Μετά θάνατον μετανάστες

Ο 70χρονος πρώην συμπάροικος, Αντώνης Τακτής, έχασε τη σύζυγό του πριν ενάμισι χρόνο. Η Χρυσή Τακτή πέθανε στα 60 της έπειτα από χρόνια προβλήματα υγείας.
 Το ζευγάρι ζούσε τέσσερις δεκαετίες στην Αυστραλία, αλλά επέλεξαν να γυρίσουν στην Ελλάδα για τα τελευταία τους χρόνια.

«Η σύζυγός μου ήταν επί σειρά ετών άρρωστη και ήθελε να πεθάνει εδώ. Η αποτέφρωση ήταν δική της επιθυμία.

Το ζήτησε η ίδια και από τα παιδιά της και από μένα και εμείς το σεβαστήκαμε. Το 2003 είχε πάει να προσκυνήσει στον τάφο του πατέρα της, είδε τα οστά πεταμένα στο διάδρομο και έβαλε τα κλάματα. Δεν το άντεξε. Νομίζω ότι αυτό ήταν που την έκανε να το αποφασίσει. Η οικογένειά της δεν έφερε αντίρρηση, αλλά παραξενεύτηκαν λίγο που το επιλέξαμε. Λες και αν μπεις στο χώμα είναι καλύτερα. Έπειτα όλη αυτή η βιομηχανία μνημοσύνων… Εγώ είμαι ηλικιωμένος. Σύντομα θα φύγω. Τα παιδιά μας ζουν στο εξωτερικό. Ποιος θα πήγαινε να ανάψει ένα κερί στον τάφο της; Όταν πέθανε, επιλέξαμε τη Γερμανία. Ήταν πιο ακριβή, αλλά μας φάνηκε καλύτερη λύση. Μας σταμάτησαν μόνο στην Ελβετία κάτι τελωνειακοί – τους εξηγήσαμε για την τεφροδόχο και μας είπαν: «Α, περνούν πολλά τέτοια για την Ελλάδα κάθε μέρα».

Στις 29 Φεβρουαρίου το Δημοτικό Συμβούλιο Mαρκόπουλου Αττικής κλήθηκε να πάρει μια τελική απόφαση πάνω σε κάτι που είχε ήδη αποφασιστεί ομόφωνα τρεις μήνες πριν: λίγο έξω από το Μαρκόπουλο θα λειτουργούσε το πρώτο αποτεφρωτήριο στην Ελλάδα. Το έργο θα ήταν αυτοχρηματοδοτούμενο από ιδιώτη και θα απέφερε στον χρεωμένο δήμο της περιοχής από 300.000 ως 500.000 ευρώ τον χρόνο. Η εικόνα στο Δημοτικό Συμβούλιο Μαρκόπουλου εκείνο το βράδυ, σύμφωνα με τους παρευρισκομένους, θύμιζε «λαϊκό δικαστήριο». Από τη μία, καθηγητές πανεπιστημίου προσπαθούσαν να πείσουν με επιστημονικά δεδομένα ότι ένα αποτεφρωτήριο δεν θα έβλαπτε την υγεία των κατοίκων ή το περιβάλλον, από την άλλη 200 εξαγριωμένοι πολίτες και τέσσερις ιερείς γιουχάριζαν, έβριζαν ή χειροκροτούσαν κάθε φορά που ένας δημοτικός σύμβουλος δήλωνε ότι είχε κάνει λάθος στην αρχική του εκτίμηση. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που άλλαξαν γνώμη. Δεκαεννέα δημοτικοί σύμβουλοι, οι ίδιοι που τρεις μήνες νωρίτερα είχαν υπερψηφίσει την πρόταση, πλέον ήταν αρνητικοί.

Στους τρεις μήνες που είχαν μεσολαβήσει, οι δημότες του Μαρκόπουλου είχαν γίνει μάρτυρες μια ανεπίσημης, αλλά ιδιαίτερα αποτελεσματικής εκστρατείας. Την αρχή έκανε ο Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, Νικόλαος, ο οποίος εξέδωσε εγκύκλιο στην οποία μιλούσε για «περιφρόνηση της εκκλησιαστικής παράδοσης». Τη σκυτάλη πήραν οι τοπικοί ιερείς που δήλωσαν ότι δεν θα τελούσαν τη νεκρώσιμο ακολουθία σε όποιον επέλεγε την αποτέφρωση. Οι φήμες που μιλούσαν για «Άουσβιτς» και «κρεματόρια» οργίασαν. Δημιουργήθηκε η Κίνηση Πολιτών Δήμου Μαρκοπούλου που κατάφερε να μαζέψει 2.200 υπογραφές για να ακυρωθεί το σχέδιο, υποστηρίζοντας ότι η περιοχή ζει από τον τουρισμό και τα αγροτικά προϊόντα και η ύπαρξη αποτεφρωτηρίου θα την επιβάρυνε. Οι γραπτές διαβεβαιώσεις του Υπουργείου Περιβάλλοντος ότι οι εκπομπές ρύπων του αποτεφρωτηρίου θα ήταν χαμηλότερες ακόμη και από τα ήδη χαμηλά ποσοστά ρύπων που επιτρέπονται για τέτοιες χρήσεις δεν συγκίνησαν κανέναν. Προφανώς, κάπως έτσι, κάτω από πιεστική λαϊκή κατακραυγή, άλλαξε η γνώμη των δημοτικών συμβούλων. Το αποτεφρωτήριο δεν θα χτιστεί στο Μαρκόπουλο.

Η αποτέφρωση έγινε νόμιμη στην Ελλάδα το 2006 έπειτα από 17 χρόνια προσπαθειών τόσο από την Επιτροπή για το Δικαίωμα της Αποτέφρωσης Νεκρών στην Ελλάδα όσο και από τις πρεσβείες ξένων χωρών και τις προσπάθειες άλλων θρησκευτικών δογμάτων και θρησκειών στην Ελλάδα. Το Προεδρικό Διάταγμα επικυρώθηκε έπειτα από τέσσερα χρόνια. Το να αποτεφρωθεί κανείς στην Ελλάδα είναι πλέον συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα. Η απουσία αποτεφρωτηρίων στην Ελλάδα συνιστά παραβίαση άρθρων του Συντάγματος, καθώς και της Διεθνούς Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Μπορεί στην Ελλάδα η αποτέφρωση να μοιάζει εξωτική, αλλά ισχύει μάλλον το αντίθετο – η χώρα αποτελεί εξαίρεση διεθνώς, μια και σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία πάνω από τα 2/3 του παγκόσμιου πληθυσμού αποτεφρώνονται. Εκτός από χώρες που έχουν πολλούς πιστούς του βουδισμού ή του ταοϊσμού όπως η Ιαπωνία, όπου αποτεφρώνεται το 98,5% του πληθυσμού, η αποτέφρωση είναι μια επιλογή σε όλες τις χώρες του κόσμου – εκτός από κάποιες χώρες της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής. Όλες οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν αποτεφρωτήρια με διαφορετικά ποσοστά αποτέφρωσης η καθεμία (Αγγλία 72,45%, Γαλλία 28,49%, Ιταλία 10,95%). Ακόμη και σε ορθόδοξες χώρες όπως η Σερβία (17,48%) και η Ρωσία (47,69%) σημειώνονται αρκετά υψηλά ποσοστά αποτέφρωσης.

Πόση ζήτηση, όμως, υπάρχει στην Ελλάδα; Η ανάγκη για ένα αποτεφρωτήριο είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Κατ’ αρχάς στη χώρα κατοικούν αρκετοί αλλοδαποί. «Μόνο η γερμανική μειονότητα είναι 60.000 άτομα» διευκρινίζει ο Αντώνης Αλακιώτης, πρόεδρος της Επιτροπής για τη θεσμοθέτηση του Δικαιώματος της Αποτέφρωσης των νεκρών στην Ελλάδα. «Μετά έχουμε και άλλες περιπτώσεις – όπως οι Ινδοί του Μαραθώνα. Όποτε κάποιος είχε ατύχημα, η σορός του έμενε στα αζήτητα. Η μεταφορά της σορού από την Ελλάδα κόστιζε 5.000 ευρώ. Πού να βρεθούν αυτά τα λεφτά; Κατ’ επανάληψη είχαμε πιέσεις από πρεσβείες, όχι μόνο της Ινδίας αλλά και της Αγγλίας, της Γερμανίας και άλλων χωρών προς την ελληνική κυβέρνηση για να γίνει αποτεφρωτήριο» διευκρινίζει. Και όμως εκτός από τους αλλοδαπούς η αποτέφρωση εδώ και λίγο καιρό μοιάζει να εμφανίζεται ως επιλογή και ανάμεσα στους Έλληνες με το ανεπίσημο ποσοστό αυτών που αποτεφρώνονται να έχει αγγίξει πλέον το 1%. Τα περισσότερα γραφεία κηδειών αναλαμβάνουν πλέον αποτεφρώσεις. Το μόνο που χρειάζεται (εκτός από το πιστοποιητικό θανάτου και τη ληξιαρχική πράξη) είναι μια υπεύθυνη δήλωση του αποθανόντος ή συγγενή πρώτου βαθμού ότι αυτή ήταν η επιθυμία του. Τα υπόλοιπα τα αναλαμβάνει το γραφείο τελετών – η οικογένεια μπορεί να ταξιδέψει μαζί με τη σορό ή όχι. Η τεφροδόχος επιστρέφει στην Ελλάδα και δίνεται στην οικογένεια. Σε περίπτωση που ο αποθανών ή η οικογένειά του θέλουν να τύχουν εξοδίου ακολουθίας όμως τα πράγματα περιπλέκονται. Η Ιερά Σύνοδος έχει αποφασίσει ότι είναι στο χέρι του ιερέα το αν θα ψάλει κάποιον που έχει επιλέξει την αποτέφρωση.

 «Οι περισσότερες οικογένειες σε ποσοστό 98% επιλέγουν τη Βουλγαρία που είναι και πιο φθηνή, ενώ ένα 2% επιλέγει τη Γερμανία. Στη Βουλγαρία το κόστος είναι από 3.000 ως 3.500 ευρώ, ενώ στη Γερμανία ξεπερνά τα 5.000 ευρώ» διευκρινίζει ο Αντώνης Αλακιώτης. Τα ποσά δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλα – μια μέση κηδεία κοστίζει περί τα 3.500 ευρώ μαζί με τον τάφο. Ο τάφος εξάλλου και το οστεοφυλάκιο αργότερα είναι κάτι το οποίο πληρώνει κανείς κάθε χρόνο σε όλη του τη ζωή σε αντίθεση με την αποτέφρωση που είναι μια διαδικασία που τελειώνει άμεσα.

Το αυξημένο ενδιαφέρον για την αποτέφρωση επιβεβαιώνει και ο υπεύθυνος κοιμητηρίων του Δήμου Αθηναίων, Νικόλαος Κόκκινος. «Στο γραφείο μου χτυπάνε τηλέφωνα από όλη την Ελλάδα από ανθρώπους που θέλουν πληροφορίες για την αποτέφρωση, είχα μάλιστα και ανθρώπους που προσφέρονται να πληρώσουν από τώρα προκειμένου να αποτεφρωθούν». Το ίδιο συμβαίνει και στο γραφείο του αντιδημάρχου Περιβάλλοντος, Ποιότητας Ζωής και Ελεύθερων Χώρων Θεσσαλονίκης Κώστα Ζέρβα. «Έρχονται επιστολές ακόμη και από άρρωστους ανθρώπους που παρακαλούν για αποτεφρωτήριο» λέει.

Ο λόγος για τον οποίο τόσοι Έλληνες προτιμούν να γίνουν μετά θάνατον μετανάστες δεν είναι τόσο ιδεολογικός όσο πρακτικός και αφορά την υπάρχουσα κατάσταση στα ελληνικά νεκροταφεία που ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα πάσχουν από έλλειψη χώρου. Ενδεικτική είναι η κατάσταση στον Δήμο Αθηναίων. «Στο δεύτερο νεκροταφείο στη Ριζούπολη δεν πωλούνται πλέον οικογενειακοί τάφοι γιατί απλώς δεν χωράνε» διευκρινίζει ο Νικόλαος Κόκκινος. Τα άλλα δύο νεκροταφεία του Δήμου έχουν χώρο. Το πρώτο νεκροταφείο όμως είναι πολύ ακριβό για τους περισσότερους ενώ στο τρίτο νεκροταφείο που βρίσκεται στη Νίκαια γίνονται πλέον κατά μέσο όρο 15-17 κηδείες την ημέρα. Γι’ αυτόν τον λόγο η διαδικασία της εκταφής γίνεται πλέον στα τρία χρόνια. Αυτή η τραυματική πρακτική είναι που έχει στρέψει τόσους Έλληνες σε μια ιδιότυπη μετά θάνατον μετανάστευση. Δεν θέλουν να βάλουν τους οικείους τους σε μια τέτοια διαδικασία. «Στην Ελλάδα η εκταφή γίνεται στα τρία χρόνια (στην Ισπανία γίνεται στα 5, στην Αγγλία στα 10) καθαρά για πρακτικούς λόγους. Τα ποσοστά της αποτέφρωσης είναι μεγάλα για αυτόν ακριβώς τον λόγο, επειδή είναι επώδυνη διαδικασία για την οικογένεια και τους οικείους» υποστηρίζει ο Αντώνης Αλακιώτης.

Υπάρχουν βέβαια και τα οστά στα οστεοφυλάκια. Οι οικογένειες είναι αναγκασμένες να πληρώνουν τον τάφο ή το οστεοφυλάκιο των συγγενών τους εφ’ όρου ζωής, κάτι που με τα χρόνια γίνεται δυσβάσταχτο οικονομικά. Σε περίπτωση που δεν το κάνουν, τα οστά καταλήγουν στα αζήτητα και μπαίνουν σε ένα χωνευτήρι οστών το οποίο διαθέτουν τα μεγάλα νεκροταφεία. «Εν έτει 2012 είναι πράγματι μια βάρβαρη πρακτική» παραδέχεται ο Νικόλαος Κόκκινος. «Είναι σημαντικό ότι τα αποτεφρωτήρια δεν θα είναι μόνο για σορούς, αλλά και για οστά, για να σταματήσει και αυτή η τραγική πρακτική με το χωνευτήρι. Τώρα με την κρίση ο κόσμος έχει τρομερό πρόβλημα. Σήμερα στο Δημοτικό Συμβούλιο έχω τέσσερις εισηγήσεις από ανθρώπους που είτε δεν έχουν χρήματα να θάψουν τους οικείους τους είτε να πληρώνουν για τάφους και οστεοφυλάκια. Τον πρώτο καιρό είχα μία τέτοια αίτηση στους τρεις μήνες, τώρα σε κάθε Δημοτικό Συμβούλιο έχω πολύ περισσότερες. Για μας είναι και θέμα διαχείρισης. Ο Δήμος Θεσσαλονίκης έχει 3.500 ταφές τον χρόνο – ένα 10% από αυτές είναι προβληματικές» υποστηρίζει ο Κώστας Ζέρβας.

Πολλοί πιστεύουν ότι την αποτέφρωση την μποϋκοτάρει η εκκλησία. Η Εκκλησία μπορεί να μην είναι θετική, αλλά ανέχεται πλέον την αποτέφρωση. Τουλάχιστον στα χαρτιά. Μπορεί διάφοροι εκκλησιαστικοί κύκλοι να αντιμάχονται τη δημιουργία αποτεφρωτηρίων ή η πολιτική ηγεσία να φοβάται το πολιτικό κόστος, όπως έγινε στην περίπτωση του Μαρκόπουλου. Δεν είναι τυχαίο ότι άργησε τόσο πολύ να ψηφιστεί ως νόμιμη η αποτέφρωση στην Ελλάδα παρά τις διεθνείς συστάσεις που είχε λάβει από τη δεκαετία του ’90 και μετά. Κάποιες φορές η αποτέφρωση θίγει τα επιχειρηματικά συμφέροντα – ο θάνατος είναι, ως γνωστόν, μια ιδιαίτερα επικερδής βιομηχανία. «Η αντίδραση στη Θεσσαλονίκη δεν ήρθε τόσο από την Εκκλησία όπως περιμέναμε όσο από τους τελετάρχες» υποστηρίζει ο Κώστας Ζέρβας. Άλλες περιπτώσεις απλώς έπεσαν πάνω στην αθάνατη ελληνική γραφειοκρατία.

Ο Δήμος Ζωγράφου, για παράδειγμα, ήταν από τους πρώτους που έδειξαν ενδιαφέρον. Το αποτεφρωτήριο ψηφίστηκε κανονικά, ανατέθηκε ακόμη και η αρχιτεκτονική μελέτη και λίγο προτού κοινοποιηθεί, ο Δήμος ανακάλυψε ότι δεν είχε καν τίτλους ιδιοκτησίας για το νεκροταφείο Ζωγράφου στο οποίο θα χτιζόταν το αποτεφρωτήριο. Ενώ στον Οργανισμό Ρυθμιστικού Σχεδίου αυτά τα 139 στρέμματα είναι νεκροταφείο, στο Κτηματολόγιο αναγράφονται ως «αγνώστου ιδιόκτητη».

Ο Δήμος Αθηναίων έχει επίσης σκοντάψει στη γραφειοκρατία. Το νεκροταφείο του Σχιστού που φάνταζε ως η καλύτερη λύση μέχρι πρότινος είναι στα χαρτιά ζώνη πρασίνου και αναψυχής και ανήκει στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. «Είμαστε όλοι στο δημοτικό συμβούλιο υπέρ του να φτιαχτεί αποτεφρωτήριο. Τώρα το σχέδιο είναι είτε να το κάνουμε σε χώρο ιδιοκτησίας μας είτε να συνεργαστούμε με κάποιον άλλον Δήμο» λέει ο Νικόλαος Κόκκινος.

Το μόνο αποτεφρωτήριο που φαίνεται μέχρι στιγμής να προχωρεί κανονικά είναι αυτό της Θεσσαλονίκης που θα γίνει κοντά στα πρώτα Κοιμητήρια Αναστάσεως σε έναν ιδιόκτητο χώρο του Δήμου. Η απόφαση πάρθηκε στο τέλος Σεπτεμβρίου και η μελέτη και το τοπογραφικό έχουν παραδοθεί. «Τώρα κάναμε αίτηση στο ΥΠΕΚΑ για αδειοδότηση και μέσα στο 2012 περιμένουμε να εγκριθεί η άδεια» διευκρινίζει ο Κώστας Ζέρβας. Υπολογίζεται ότι θα χρειαστούν άλλα τρία-τέσσερα χρόνια ώσπου να λειτουργήσει κανονικά το αποτεφρωτήριο. Αν φυσικά πάνε όλα καλά και δεν εκνευριστούν οι εκκλησιαστικοί κύκλοι, δεν φοβηθούν οι δημοτικοί σύμβουλοι και δεν κολλήσει στα χαρτιά κάποιου υπουργείου για άλλα πέντε-έξι χρόνια.

Ως τότε οι τεφροδόχοι θα συνεχίσουν να κάνουν ταξίδια στους αιθέρες, τα νεκροταφεία θα γεμίζουν όλο και περισσότερο, τα οστά θα μένουν στα αζήτητα των χωνευτηρίων και κάποιοι θα συνεχίζουν να βγάζουν λεφτά στέλνοντας σορούς Ελλήνων για μετανάστευση στη Βουλγαρία…