Μπορεί ο Πάνος Λιβέρης να μην είναι πλέον μαζί μας, αλλά οι… «θύμησες της φωτιάς» που έζησε ως ναύτης του αυστραλιανού πολεμικού ναυτικού θα είναι πάντα.
Ο Πάνος άφησε τα εγκόσμια σε ηλικία 73 ετών το 1996.
Μωρό παιδί έφτασε στην Αυστραλία το 1923 με τους γονείς και τον αδελφό του. Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Ingram της Βόρειας Κουηνσλάνδης, μία περιοχή που εκείνη την εποχή είχαν επιλέξει να εγκατασταθούν και πολλές άλλες οικογένειες Καστελλοριζίων μεταναστών.
Στα 19 του χρόνια, ο Πάνος κατατάχθηκε στο Βασιλικό Αυστραλιανό Ναυτικό. Ήταν το 1942 και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε φουντώσει για τα καλά σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Την ασχήμια του πολέμου και το ύπουλο παιχνίδι του θανάτου ο Πάνος τα γνώρισε από τις πρώτες μέρες της θητείας του ως ναύτης του HMAS Canberra, την μοιραία νύχτα της 9ης Αυγούστου του 1942 στα ανοιχτά της νήσου Savo στον Ειρηνικό Ωκεανό. Μετά από επίθεση που δέχθηκε από Ιαπωνικά πλοία, το HMAS Canberra κατέληξε στο βυθό. Από του Χάρου τα δόντια γλίτωσε τότε ο Πάνος.
Δεν είχε καλά-καλά περάσει μία εβδομάδα από την πρώτη ουσιαστική «συνάντηση» του 19χρονου ναύτη με το θάνατο και τη φωτιά, όταν έλαβε τη διαταγή να σαλπάρει για την Νέα Υόρκη απ’ όπου θα περνούσε τον Ατλαντικό για να επανδρώσει μαζί με άλλους συναδέλφους του το πολεμικό πλοίο HMS Shropshire, το οποίο δώρισε στην Αυστραλία το Βασιλικό Ναυτικό της Μεγάλης Βρετανίας για να αντικαταστήσει το HMAS Canberra.
Το απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του συμπαροίκου Πάνου Λιβέρη, που ακολουθεί στην συνέχεια μας εστάλη από την κόρη του Florence, και αφορά το ταξίδι του ομογενή ναύτη από την Νέα Υόρκη στη Μεγάλη Βρετανία με το HMS Wolfe.
Είναι θύμησες φωτιάς, θύμησες σκοτεινές, οι θύμησες που έβαλε στο χαρτί ο Πάνος. Ακόμα και ο ίδιος απόρησε με τον εαυτό του για το πώς βρήκε το σθένος όχι να τις ζήσει αλλά να τις ξαναφέρει στη μνήμη του, να ζωγραφίσει με τις λέξεις μία από τις πιο σκοτεινές εμπειρίες της ζωής του. Τα κατάφερε όμως και σας τις παραθέτουμε….
«ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΑΓΕΛΗΣ» ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΝΟ ΓΕΩΡΓΙΟ ΛΙΒΕΡΗ
Ήταν 11 Μαρτίου 1911. Σαλπάραμε από την αποβάθρα Νο44 πλέοντας κατά μήκος του ποταμού Hudson, περάσαμε το Άγαλμα της Ελευθερίας και βγήκαμε στον Ατλαντικό Ωκεανό. Ενόσω βρισκόμαστε στην Νέα Υόρκη μου είχε κάνει εντύπωση η φρούρηση του HMS Wolfe. Έβλεπα φρουρούς σε κάθε γωνιά του, παντού φρουροί. Άλλοι στο λιμάνι γύρω του και άλλοι πάνω στο κατάστρωμα. Υποπτευόμουν ότι για να υπάρχει τόση φρουρά στο πλοίο, το φορτίο του θα πρέπει να ήταν πολύ σημαντικό. Για να καταλάβει κανείς το μέγεθος της φρούρησής του θα σας πω τούτο. Μόνο όσοι είχαν ειδικές άδειες επιτρεπόταν να το πλησιάσουν ή να επιβιβαστούν σε αυτό.
Μπήκαμε λοιπόν στον Ατλαντικό και ο καθένας μας ανέλαβε πλέον το πόστο του. Εγώ ανέλαβα καθήκοντα φύλακα στη γέφυρα. Έκανε τσουχτερό κρύο, ο αέρας φυσομανούσε, αλλά δεν παραπονιόμουν, ήμουν ντυμένος κατάλληλα για τη δουλειά μου – καμηλό παλτό, κασκόλ, κουκούλα, χοντρές κάλτσες και γυαλιά για να μην μπαίνει στα μάτια μου ο αέρας.
Ο ωκεανός είχε μανιάσει. Το στομάχι μου είχε αρχίσει να ανακατεύεται. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα τέτοια φουρτούνα αλλά πόσο γελασμένος ήμουν! Αυτό που ζούσα δεν ήταν τίποτα μπροστά σ’ αυτό που μας περίμενε τις επόμενες μέρες.
Βάλαμε πλώρη βόρεια. Επρόκειτο να συναντηθούμε με άλλα πολεμικά πλοία και έτσι έγινε. Με το που βγήκαμε από τα καναδικά χωρικά ύδατα η νηοπομπή μας έφτασε τα 110 πλοία τα οποία φρουρούσαν πέντε ταχύπλοα. Το δικό μας πλοίο βρισκόταν στο κέντρο της νηοπομπής η οποία είχε μήκος γύρω στα 5 μίλια.
Ο ωκεανός δεν έλεγε να ηρεμήσει. Κατευθυνόμαστε βορειο-ανατολικά και η θύελλα γινόταν όλο και πιο άγρια. Ακόμα και τα ταχύπλοα άρχισαν να χάνουν ταχύτητα λόγω της θύελλας. Έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσαν να αυξήσουν την ταχύτητά τους αφού είχαν επιφορτιστεί με την φρούρηση της νηοπομπής. Το δικό μας πλοίο ειδικά, πήγαινε σαν… σαλιγκάρι. Μπορεί να φαινόταν ότι η ταχύτητά μας ήταν δέκα κόμβους αλλά είμαι σίγουρος ότι στην πραγματικότητα πηγαίναμε με ταχύτητα γύρω στους εφτά κόμβους, το πολύ.
Το πλοίο είχε μεταμορφωθεί σε καρυδότσουφλο στο πέλαγος. Όπου μας πήγαιναν τα τεράστια κύματα, πηγαίναμε. Στιγμές, στιγμές ο φόβος πιθανής μας σύγκρουσης με άλλα πλοία της νηοπομπής γινόταν όχι μόνο ορατός αλλά πραγματικός.
Άντε τώρα μέσα σε αυτή την κόλαση να κάτσεις κάτω να φας από πιάτο. Αδύνατο και όχι για μία μέρα, όχι για δύο μέρες αλλά για μία ολόκληρη εβδομάδα.
Η αλήθεια είναι ότι πέρα από την μανία του ωκεανού εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον, δεν φοβόμαστε τίποτε άλλο. Πόσο λάθος κάναμε όμως! Νομίζαμε ότι τα ταχύπλοα που μας φρουρούσαν θα κατάφερναν να κρατήσουν τα γερμανικά υποβρύχια μακριά! Η απόλυτη ψευδαίσθηση.
Το πλοίο μου βρισκόταν στο «κέντρο της αγέλης» και με δεδομένο ότι το κύμα μας πήγαινε και μας έφερε, δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι ακόμα και αν μας στοχοποιούσαν, θα μπορούσαν να βρουν τον στόχο τους.
Κι όμως πόσο λανθασμένη η εκτίμησή μου! Τα γερμανικά υποβρύχια κατάφεραν να διεισδύσουν και άρχισαν να καταστρέφουν τον στόλο. Τα ταχύπλοα από φύλακες των πλοίων ανέλαβαν τον ρόλο της διάσωσης των πληρωμάτων καθώς τα πλοία βυθίζονταν το ένα μετά το άλλο. Βλέπετε εμείς δεν μπορούσαμε να σταματήσουμε για να πάρουμε τους ναυαγισμένους ναύτες γιατί κινδυνεύαμε άμεσα από τις τορπίλες των υποβρυχίων. Πλέαμε, λοιπόν, στον ωκεανό και στο άγνωστο περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή κάποια τορπίλη να ξεκοιλιάσει το πλοίο μας και κάνοντας προσευχές να μην συμβεί αυτό.
Χαράματα της 18ης Μαρτίου ο καπετάνιος μας πληροφόρησε ότι το σύστημα πλοήγησης είχε πρόβλημα. Κρύο, φουρτούνα, χαλασμός και χωρίς σύστημα πλοήγησης. «Ετοιμαστείτε» μας είπε ο καπετάνιος, «κανένας μας δεν μπορεί να προβλέψει τι θα συμβεί. Μπορεί να χρειαστεί να εκκενώσουμε το πλοίο» ήταν τα λόγια του και… ενός κακού μύρια έπονται…
Η σειρήνα μας τρύπαγε τα αυτιά. Σε λίγη ώρα είχαμε χάσει τα υπόλοιπα πλοία, μείναμε μόνοι μας μεσοπέλαγα. Είχε νυχτώσει πλέον. Λίγη ώρα μετά είδαμε ένα ταχύπλοο να μας πλησιάζει. Όχι πως μπορούσε να κάνει κάτι, παρηγοριά μας έδινε παρά βοήθεια, το ξέραμε όλοι μας! Το πλοίο μας ήταν πλέον ακυβέρνητο στο έλεος των κυμάτων και των γερμανικών υποβρυχίων.
Ο φόβος μας είχε κόψει το αίμα. Όλοι πιστεύαμε ότι το τέλος μας πλησίαζε. Ήμασταν σχεδόν αποφασισμένοι ότι έφτανε γρήγορα. Έτσι πιστεύαμε και το πλοίο αδιάφορο μας έπαιζε παιχνίδια για γερά νεύρα. Την μία στιγμή μας αναπτέρωνε τις ελπίδες, καθώς ανέβαινε στις κορυφές των κυμάτων και την άλλη τις αφαιρούσε χωρίς έλεος, όταν βλέπαμε τα κύματα σαν θεριά από πάνω μας έτοιμα να μας καταβροχθίσουν.
Ήταν νύχτα μαρτυρίου, ενός μαρτυρίου που δεν ξέραμε πως θα εξελιχθεί. Θα μας «φάνε» τα κύματα ή θα μας κάψουν οι τορπίλες των γερμανικών υποβρυχίων;
Έτσι πέρασε εκείνη η νύχτα. Με τον θάνατο παρέα στην σκέψη μας. Ελπίζαμε στην ανατολή μίας άλλης καλύτερης μέρας. Ματαιοπονούσαμε όμως! Το πρωινό δεν ήταν καλύτερο. Ήμασταν ολομόναχοι, ούτε παρηγοριά από ταχύπλοα ούτε παρηγοριά από Θεό!
Πιστεύαμε ότι είχαν χαθεί όλα όταν ήρθε η ανακοίνωση του καπετάνιου. «Το σύστημα πλοήγησης δουλεύει πάλι και έχουμε βάλει τις μηχανές προς ολοταχώς για να προλάβουμε την νηοπομπή». Πέρασαν 24 ώρες έως ότου καταφέραμε να τους φτάσουμε. Τους φτάσαμε όμως.
Θυμάμαι την σωματική κούραση όλων μας. Άγρυπνοι για πάνω από 48 ώρες και νηστικοί. Ευτυχώς που, που και που βρέχαμε τα χείλη μας με μία γουλιά ρούμι, βάλσαμο στην ανησυχία και τον φόβο μας. Τότε αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε ότι η τύχη είναι «τυφλή». Δεν είχαμε συγκρουστεί με άλλο πλοίο, δεν είχαμε πέσει θύματα των γερμανικών τορπιλών, ζούσαμε. «Υπάρχει θεός» σκέφτηκα!
Φτάναμε πλέον στην Ισλανδία και αλλάξαμε πορεία. Αρχίσαμε να κατευθυνόμαστε νοτιοανατολικά. Τα πέντε καναδικά ταχύπλοα που μας συνόδευαν αντικαταστάθηκαν από δύο βρετανικά. Μέχρι σήμερα θυμάμαι τα λόγια ενός βρετανού ναύτη… «Κοίτα φίλε! Κάθε φορά που διασχίζεις τον Ατλαντικό, βρίσκεσαι στα χέρια του Θεού». Ήξερε τι έλεγε ο συνάδελφος. Είχε τόσο δίκιο!
Η απειρία μου ήταν πιστεύω τότε που με έσωσε. Ξέρω ήταν λάθος μου να υποτιμώ εκείνα τα 24ωρα τα γερμανικά υποβρύχια γιατί ήταν πάντα εκεί να μας μετράνε σπιθαμή προς σπιθαμή με τα περισκόπιά τους. Αυτό το λάθος όμως με βοήθησε να ζήσω εκείνα τα τελευταία 24ωρα.
Την καταστροφή που έσπειραν τα γερμανικά υποβρύχια την καταλάβαμε αργότερα.
Την επόμενη μέρα είδαμε με τα μάτια μας τουλάχιστον εφτά πλοία που καταστράφηκαν από αυτά. Η τακτική των Γερμανών ήταν ξεκάθαρη. Περίμεναν, αποφάσιζαν τον στόχο τους, περίμεναν πάλι υπομονετικά να φύγει η φρουρά των ταχυπλόων από τον στόχο τους και μετά χτυπούσαν ανελέητα. Και είχαν καταφέρει να κάνουν όλους ή τουλάχιστον τους περισσότερους στόχους τους ναυάγια.
Στις 21 του Μάρτη, οι ελπίδες μας αναπτερώθηκαν. Ήταν η μέρα που την φρούρηση του στόλου την ανέλαβε ένα αεροσκάφος. Μόνο 4 μέρες ταξίδι μας απόμεναν για να φτάσουμε στον προορισμό μας. Ανακούφιση! Δεν είδα ούτε ένα περισκόπιο με τα κιάλια μου στον ορίζοντα.
Ποτέ μου δεν φαντάστηκα ότι θα έλεγα αυτό που ακολουθεί πενήντα χρόνια μετά εκείνο το ταξίδι. «Ευχαριστώ το Θεό για εκείνη την ατελείωτη φουρτούνα». Χωρίς αυτήν θα καταλήγαμε στο βυθό της θάλασσας από τα υποβρύχια. Απ’ ότι έμαθα πάνω από15 πλοία είχαν αυτήν την τύχη.
Στις 24 του Μάρτη είδαμε στεριά. Μπορεί η θάλασσα να συνέχιζε τα καμώματά της εμείς όμως ξέραμε ότι οι ακτές της Σκωτίας που βλέπαμε στον ορίζοντα σήμαιναν και το τέλος ενός ταξιδιού που θα μας έμενε αξέχαστο. Σε λίγες ώρες αγκυροβολήσαμε στο Gourock. Χάθηκαν πολλά πλοία σε εκείνο το ταξίδι. Είπα 15 πριν, αλλά λίγα είπα. Η φωτιά του πολέμου και όχι η δίνη του ωκεανού τα έστειλε στον βυθό του.
Ποτέ δεν έμαθα πόσα ακριβώς. Θυμάμαι όμως την απάντηση του καπετάνιου μας όταν τον ρώτησα πόσα πλοία βυθίστηκαν. «Φθηνά τη γλιτώσαμε» μου είπε…