιας μακράς προεργασίας αιώνων και γενεών ολόκληρων, ανθρώπων που διαπνέονταν από μια γνήσια ιδεολογία και όχι από ένα ιδεολογικό κατασκεύασμα-προϊόν προπαγάνδας.
Σύμφωνα με τον ιστορικό και συγγραφέα Κώστα Κύρρη «Απελευθερωτικά-ενωτικά κινήματα έγιναν πολλά από την εποχή της καταλήψεώς της Κύπρου από τον σταυροφόρο βασιλιά της Αγγλίας Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο στα 1191, όπως το πρώτο κίνημα τον Ιούλιο του 1191, το κίνημα των χωρικών στις 5 και 6 Απριλίου 1192 εναντίον των Ναϊτών Ιπποτών, το κίνημα του Ιάκωβου Διασσωρίνου τον Μάρτιο του 1563 με στόχο την ίδρυση Ελληνικού Κράτους και την αναβίωση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού στην Κύπρο όπως καταγράφεται στις βενετικές πηγές, επαναστατικά κινήματα κατά την Τουρκοκρατία μεταξύ 1572 και 1668-69, 1764-5, 1799-1805, 1821 και 1833. Όλα αυτά ήταν προδρομικά κινήματα του Ενωτικού Αγώνος της Κύπρου κατά τη Βρετανική Κατοχή (1878-1960). Κακώς νομίζεται και κάποτε γράφεται ότι ο Αγώνας του ’55-’59 ήταν κάτι νέο στην Ιστορία του Κυπριακού Ελληνισμού: Συνεχίζει μία πανάρχαια παράδοση που τεκμηριώνεται από τα ομηρικά, προκλασικά, κλασικά και ελληνιστικά χρόνια και εφεξής. Τα μετά το 1453 κινήματα δεν μπορούσαν να έχουν πολιτικό στόχο την Ένωση με το Βυζαντινό Κράτος, αφού αυτό είχε υποδουλωθεί στους Οθωμανούς Τούρκους. Ήταν απελευθερωτικά εθνικά κινήματα, που στρέφονταν κατά του εκάστοτε κατακτητή. Ενωτικό χαρακτήρα απέκτησαν και πάλι μετά την Επανάσταση του 1821 και την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους το 1828. Το πρωτογενές κοινό στοιχείο όλων ήταν το Απελευθερωτικό.»
Πράγματι, Κύπριοι μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία και συμμετείχαν στην Ελληνική Επανάσταση (η σημαία των Κυπρίων μαχητών βρίσκεται στο Δημαρχείο Μεσολογγίου) ελπίζοντας ότι η επιτυχία της θα είχε ως αποτέλεσμα και την απαλλαγή της Κύπρου από τον τουρκικό ζυγό. Η όλη κινητοποίησή τους όμως είχε ως κατάληξη τη σφαγή του αρχιεπισκόπου Κυπριανού, των επισκόπων και προκρίτων στις 9 Ιουλίου 1821 από τους Τούρκους. Όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση του νέου Ελληνικού κράτους ο Ιωάννης Καποδίστριας (κυπριακής καταγωγής από τη μητέρα του Διαμαντίνη Χατζηχριστοδούλου Γονέμη κυπριακή αντιπροσωπεία απευθύνθηκε στον Κυβερνήτη με αίτημα να συμπεριλάβει και την Κύπρο στα εδάφη που θα περιέκλειαν τα σύνορα της ελληνικής επικράτειας. Σε υπόμνημα που υπέβαλε ο Κυβερνήτης προς τις μεγάλες δυνάμεις δεν περιέλαβε ρητά την Κύπρο ως διεκδικούμενη περιοχή, την ανέφερε όμως σχετικά με το ποια είναι ελληνικά εδάφη.
Ως γνωστόν, η Κύπρος παρέμεινε υπόδουλη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μέχρι το 1878, οπότε με απόφαση του συνεδρίου του Βερολίνου διαδέχτηκαν τους Τούρκους οι Άγγλοι. Οι Κύπριοι θεώρησαν τη μεταβολή αυτή και την άφιξη των Άγγλων ως την αρχή της λύτρωσής τους, δεν άργησαν όμως να διαψευστούν οι ελπίδες τους.
Ας έρθουμε όμως συγκεκριμένα στα πιο πρόσφατα, πιο νωπά και πιο καθοριστικά γεγονότα για τους αγωνιστές της ΕΟΚΑ, οι μεγαλύτεροι από τους οποίους έζησαν τις προσδοκίες που συνόδευαν τις διακηρύξεις των ισχυρών της γης μετά τον Πρώτο αλλά και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Είναι γνωστό ότι πολλοί Κύπριοι πολέμησαν ως εθελοντές στον πρώτο μεγάλο πόλεμο και πολύ περισσότεροι στον δεύτερο, πιστεύοντας ότι πολεμούσαν και για τη δική τους ελευθερία, εναποθέτοντας τις ελπίδες τους στη μεγαλοψυχία των κατακτητών τους, που όμως αποδείχτηκαν για πολλοστή φορά μικρόψυχοι, αθετώντας τις μεγαλόστομες υποσχέσεις τους.
Ο Κορνήλιος Χατζηκώστας, στο βιβλίο του «Το ΟΧΙ της Κύπρου το ’40» αναφέρει: Τεπελένι, Κρήτη, Ελ Αλαμέιν, Γαλλία, Ιταλία, Βρετανία, Γερμανία, Σουδάν, Τσεχοσλοβακία, Λίβανος και άλλα μέρη μιλούν για τις 20.000 και πλέον Κύπριους εθελοντές. Εξακόσιοι πενήντα Κύπριοι του Κυπριακού Συντάγματος άφησαν τα κόκαλά τους σε 20 χώρες (βρίσκονται θαμμένοι σε 47 κοιμητήρια), πολεμώντας για την ελευθερία των λαών, προσβλέποντας και στη δική τους ελευθερία.»
Το κίνημα του ’31, που εξέφραζε το αίτημα των Κυπρίων για Ένωση, δεν ευοδώθηκε. Ωστόσο, η αποτυχία του δεν στάθηκε ικανή να σβήσει τους προαιώνιους πόθους, που εκφράστηκαν με τρόπο μεγαλειώδη κατά το δημοψήφισμα του 1950, όπου το 97% διατράνωνε την απόφασή του για Ένωση.
Καθοριστικό όμως ρόλο στις συνειδήσεις των Ελλήνων της Κύπρου διαδραμάτισε ο συνδυασμός ιστορικού παρελθόντος, βιωμάτων και παρεχόμενης παιδείας, παρά τις απαγορεύσεις του αγγλικού αποικιακού καθεστώτος. Γιατί τα σχολεία αποδείχτηκαν όχι απλώς χώροι παροχής χρήσιμων γνώσεων, αλλά και εργαστήρια καλλιέργειας ανθρώπινων ψυχών και, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, πραγματικοί ναοί της Ελευθερίας.
Μπορούμε νομίζω όλοι να φανταστούμε πόση συγκίνηση και ποιο ρίγος καταλάμβανε τους νεαρούς μαθητές όταν γινόταν το προσκλητήριο των πεσόντων αποφοίτων κάθε σχολείου στους αγώνες τους Έθνους! Όταν ένας μαθητής φώναζε το όνομα του νεκρού και ένας άλλος απαντούσε «Παρών». Όταν οι στήλες με τα ονόματα των ηρώων αποφοίτων αποτελούσαν το κόσμημα κάθε σχολείου και σε κάθε επέτειο στεφανώνονταν με δάφνες. Μπορούμε να κατανοήσουμε ποια πρότυπα και ποια παραδείγματα προς μίμηση προβάλλονταν στους ύμνους που έγραφαν καθηγητές ποιητές, μελοποιούσαν καθηγητές μουσικοί και ψέλνονταν στα σχολεία, όπως ο ακόλουθος του Ελληνικού Γυμνασίου Αμμοχώστου:
Απ’ το άγιο δισκοπότηρο σχολειό μας κάθε μέρα
με αίμα μαρτύρων μας κερνάς, ηρώων τα κορμιά
και θεϊκά ανασταίνεται μες στο δικό σου αέρα
μια νέα γενιά με την παλιά τρανή παλληκαριά
Φως, τα δεφτέρια τα παλιά στο νου και στην καρδιά μας
που το σκοτάδι πολεμά να φέρει λευτεριά.
Φως είναι η δόξα κι η τιμή και φως είν’ η σοδειά μας
κι η Παναγιά στρατήγισσα κυρά μάς οδηγεί
Πώς ανατέλλουν στην καρδιά σαν άστρα τα όνειρά μας
κι εμείς μαζί, κι ας μοιάζουμε καράβια στα σκαριά.
Σχολειό μου, ελεύθερη φωλιά που θρέφεις τα φτερά μας
Για τ’ ουρανού τη θεϊκή χαρά, τη Λευτεριά.
Άλλο ένα δείγμα, ο ύμνος του Γυμνασίου Θηλέων Αμμοχώστου:
Της προκοπής ιέρειες και της πατρίδας οικοδόμοι
τη δύναμη στεριώνουμε σε τούτο το ιερό.
Του Ονήσιλου την αρετή, του Πλάτωνα τη σκέψη
πυρσό κρατάμε, φωτεινοί ν’ ανοίξουνε οι δρόμοι.
Μπροστά η Πατρίδα, πνεύμα, προχωρεί,
ξωπίσω εμείς Εργάνες και Συγκλητικές και Μπουμπουλίνες.
Φωτιά στα χέρια πλάστρα, και παλιές, καινούργιες,
και μελλούμενες ελπίδες ζωντανεύουμε, και φήμες.
Μέσα σε αυτό το γνήσια πατριωτικό κλίμα μεγάλωσαν γενιές Κυπρίων. Μέσα σε αυτό το πνευματικό περιβάλλον γαλουχήθηκε και ο Παναγιώτης Τουμάζος, από πατέρα εθελοντή στον Πρώτο Παγκόσμιο, που υπερηφανευόταν για ένα πράγμα: ότι αντιπροσώπευσε την Ελλάδα ως αθλητής της ελληνορωμαϊκής πάλης στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1928. Που καμάρωνε τον 11χρονο Παναγιώτη όταν, επιστρέφοντας από εκπαιδευτικό ταξίδι στην Ελλάδα, έφερνε δεμένο στο μαντιλάκι του χώμα από την Ακρόπολη, με την εντολή στη μητέρα του να το φυλάξει και, αν πεθάνει πριν γίνει η Ένωση με την Ελλάδα, να του το βάλει στον τάφο του. Ο πατέρας που τον κρυφοκαμάρωνε όταν δανείστηκε τη στολή του ήρωα του Αλβανικού μετώπου, αξιωματικού του Ελληνικού Στρατού, του αείμνηστου Χριστοδουλίδη για να φωτογραφηθεί, μήπως σκοτωθεί και δεν αξιωθεί να φορέσει την τιμημένη στολή που ονειρευόταν. Ο πατέρας που αισθανόταν περήφανος γιατί ο γιος του έπεσε τελικά μαχόμενος και δεν πρόδωσε τα όπλα τα ιερά, όπως ακριβώς του είχε παραγγείλει.
Γιατί όφειλε να τιμήσει τα όπλα του. Αλλά και να φανεί αντάξιος του Σαλαμίνιου προγόνου του, του Ονήσιλου, του οποίου το όνομα έφερε ως αντάρτης της μυστικής οργάνωσης ΕΟΚΑ. Ο Ονήσιλος ήταν αδελφός του Γόργου, του βασιλιά της κυπριακής Σαλαμίνας, ηγήθηκε της αποτυχημένης επανάστασης των Κυπρίων εναντίον των Περσών το 499-497 π.Χ. και βρήκε ηρωικό θάνατο. Οι Αμαθούσιοι, αντίπαλοι του Ονήσιλου και συνεργάτες των Περσών, εξέθεσαν το κεφάλι του σε δημόσιο χλευασμό, κρεμάζοντάς το στην πύλη των τειχών της πόλης τους, της Αμαθούντας. Με τον καιρό όμως οι μέλισσες μετέτρεψαν το κρανίο του σε κυψέλη, που γέμισαν με κερήθρα και μέλι, οι Αμαθούσιοι θορυβήθηκαν από τον οιωνό, το δε μαντείο χρησμοδότησε ότι έπρεπε να ενταφιαστεί με θυσίες και να τιμάται ο Ονήσιλος ως ήρωας.
Τέτοιους νέους, άξιους των προγόνων, αποφασισμένους να δώσουν τα πάντα για την ελευθερία, ανέδειξε πολλούς ο απελευθερωτικός αγώνας της Κύπρου. Τους χρωστούμε αιώνια ευγνωμοσύνη. Μπορεί να μη δικαιώθηκε η θυσία τους, όπως και του αρχαίου Ονήσιλου, αλλά είναι, πρέπει να είναι για μας, φωτεινά παραδείγματα αρετής και ανδρείας. Σήμερα μάλιστα περισσότερο παρά ποτέ. Γιατί η Κύπρος βρίσκεται τώρα σε μεγαλύτερο κίνδυνο, μετά την τουρκική εισβολή του 1974 και τη συνεχιζόμενη κατοχή. Γιατί η υλική ευμάρεια μάς θολώνει τον νου, μας υποδουλώνει την ψυχή, εκτρέφει τον ατομικισμό, κάμπτει το φρόνημα και μας στερεί το όραμα.
Οι εποχές ασφαλώς αλλάζουν και μαζί τους αλλάζουν και οι μορφές των αγώνων στους οποίους καλούμαστε να μετέχουμε. Πώς απαντούμε όμως στις προκλήσεις των καιρών εμείς; Ποιο χρέος έναντι των προηγούμενων γενεών εκπληρώνουμε και ποιες αξίες παραδίδουμε στους νεότερους; Με ποια δύναμη αντιστεκόμαστε στον ισοπεδωτικό τρόπο ζωής που μας υποβάλλεται και στην αγελαία κατάσταση στην οποία άλλοι επιδιώκουν να περιέλθουμε;
Αν κάτι αξίζει να αποκομίζουμε από αυτές τις επετειακές εκδηλώσεις είναι ίσως ένας βαθύτερος προβληματισμός πάνω στον σκοπό της ύπαρξής μας και στο χρέος μας ως άνθρωποι και ως Έλληνες. Όπως και αν εκλάβουμε αυτό το τελευταίο, ως ευλογία ή ως κατάρα, οφείλουμε να το διαχειριστούμε. Και τα πρότυπα, δόξα τω Θεώ, δεν μας λείπουν.