Θεμελιακή, για την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας, χαρακτηρίζουν στελέχη του επιχειρηματικού κόσμου τη συμφωνία με την κυβέρνηση Γκίλαρντ για απλοποίηση της διαδικασίας έγκρισης έργων και κατάργησης δαπανηρών γραφειοκρατικών διατυπώσεων.
Στη συνάντηση με 26 στελέχη του επιχειρηματικού κόσμου και τους πολιτειακούς πρωθυπουργούς, εκτός του πρωθυπουργού της Δυτικής Αυστραλίας, Κιν Μπαρνέτ, προχθές Πέμπτη στην Καμπέρα, η πρωθυπουργός ανέπτυξε κυβερνητικό σχέδιο κατάργησης χρονοβόρων περιβαλλοντικών διατυπώσεων, που επιβραδύνουν τη διαδικασία έγκρισης αιτήσεων για μεγάλα σία έγκρισης αιτήσεων.
Κορυφαία στελέχη του Συνδέσμου Αυστραλών Βιομηχανιών και του Εμποροβιομηχανικού Επιμελητηρίου Αυστραλίας έδωσαν «ψήφο εμπιστοσύνης» στο κυβερνητικό σχέδιο, υπογραμμίζοντας τη σημασία του για την προσέλκυση εγχώριων και ξένων επενδύσεων σε έργα υψηλών προδιαγραφών.
Στόχος του κυβερνητικού σχεδίου, εξήγησε η πρωθυπουργός, είναι η καθιέρωση ενός ενιαίου συστήματος περιβαλλοντικού ελέγχου των αιτήσεων, αντί της υποβολής των επιχειρήσεων σε διπλό έλεγχο από την κοινοπολιτεία και τις πολιτείες.
Ο επιχειρηματικός κόσμος επιδοκίμασε τα έξι σημεία του κυβερνητικού σχεδίου, ως απολύτως αναγκαία για την έγκαιρη εξέταση αιτήσεων για διάφορα έργα και την απλοποίηση του συστήματος περιβαλλοντικού ελέγχου των προτεινόμενων έργων.
Η κυβέρνηση προτείνει τη δημιουργία ειδικού σώματος, από εμπειρογνώμονες των πολιτειακών και της κοινοπολιτειακής κυβέρνησης, το οποίον θα εγκρίνει ή θα απορρίπτει τις περιβαλλοντικές προδιαγραφές κάθε έργου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα αποφεύγεται η διπλή, δαπανηρή διαδικασία έγκρισης ενός έργου από την κοινοπολιτεία και τις πολιτείες.
Ο πρωθυπουργός της Κουηνσλάνδης, Κάμπελ Νιούμαν, απορρίπτει το κυβερνητικό σχέδιο και ζητά τη διατήρηση του status quo, δηλαδή τον έλεγχο των περιβαλλοντικών προδιαγραφών κάθε έργου από τις πολιτειακές κυβερνήσεις.
Είναι «παράλογο» για την κυβέρνηση Γκίλαρντ να απαιτεί το μονοπωλιακό έλεγχο των περιβαλλοντικών προδιαγραφών από την κοινοπολιτεία, καθ’ όν χρόνο η κοινοπολιτεία καθυστερεί την έγκριση αδειών για μεταλλευτικά έργα στην Κουηνσλάνδη σε βάρος της οικονομίας της πολιτείας, καταγγέλλει ο νεοεκλεγείς συντηρητικός πρωθυπουργός.
Ο κ. Νιούμαν επιβεβαίωσε την πληροφορία, ότι έχει ζητήσει νομική συμβουλή για τη «συνταγματικότητα» του φόρου διοξειδίου του άνθρακα και άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, πιθανώς με η σύμπραξη τουλάχιστον άλλη μίας πολιτείας.
Η πρωθυπουργός απαντά, ότι «ο αυστραλιανός λαός απαιτεί τον «πράσινο έλεγχο» προτεινόμενων έργων, ιδιαίτερα να τα έργα αυτά αφορούν περιοχές αναγνωρισμένες ως παγκόσμια κληρονομιά, από την κοινοπολιτεία. Ως κυβέρνηση θα διεκδικήσουμε το δικαίωμα ελέγχου τέτοιων έργων».
Οι λεπτομέρειες του κυβερνητικού σχεδίου επρόκειτο να συζητηθούν στη χθεσινή συνεδρίαση των πρωθυπουργών (COAG).
Εν τω μεταξύ, η βιομηχανία εξόρυξης και εκμετάλλευσης μεταλλευμάτων ακύρωσε χθες την ανακωχή με την κοινοπολιτειακή κυβέρνηση, που ξέσπασε το Μάιο του 2010 εξ αιτίας της απόφασης της εθνικής κυβέρνησης να φορολογεί με 30% κέρδη εταιρειών εξόρυξης ορυκτού σιδήρου και γαιάνθρακα, που υπερβαίνουν τα 70 εκατομμύρια δολάρια.
Με καταχωρήσεις στα μέσα ενημέρωσης, η εξορυκτική βιομηχανία ισχυρίζεται, ότι δεν είναι «άπατο βαρέλι χρημάτων», από το οποίον μπορούν να παίρνουν οι κυβερνήσεις κατά την κρίση τους. Οι κολοσσοί του κλάδου προειδοποιούν την κυβέρνηση Γκίλαρντ, ότι «η επιβολή πρόσθετων φόρων επί των κερδών τους και αυξημένων τελών για την εξόρυξη μεταλλευμάτων θα αδυνατίσει τον κλάδο, θα περιορίσει την ανταγωνιστικότητά του και θα περιορίσει τη δυνατότητά του να συνεισφέρεις την εθνική οικονομία».
Οι μεταλλευτικές εταιρείες ισχυρίζονται, ότι η Αυστραλία χάνει την ανταγωνιστικότητά της, ως χώρα ξένων επενδύσεων στον κλάδο, και καλούν την κυβέρνηση να υπολογίσει αντικειμενικά το κόστος του φόρου διοξειδίου του άνθρακα, το κόστος των μισθών και της παραγωγικότητας καθώς και το αυξημένο κόστος επενδύσεων στην Αυστραλία εξ αιτίας της υψηλής τιμής του δολαρίου Αυστραλίας.
Εκτιμάται, ότι η νέα διαφημιστική εκστρατεία της εξορυκτικής βιομηχανίας στοχεύει τον εκφοβισμό της κυβέρνησης και την εξαίρεση από τον προϋπολογισμό για το νέο οικονομικό έτος μέτρων, τα οποία θα μειώσουν τα υψηλά κέρδη τους.
Η διαφημιστική εκστρατεία συμπίπτει με την ανακοίνωση της πολυεθνικής BHP Billiton, ότι κλείνει το ορυχείο γαιάνθρακα Norwich Park στην Κουηνσλάνδη, που απασχολεί 1,400 άτομα.
Ο διευθυντής της BHP Billiton, Μάριους Κλόπνερ, δηλώνει, ότι τα κόστη λειτουργίας της εταιρείας στην Αυστραλία έχουν αυξηθεί σημαντικά από τη μειωμένη παραγωγικότητα και την υψηλή τομή του δολαρίου.
Ο κ. Κλόπνερ απέφυγε να κάνει εκτιμήσεις για το την επίδρασης τον κλάδο του φόρου διοξειδίου του άνθρακα και του φόρου υπερ-κερδών. Υποστήριξε, όμως, ότι «την τελευταία διετία έχει μειωθεί σημαντικά η ανταγωνιστικότητα της Αυστραλίας».