Ελληνική γλώσσα και φιλοσοφία είναι οι αδερφές που ερωτόσμιξα μαζί τους εδώ και πολλά χρόνια. Κι όταν μιλώ για «ελληνική γλώσσα», εννοώ την αρχαία ελληνική. Στη γλώσσα αυτή ο «από σκηνής φιλόσοφος» Ευριπίδης έγραψε την τραγωδία «Ιφιγένεια η εν Ταύροις», από τους στίχους της οποίας ξεπετιέται η ακατανίκητη δύναμη της φιλίας: Ορέστης και Πυλάδης, φίλοι καρδιακοί, μαλώνουν για το ποιος από του δυο τους πρέπει να θυσιάσει τη ζωή του, για να σωθεί ο άλλος! Ιδού ο θρίαμβος του νου!
Ναι, ο Ευριπίδης ξέρει να κινεί και να συγκινεί ευαίσθητες ψυχές. Την πρώτη φορά που διάβασα την τραγωδία αυτή, δεν κατάφερα να κρατήσω τα μάτια μου στεγνά, όταν έφτασα στο σημείο όπου η Ιφιγένεια αναγνωρίζει τον αδερφό της (τον Ορέστη), που τον νόμιζε νεκρό και που μόλις του είχε προσφέρει νεκρικές τιμές.

Αλλά το θέμα μου σ’ ετούτο το άρθρο δεν είναι η ανάλυση της τραγωδίας αυτής του Ευριπίδη: το θέμα μου είναι η γλώσσα. Πιο συγκεκριμένα, το θέμα μου είναι η επιπόλαια χρήση της νεοελληνικής γλώσσας, που κάποιοι έφτασαν στο σημείο να με αποκαλούν «παντρεμένο», ενώ δεν είμαι ομοφυλόφιλος! Θα καταλάβετε τι εννοώ πιο κάτω. Πρώτα να δούμε πώς αρχίζει τον πρόλογο η Ιφιγένεια, καθώς βγαίνει από το ναό θλιμμένη και κλαμένη που (νομίζει ότι) έχασε τον αδερφό της.    

ΛΕΕΙ Η ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

«Πέλοψ ο Ταντάλειος ες Πίσαν μολών / θοαίσιν ίπποις Οινομάου γαμεί κόρην, / εξ ης Ατρεύς έβλαστεν. Ατρέως δε παις / Μενέλαος Αγαμέμων τε. Του δ’ έφυν εγώ, / της Τυνδαρείας θυγατρός Ιφιγένεια παις, / ην αμφί δίναις, ας θάμ’ Εύριπος πυκναίς / αύραις ελίσσων κυανέαν άλα στρέφει / έσφαξεν Ελένης είνεχ’, ως δοκεί, πατήρ / Αρτέμιδι κλειναίς εν πτυχαίσιν Αυλίδος» (στ. 1-9).

Δηλαδή: «Ο Πέλοπας, ο γιος του Τάνταλου, αφού ήρθε με τα γρήγορα άλογά του στην Πίσα, πήρε γυναίκα την κόρη του Οινόμαου, από την οποία γεννήθηκε ο Ατρέας. Του Ατρέα παιδιά ήσαν ο Μενέλαος και ο Αγαμέμνονας. Από τον Αγαμέμνονα και τη θυγατέρα του Τυνδάραου (την Κλυταιμήστρα) γεννήθηκα εγώ η Ιφιγένεια, που, όπως νομίζει ο πατέρας μου, με πρόσφερε στην Άρτεμη θυσία για χάρη της Ελένης, στις ξακουστές κοιλάδες της Αυλίδας, κοντά στα κλωθογυρίσματα των νερών, που συχνά ο Εύριπος με πυκνά ανεμοφυσήματα τα στριφογυρίζει, ανακατεύοντας τη σκοτεινή θάλασσα».

ΣΧΟΛΙΑ

Παρατηρούμε εδώ ότι η Ιφιγένεια ανερυθρίαστα χρησιμοποιεί το αρχαίο ρήμα «γαμέω-γαμώ», στη φράση «Οινομάου γαμεί κόρην». Αυτό συμβαίνει επειδή την εποχή εκείνη το ρήμα «γαμώ» δεν είχε τη σημασία που έχει σήμερα – τη σημασία του «συνουσιάζομαι», του «συνευρίσκομαι». Η σημασία του ρήματος ήταν αυτή του «παίρνω γυναίκα», «νυμφεύομαι». Για παράδειγμα, ο ιστορικός Θουκυδίδης, γράφει:

«Κύλων ην Αθηναίος ανήρ Ολυμπιονίκης των πάλαι ευγενής τε και δυνατός. Εγεγαμήκει δε θυγατέρα Θεαγένους Μεγαρέως ανδρός, ος κατ’ εκείνον τον χρόνος ετυράννει Μεγάρων» (1.126). Δηλαδή: «Ο Κύλων ήταν παλαιός Αθηναίος Ολυμπιονίκης, από γένος ευγενών και πολιτικά ισχυρός. Είχε πάρει γυναίκα την θυγατέρα του Θεαγένη από τα Μέγαρα, ο οποίος τότε ήταν τύραννος των Μεγάρων». Εδώ ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί τον Υπερσυντέλικο («εγεγαμήκει») του ρήματος «γαμώ».
Το μεσοπαθητικό ρήμα «γαμούμαι» αφορούσε, ασφαλώς, μόνο τη γυναίκα. Για παράδειγμα, ο Ευριπίδης, στην τραγωδία του «Ιφιγένεια η εν Αυλίδι», βάζει τον Αγαμέμνονα να λέει:
«Καν δέλτου πτυχαίς / γράψας έπεμψα προς δάμαρτα την εμήν / στέλλειν Αχιλλεί θυγατέρ’ ως γαμουμένην /…» (στ. 98-100). Δηλαδή: «Και στη γυναίκα μου έστειλα γράμμα που στα φύλλα του έγραψα να μου στείλει τη θυγατέρα, για να παντρευτεί τάχα με τον Αχιλλέα…».

Στο σημείο αυτό ίσως αναρωτηθείτε: Καλά, τη σημερινή σημασία του ρήματος «γαμώ» με ποιο ρήμα την απέδιδαν οι αρχαίοι; Εύλογη ερώτηση. Ένα από τα ρήματα που χρησιμοποιούσαν ήταν τον ρήμα «βινέω». Ο Αριστοφάνης, στην κωμωδία του «Εκκλησιάζουσες» βάζει τον Βλέπυρο να ρωτά: «Τι δ’; Ουχί βινείται γυνή κάνευ μύρου;» (στ. 525). Δηλαδή: «Και τι; Δεν μπορεί μια γυναίκα να συνουσιαστεί χωρίς αρώματα;». Και στην κωμωδία «Λυσιστράτη» η Μυρρίνη λέει στον Κινησία, τη στιγμή που ετοιμάζονται να σμίξουν: «Αλλά σισύραν ουκ έχεις» (Αχ, δεν σου έφερα σκέπασμα!). Και ο Κινησίας, ξαναμμένος πια, απαντά: «Μα Δί’ ουδέ δέομαι γ’, αλλά βινείν βούλομαι» (στ. 934). Δηλαδή: «Μα τον Δία, δεν χρειάζομαι (σκέπασμα). Μόνο να σε… αναποδογυρίσω θέλω».

Σήμερα, η αρχική σημασία του ρήματος «γαμώ» έχει διατηρηθεί στο ουσιαστικό «γάμος» και στο επίθετο «γαμήλιος». Η αθλήτρια Βούλα Πατουλίδου δεν δίστασε να αναφωνήσει: «Για την Ελλάδα, ρε γαμώτο». Κολλώντας το ουδέτερο άρθρο «το» ή το θηλυκό «τη» (γαμώτη) πίσω από το ρήμα, οι γυναίκες μπορούν άνετα να ξεστομίζουν δημόσια το «γαμώτο», αλλά όχι το ρήμα από μόνο του!   

ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ

Και τώρα ερχόμαστε στο «παντρεύω» και «παντρεύομαι». Το να λέει μια γυναίκα ότι είναι «παντρεμένη», το καταλαβαίνω. Όντως, η γυναίκα λύνει τις πλεξούδες και ξαπλώνει (συνήθως) κάτω από τον άντρα, όταν «υπανδρεύεται» (υπό + ανήρ = κάτω από άνδρα).

Όμως τι δουλεία έχει ένας φυσιολογικός άντρας να λέει ότι είναι «παντρεμένος» ή ένας πατέρα να λέει ότι «πάντρεψε» τον γιο του; Άραγε σκέφτεται τι ακριβώς λέει όταν ξεστομίζει αυτή τη λέξη; Προφανώς, όχι. Ο παντρεμένος άνδρας εξ ορισμού (από αφροδισιακής πλευράς) είναι ανώμαλος, διότι βρίσκεται κάτω από άλλον άντρα.
Να, λοιπόν, γιατί θυμώνω όταν με θεωρούν «παντρεμένο», ενώ στην πραγματικότητα είμαι «νυμφευμένος» (αν και το αρχαίο απαρέμφατο είναι «νυμφευόμενος»). Καιρός να μιλάμε σωστά!