ΥΠΗΡΞΕ κάποτε καιρός που δεν ήμουν αυτός που είμαι σήμερα.
ΠΙΣΤΕΥΑ με μεγαλύτερη ευκολία τα μεγάλα λόγια, ενθουσιαζόμουν χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια και στρατευόμουν ανυποψίαστα σε ιδέες που, κατά τη γνώμη μου, θα συνέβαλαν στο να αλλάξουν τα κακώς κείμενα.
ΜΕ τα χρόνια (και εντελώς εμπειρικά) άρχισα να αντιλαμβάνομαι το μέγεθος της άγνοιάς μου και να κάνω ό,τι μπορώ για να γεφυρώσω το χάος.
ΚΑΙ το πρώτο που έκανα ήταν να αμφισβητήσω την οικογενειακή ιδεολογική μου «κληρονομιά» και να αρχίσω την αναζήτηση νέων πνευματικών φάρων.
ΑΠΟΦΑΣΙΣΑ, δηλαδή, σε κάποια στιγμή να υιοθετήσω αυτό που είχε πει πριν πολλά χρόνια ο γνωστός Ιρλανδός διανοητής, Τζορτζ Μπέρναντ Σο, διακηρύττοντας ότι «δεν θα πεθάνω ποτέ για κάτι που πιστεύω, γιατί μπορεί κάποτε να αποδειχθεί ότι έκανα λάθος».
ΜΕΤΑ τη ρήξη με το παρελθόν, άρχισα να διαβάζω «περίεργα» βιβλία, να βλέπω πολλές (περιθωριακές) ταινίες και ντοκιμαντέρ, να επισκέπτομαι Μουσεία, να παρακολουθώ διαλέξεις (για θέματα που με ενδιέφεραν) και, γενικά, να αφουγκράζομαι τα νέα ρεύματα.
ΟΛΑ τα πιο πάνω με «ταλαιπώρησαν» για αρκετά χρόνια μέχρι που άρχισα να ψυχανεμίζομαι, ότι όσο περισσότερο διαβάζω τόσο περισσότερα μένουν να μάθω. Άσε που κυκλοφορούν καθημερινά δεκάδες βιβλία με «καινούργια» πράγματα.
ΕΤΣΙ μπήκε στο «κάδρο» το πρόβλημα του χρόνου. Διαπίστωσα ότι δεν προλάβαινα ούτε να διαβάσω ούτε να μάθω τα πάντα.
ΣΥΝΕΠΩΣ, υποχρεώθηκα εκ των πραγμάτων να γίνω πιο επιλεκτικός στο τι βλέπω, ακούω και διαβάζω. Άσε που δεν μπορούσα να θυμηθώ και το τι είχα διαβάσει.
ΧΩΡΙΣ να το καταλάβω, πέρασα στο «τρίτο στάδιο» της (μαθητευόμενης) ζωής μου. Αυτό της αφαίρεσης.
ΣΕΒΟΜΕΝΟΣ το χρόνο που διέθετα, άρχισα να απορρίπτω από χέρι, πολλά πράγματα και να επικεντρώνω την προσοχή μου (αποκλειστικά) σε ό,τι με ενδιέφερε και κέντριζε την περιέργειά μου.
ΕΚΟΨΑ τα πολλά πάρε-δώσε και το νταραβέρι με την καθημερινότητα, που σε οδηγεί πολλές φορές (για να διατηρήσεις κάποια κοινωνικότητα) σε συζητήσεις και διαλέξεις χωρίς νόημα.
Η πρώτη διάλεξη που παρακολούθησα (μετά από πολύ καιρό) ήταν αυτή που έδωσε πριν τα Χριστούγεννα, στο πλαίσιο των Σεμιναρίων Ελληνικής Ιστορίας και Πολιτισμού, που οργάνωσε με επιτυχία η Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης, ο συμπατριώτης μας καθηγητής του Τμήματος Πολιτισμού και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Μελβούρνης, Νίκος Παπαστεργιάδης.
Ο λόγος που οδήγησε στη διάλεξη εκείνη (για τη Μετανάστευση) ήταν η σύντομη γνωριμία μου με το Νίκο και οι λίγες κουβέντες που ανταλλάξαμε για τον Γάλλο διανοητή, Ζακ Ντεριντά.
Ο Νίκος απάντησε τόσο περιεκτικά (και αφοπλιστικά) σε μια ερώτησή μου για τον Ντεριντά, που μου κίνησε την περιέργεια (είπαμε, είμαι πολύ περίεργος) να τον γνωρίσω καλύτερα.
ΕΤΣΙ όταν μου είπε ο αδελφός του, Βασίλης (πρόεδρος της Κοινότητας), ότι θα έδινε μια διάλεξη για τη Μετανάστευση, πήγα να τον ακούσω με την κρυφή ελπίδα ότι θα άκουγα ενδιαφέροντα (και άγνωστα) πράγματα.
ΤΟ ένστικτό μου δεν με γέλασε. Κατάφερε μέσα σε μία ώρα που διήρκεσε η διάλεξη, όχι μόνο να κάνει μια περιεκτική διαχρονική αναφορά στο θέμα, αλλά και να φωτίσει και τα σημερινά προβλήματα που έχουν προκύψει από τη δογματική ερμηνεία του φαινομένου.
ΤΟ εντυπωσιακότερο απ’ όλα, για μένα, ήταν η οπτική γωνιά από την οποία έβλεπε τον κόσμο (από πολύ ψηλά, γι’ αυτό και σφαιρικά) και οι λέξεις που επέλεγε, ώστε να αποδώσουν τη βαθύτητα του νοήματος και να αφήσουν καλή «γεύση» στο ακροατήριό του.
ΕΤΣΙ είναι αυτοί οι τύποι, «έχουν το διάβολο μέσα τους» γιατί μπορούν να αφηγηθούν ένα δύσκολο και πολύπλοκο θέμα σαν αστυνομικό μυθιστόρημα.
ΤΟ μεγάλο μυστικό εδώ δεν είναι τόσο το σημαίνον του θέματος με το οποίο καταπιάνονται, όσο ο τρόπος που χρησιμοποιούν τη γλώσσα για να γίνει κατανοητή η ιστορία που αφηγούνται.
ΤΟ ίδιο έκανε και στη δεύτερη διάλεξη που τον άκουσα την περασμένη Πέμπτη το βράδυ, με ένα θέμα πολύ πιο αβανταδόρικο για «αστυνομική» προσέγγιση.
ΤΟ θέμα του ήταν «Στωικοί φιλόσοφοι στην Ελλάδα – Εκεί που η φιλοσοφία έκανε λάθος». Μεγάλη κουβέντα, δηλαδή, να ασχοληθείς με τα λάθη της φιλοσοφίας, προσπαθώντας να συνάγεις συμπεράσματα από τις ερμηνείες άλλων.
ΤΟ εγχείρημά του αυτό έδειξε ότι ο Νίκος δεν αποδέχεται ανυποψίαστα την υπάρχουσα φιλοσοφική κληρονομιά και περνά από «ψηλό κόσκινο» τα παγιωμένα δόγματα της ακαδημαϊκής κοινότητας.
ΕΧΕΙ άποψη και μάλιστα ψαγμένη και δεν διστάζει να την κατεβάσει στην «αρένα» για αναμέτρηση.
ΤΗ διάλεξη για τους στωικούς την άρχισε χαρτογραφώντας το χώρο που κινήθηκαν οι πρωταγωνιστές του και στη συνέχεια προχώρησε στην ανθρωπολογική ανάγνωση της φιλοσοφίας.
ΟΙ κοσμοπολίτες στωικοί, όπως είπε στο ακροατήριό του, που προέρχονταν από κάθε γωνιά του ελληνικού τότε κόσμου, δεν άφησαν κανένα γραπτό πίσω τους, που σημαίνει πως ό,τι ξέρουμε γι’ αυτούς το πληροφορηθήκαμε από άλλους φιλόσοφους της εποχής τους (και μεταγενέστερους) οι οποία και ασχολήθηκαν κριτικά μαζί τους.
ΣΤΑ σχόλια των άλλων, λοιπόν, στάθηκε ο Νίκος, όχι με δογματικό τρόπο, αλλά προσπαθώντας από τα συμφραζόμενα να δώσει τη δική του ερμηνεία για το εύρος (και την πρωτοτυπία) του έργο τους.
ΠΟΛΛΑ θα μπορούσα να γράψω για τη διάλεξη και τις απαντήσεις που έδωσε στους «Πλατωνιστές» και τους εραστές του ιστορικού υλισμού, αλλά προκειμένου να φιλοξενήσω στη συνέχεια και τα όσα έγραψε ο συνάδελφος, Δημήτρης Τρωαδίτης, για τους στωικούς, αφήνω το θέμα εδώ.
ΟΣΟ για το Νίκο Παπαστεργιάδη, είμαι σίγουρος θα μας ξαναδώσει την ευκαιρία να ασχοληθούμε μαζί του. Το μόνο που έχω να πω προς το παρόν, είναι ότι η παροικία μας πρέπει να είναι περήφανη που έχει ανάμεσά της τέτοιους ανθρώπους. Καλή συνέχεια…
«ΙΔΡΥΤΗΣ των στωικών θεωρείται ο Ζήνων ο Κυτιεύς (από το Κύτιον της Κύπρου) που αφίχθηκε στην Ελλάδα, κατά το 300 π.Χ., όταν η Αθήνα ήταν σημαντική πνευματική πρωτεύουσα, αν και είχε απολέσει ήδη την πολιτική ηγεμονία των Ελλήνων, είχε αρχίσει να χάνει, επίσης, την πρότερη ναυτική της κυριαρχία και άρχιζε η λεγόμενη ελληνιστική περίοδος.
ΓΙΑ τους στωικούς φιλοσόφους, ο δρόμος που πρέπει ν’ ακολουθήσει κανείς για να εξασφαλίσει ηρεμία και γαλήνη είναι η αρετή. Και το δρόμο αυτό τον υποδεικνύει η φιλοσοφία, που είναι, πρώτα από όλα, άσκηση της αρετής. Η αρετή, σύμφωνα με τους στωικούς, είναι αυτόνομη και αυτοτελής, δηλαδή δεν έχει ανάγκη από κάποιον παράγοντα έξω από αυτήν που να την προκαλέσει.
ΑΝ ΚΑΙ οι στωικοί απέδωσαν στην αρετή απόλυτη αξία, ωστόσο δεν πίστεψαν σε κάποιο ηθικό φανατισμό, αλλά, αντίθετα, θεώρησαν ότι η ύπαρξη του κακού μπορεί να καταστεί ωφέλιμη στον άνθρωπο οδηγώντας τον στην αρετή. Αρκεί να έχει κανείς την υπομονή να δει τα πράγματα συνολικά, όχι αποσπασματικά και μεμονωμένα.
ΚΑΤΑ τους στωικούς φιλοσόφους, στο σύμπαν υπάρχουν δυο αρχές: μια ενεργητική, το «ποιούν», που είναι ο θεός, που ταυτίζεται με το λόγο, και μια παθητική δύναμη, το «πάσχον», που είναι η αδιαμόρφωτη ύλη. Ο θεός -που οι στωικοί φιλόσοφοι τον ταυτίζουν με το λόγο- είναι ο δημιουργός του κόσμου γιατί επενεργεί στην ύλη και διαμορφώνει τα διάφορα όντα που συγκροτούν τη φυσική πραγματικότητα.
Η ΣΧΕΣΗ του θεού/λόγου με το σύμπαν δεν είναι υπερβατική, με τους στωικούς να εισάγουν εδώ μια πανθεϊστική αντίληψη, ισχυριζόμενοι ότι ο θεός/λόγος διαπερνά ολόκληρο τον κόσμο και γίνεται ένα με αυτόν, αποτελώντας έτσι τον συνεκτικό ιστό της πολύμορφης φύσης, τη δύναμη εκείνη μέσω της οποίας το κοσμικό σύστημα διατηρεί την ενότητα και τη συνοχή του. Έτσι, καθώς διαδοχικά το ένα εγκόσμιο ον επηρεάζει το άλλο, είναι δυνατόν να μεταφερθεί η ενέργεια από το πιο μακρινό αστέρι του ουρανού στο πιο τελευταίο πράγμα της γης και να το επηρεάσει.
ΚΑΝΕΝΑ αγαθό, ακόμη και η ίδια η ζωή, δεν πρέπει να συντηρείται από τον άνθρωπο, αν δεν εξασφαλίζει την ηθική ακεραιότητά του. Οι στωικοί φιλόσοφοι συνιστούσαν στους ανθρώπους την εθελουσία και έντιμη «εξαγωγήν εκ του βίου». Η παράδοση λέει ότι ο Ζήνων και ο Κλεάνθης (ένας ακόμα από τους πρωταγωνιστές της στωικής φιλοσοφίας), δεν δίστασαν ν’ αυτοκτονήσουν, όταν κατάλαβαν ότι το αγαθό της ζωής έγινε ανασταλτικός παράγοντας για την άσκηση της αρετής.
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ οφείλει να ζει σε συμφωνία τόσο προς τη συμπαντική όσο και την ανθρώπινη φύση. Γιατί συνδέεται με τη φύση μόνον ως λογικός, δηλαδή ενεργητικός παράγοντας. Και για να το κάνει, οφείλει προηγουμένως να γνωρίζει ποια γεγονότα είναι αληθινά και σε τι συνίσταται η αλήθεια. ΣΥΜΦΩΝΑ με τον Κικέρωνα, θεωρείται από τους στωικούς ότι η φύση είναι ένας τρόπος του υπάρχειν ο οποίος αλλάζει από μόνος του σύμφωνα με σπερματικές εσωτερικές του αιτίες, και παράγει και συγκρατεί τα πράγματα που γεννιούνται από την ίδια σε δοσμένους χρόνους και τα διαμορφώνει όμοια με εκείνα από τα οποία προέρχονται. Ο κόσμος δέχεται λογική εξήγηση και είναι ο ίδιος ένα λογικά οργανωμένο οικοδόμημα, όπου τα πάντα είναι οργανικά τμήματα μίας ενότητας.
Η «ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΣ» του Κόσμου, εξουσιάζεται από μία αιώνια και θαυμαστή αρμονία αντιθέτων («ποιούν» και «πάσχον»). Η γένεση του εκάστοτε κόσμου συντελείται από δύο πρωταρχικές αρχές, αντιδιαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους, τη μία παθητική («ύλη») και την άλλη ενεργητική («θείος λόγος»). Από εδώ πηγάζει και ο κοσμοπολιτισμός των στωικών. Θεωρούσαν, δηλαδή, τους εαυτούς τους πολίτες του κόσμου και όχι μιας συγκεκριμένης χώρας.
ΦΤΑΝΟΥΝ έτσι στην ελευθερία που τη θέλουν ως σπάνια πνευματική κατάσταση που επιτρέπει, μέσω της γνώσης, την αποδοχή των αναπότρεπτων πραγμάτων ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες που αυτά είναι «δυσάρεστα» για τον πεπερασμένο εαυτό. Ακόμη και αυτοί οι ίδιοι οι θεοί υποτάσσονται απολύτως σε αυτήν, γιατί δεν μπορούν ή και δεν ενδιαφέρονται να αλλάξουν ή ακυρώσουν αυτή την κατάσταση.
ΚΥΡΙΟ βιοτικό προτεινόμενο είναι η απλότητα της καθημερινής ζωής μέσα από τη μετριοπάθεια, την ανοχή και τη λιτότητα. Οι ανώτατες δυνάμεις είναι οι εσωτερικά μέρη του εαυτού, αλλά η ζωή οφείλει να είναι πάντοτε προσανατολισμένη προς τη δημόσια δραστηριότητα. Η απόσυρση από τα κοινά εκλαμβάνεται ως προετοιμασία για μια επόμενη δημόσια δραστηριότητα. ΚΑΤΑ το Ζήνωνα (σύμφωνα με τον Κικέρωνα) η κάθε ασθενής ή ψευδής γνώση μπορεί και πρέπει να ταυτίζεται, δικαίως, με την άγνοια».