Η συγκεκριμένη εργασία αφορά το ναζισμό και την εργατική τάξη στη Γερμανία του μεσοπολέμου, στα χρόνια δηλαδή που μεσολάβησαν από την κατάπνιξη της επανάστασης του 1918 και την άνοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και κυρίως τα τελευταία ταραχώδη χρόνια πριν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία το 1933.

Προέρχεται, δε, από μια διάλεξη στο Μιλάνο το 1993, μια από τις πολλές στην Ιταλία εκείνης της περιόδου. Αιτία η φαινομενική επaνεμφάνιση του νεοαζισμού σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας και Γερμανίας, φαινομενική γιατί κατά τον εισηγητή υπήρχε μια κεκαλυμμένη ή αγνοημένη συνέχεια. Κύριο γεγονός αποτέλεσε το πογκρόμ του 1992 στο Ροστόκ όπου 5000 “κάτοικοι” και φασίστες για ημέρες πολιόρκησαν 150 μετανάστες εργάτες. Ήταν το πρώτο επίσημο και μεγάλο πογκρόμ στην μεταπολεμική Γερμανία.

Ο συγγραφέας τονίζει ότι ευθύνη γι’ αυτή την επανεμφάνιση του δεξιού εξτρεμισμού φέρει το πολιτισμικό ρεύμα του «ιστορικού αναθεωρητισμού». Πρόκειται για ένα ρεύμα που διαμορφώθηκε -μετά την πτώση του τείχους και την επανένωση της Γερμανίας- από διάφορους «προοδευτικούς» και μη, ακαδημαϊκούς και είχε στόχο ούτε λίγο ούτε πολύ, να ξαναγράψει την ιστορία της Γερμανίας, να εξαλείψει τα «ενοχικά σύνδρομα» του γερμανικού έθνους, αποενοχοποιώντας την αστική τάξη για την άνοδο του Ναζισμού, και να καταδείξει την εργατική τάξη ως τον κύριο (αν όχι μοναδικό) υποστηρικτή του Χίτλερ. Ταυτόχρονα εμφανίζει τον εθνικοσοσιαλισμό ως ένα φαινόμενο περισσότερο εργατικό παρά μικροαστικό και ένα κίνημα καινοτόμο τόσο τεχνολογικά όσο και οικονομικά. Την ίδια στιγμή επιτίθεται στην ιδέα ότι ο εθνικοσοσιαλισμός ήταν κίνημα των μεσαίων στρωμάτων και του μεγάλου κεφαλαίου υποστηρίζοντας ότι ιστοριογραφικά η άποψη αυτή γεννήθηκε στους κόλπους του σταλινισμού.

Παρατίθεται λεπτομερής καταγραφή των διαφόρων ρευμάτων των Γερμανών ιστορικών, ξεκινώντας από την δεκαετία του 1970 και το κομβικό βιβλίο του Timothy Mason που ερευνά την παθητική αντίσταση των εργατών στη ναζιστική Γερμανία, και τον Φριτζ Φίσερ που έθεσε το ζήτημα της συνέχειας των ελίτ.

O Sergio Bologna συμμετείχε ενεργά σε αυτό που ονομάστηκε ρεύμα των εργατιστών το ‘60 και το ‘70 στο κίνημα της εργατικής αυτονομίας στην Ιταλία. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της οργάνωσης Potere Operaio. Είναι θεωρητικός της ιταλικής εργατικής αυτονομίας, γνωστός για τα κείμενά του, καθώς και για τη συμμετοχή του στο περιοδικό «Primo Maggio» και άλλα περιοδικά. Γνωστό στην Ελλάδα ήταν επίσης το περίφημο κείμενό του «Η φυλή των τυφλοπόντικων» (1977).  Είναι στρατευμένος ιστορικός και όπως γράφει στην εισαγωγή -για το πώς πρέπει να γίνεται η ιστοριογραφία- έρευνα (που δεν υπόκειται στην ακαδημαϊκή κουλτούρα) πρέπει να γίνεται με «πάθος πολιτικό», με εκείνο το είδος διανοητικής έντασης που χαρακτηρίζει όσους γνωρίζουν ότι διεξάγουν μια μάχη πρώτα και κύρια πολιτική. Για τον ίδιο η ιστορία έχει πολιτική λειτουργία «η διατήρηση και επεξεργασία της μνήμης πρέπει να είναι μια από τις βασικές δεσμεύσεις της δημοκρατίας». Αυτό εξηγεί και την τεράστια συμβολή μιας πληθώρας ανεξάρτητων, μη ακαδημαϊκών κέντρων έρευνας, στην παρούσα μελέτη του Bologna.