Την Ελλάδα και την Τουρκία επισκέφθηκε η κοινοπολιτειακή βουλευτής Calwell και πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Φιλίας Αυστραλίας-Τουρκίας, κ. Μαρία Βαμβακινού, με συναδέλφους της μέλη της Επιτροπής.

Στόχος των επισκέψεων ήταν η αλληλοενημέρωση σε θέματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος, η διερεύνηση της δυνατότητας παροχής βοήθειας από την Αυστραλία σε θέματα που αφορούν την Ελλάδα και την ομογένεια και την ενδυνάμωση των σχέσεων του κοινοβουλίου της Αυστραλίας με τα κοινοβούλια της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Η εξαμελής αντιπροσωπεία στην οποία συμμετείχαν, εκτός της κ. Βαμβακινού, οι Kelvin Thomson (βουλευτής Wills), Melissa Parke (βουλευτής Fremantle), John Murphy (βουλευτής Reid), Laura Mary Smyth (βουλευτής La Trobe), Dr. Sharman Nancy Stone (γερουσιαστής Murray) επισκέφθηκε και το Οικουμενικό Πατριαρχείο και συνάντησε τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο.

Στην Αθήνα, η κ. Βαμβακινού είχε συναντήσεις με κυβερνητικούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων ο υπουργός Παιδείας, καθηγητής κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης, με τον οποίον συζήτησε διερευνητικά τρόπους ενίσχυσης της ελληνομάθειας στην Αυστραλία.

Παράλληλα, ενημερώθηκε για τα προβλήματα της Ελλάδας και διερεύνησε τη δυνατότητα «δανεισμού» στην Ελλάδα γνώσεων, που θα βοηθήσουν τη γενέτειρα να αντιμετωπίσει το οξύ πρόβλημα του κατακλυσμού της από τους πρόσφυγες.

Ο κατακλυσμός της Ελλάδας από πρόσφυγες αποτελεί μείζον οικονομικό και κοινωνικό πρόβλημα που, μεταξύ άλλων, ενίσχυσε την προσπάθεια της ναζιστικής οργάνωσης «Χρυσή Αυγή» να μπει στη Βουλή των Ελλήνων, δήλωσε σε αποκλειστική συνέντευξή της στο «Νέο Κόσμο».
«Δυστυχώς, η Ελλάδα αφέθηκε από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και την Ευρωπαϊκή Ένωση, να αντιμετωπίσει μόνη της το διογκωνόμενο πρόβλημα των προσφύγων. Ο ΟΗΕ, ο διεθνής οργανισμός υπεύθυνος για τα εκατομμύρια προσφύγων από χώρες που πλήττονται από περιφερειακές συγκρούσεις, πολιτικές συγκρούσεις στις χώρες καταγωγής τους και οικονομική εξαθλίωση περιοχών του πλανήτη αδιαφορεί για τα προβλήματα, που έχουν δημιουργήσει στην Ελλάδα οι χιλιάδες των προσφύγων που βρίσκουν καταφύγει στη φιλόξενη πατρίδα μας.

Εξ ίσου αδιάφορη και η Ενωμένη Ευρώπη, αδιαφορεί για το οικονομικό και το κοινωνικό κόστος που πληρώνει η Ελλάδα για την περίθαλψη των προσφύγων που δεν είναι, στην ουσία, αναζητητές ασύλου, αντί να προσφέρει ουσιαστική βοήθεια για την κάλυψη του κόστους ανθρώπινης αντιμετώπισης των προσφύγων.
Εννοώ, ότι οι Πακιστανοί, για παράδειγμα, που ζητούν καταφύγιο στην Ελλάδα, θα μπορούσαν να ζήσουν ανθρώπινα στη χώρα τους, αν οι κυβερνήσεις της πατρίδας τους επένδυαν στο βιοτικό επίπεδο των πολιτών, αντί να επενδύουν στην κατασκευή πυρηνικών όπλων» τονίζει.

«Γνωρίζετε, είμαι βέβαιη, την ταχύρυθμη εξάπλωση της AIDS και άλλων μολυσματικών ασθενειών, την αύξηση της πορνείας και του εμπορίου λευκής σάρκας, προβλήματα στην Ελλάδα, προβλήματα που σχετίζονται με τις συνθήκες διαβίωσης των αλλοδαπών, την εκμετάλλευση της μιζέριας τους από ασυνείδητους μαστροπούς και εμπόρους λευκής σάρκας καθώς και με την αδυναμία του ελληνικού κράτους να ελέγξει αποτελεσματικά τους ξένους που μπαίνουν στη χώρα.
Συζήτησα εκτεταμένα το θέμα των προσφύγων με την κ. Βίκυ Κορδά, Γ. Γραμματέα του Τμήματος Κοινωνικής Συνοχής του υπουργείου Εσωτερικών και διαπίστωσα, ότι η Ελλάδα προσπαθεί, με τα πενιχρά μέσα που διαθέτει, να διαχειριστεί ένα πρόβλημα που απαιτεί τεράστια κονδύλια.

Πληροφορήθηκα, ότι η Ευρώπη προτίθεται να διαθέσει κονδύλι 250 εκ. δολαρίων στην Ελλάδα έναντι του κόστους διαχείρισης εκατοντάδων χιλιάδων. Είναι ψίχουλα αυτά που προσφέρει η Ευρώπη, αν λάβουμε υπόψη μας ότι οι 5.000, περίπου, πρόσφυγες που έχουμε στην Αυστραλία μας κοστίζουν ένα δισεκατομμύριο δολάρια ετησίως» σχολιάζει.
«Κατά την παραμονή μου στην Ελλάδα, πληροφορήθηκα, επίσης, για τη λειτουργία του πρώτου κέντρου κράτησης προσφύγων. Είναι ένα πολύ θετικό βήμα προς την αποτελεσματική διαχείριση των προσφύγων.

Θεωρώ, ότι η Αυστραλία μπορεί να βοηθήσει την Ελλάδα στον τομέα  αυτό, διαθέτοντας τα επιτυχημένα προγράμματα ενσωμάτωσης των προσφύγων στην ευρύτερη κοινωνία, αρκεί να το ζητήσει η Ελλάδα.

Ο όγκος των προσφύγων που έχει δεχθεί και συνεχίζει να δέχεται η Ελλάδα επιβάλει, πιστεύω, τη δημιουργία υπουργείου Μετανάστευσης για τη διαχείριση των προσφύγων. Η Αυστραλία μπορεί, επαναλαμβάνω, να βοηθήσει την Ελλάδα να στήσει τέτοιο υπουργείο και να υλοποιήσει προγράμματα ανώδυνης ενσωμάτωσης ων προσφύγων στην ελληνική κοινωνία».

ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑ

Η Ελληνομάθεια στην Αυστραλία ήταν το άλλο θέμα που συζήτησε η κ. Βαμβακινού με τον Έλληνα υπουργό Παιδείας, καθηγητή Γεώργιο Μπαμπινιώτη και την κ. Αθηνά Λινού, Ειδική Γραμματέα Εκπαιδευτικού Προγραμματισμού του υπουργείου Παιδείας.

«Ζήτησα τη γνώμη του κ. Μπαμπινιώτη, που γνωρίζει πολύ καλά την περιοχή μας, και της κ. Λινού για την ενίσχυση της ελληνομάθειας σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης ενόψει της εισαγωγής της γλώσσας μας στο Εθνικό πρόγραμμα Διδακτέας Ύλης Αυστραλίας» δηλώνει.
«Συζητήσαμε τρόπους ενίσχυσης του ενδιαφέροντος των νέων γενεών Ελλήνων  για την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, με ιδιαίτερη έμφαση στην αξία της ελληνικής γλώσσας για Έλληνες και μη της Αυστραλίας, που ειδικεύονται στην παροχή ιατρικών, νομικών και άλλων υπηρεσιών σε ομογενείς μας της πρώτης γενιάς.
Εκτιμώ, ότι τα σχολεία της Αυστραλίας, κρατικά και ομογενειακά, οφείλουν να συνδέσουν πειστικά την εκμάθηση της γλώσσας μας με την καριέρα που σχεδιάζουν να ακολουθήσουν τα παιδιά μας και, γιατί όχι, να προβάλλουν και την επαγγελματική αξία της γλώσσας και σε μη Έλληνες.
Αν καταφέρουμε να πείσουμε τα παιδιά μας θα εξασφαλίσουμε φοιτητές και φοιτήτριες και για τα πανεπιστημιακά τμήματα εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας και του πολιτισμού.

Καιρός να πούμε στα παιδιά μας, ότι η σπουδή της ελληνικής γλώσσας προσφέρει και άλλες ευκαιρίες, εκτός της διδασκαλίας ελληνικών, και να τα πείσουμε να τη σπουδάσουν σε όλες της βαθμίδες της εκπαίδευσης, για το συμφέρον τους.
Ο κ. Μπαμπινιώτης ήταν πολύ δεκτικός και προσφέρθηκε να βοηθήσει, αν του υποβάλλουμε συγκεκριμένες προτάσεις, που θα διαμορφωθούν μετά από ευρεία συζήτηση, μεταξύ μας, των αναγκών μας και τρόπων αποτελεσματικής αντιμετώπισης των αναγκών αυτών».

Η ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ ΔΕΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ

Κατά την παραμονή της στην Ελλάδα, η κ. Βαμβακινού διαπίστωσε, ότι το ενδιαφέρον των Ελλήνων να μεταναστεύσουν στην Αυστραλία φθίνει, για τους ακόλουθους λόγους:
«Ο πρώτος και βασικότερος λόγος είναι η διαπίστωση των ενδιαφερομένων, ότι η μετανάστευση στην Αυστραλία δεν είναι εύκολη υπόθεση, κατά την έννοια ότι η Αυστραλία δεν είναι «ανοιχτή πόρτα». Υπάρχει συγκροτημένη μεταναστευτική πολιτική, προσαρμοσμένη στις ανάγκες της χώρας, και προκαθορισμένη διαδικασία επιλογής των μεταναστών που μπαίνουν στη χώρα.

Δυστυχώς, κάποιοι δημιούργησαν την εντύπωση, ότι η είσοδος στην Αυστραλία είναι θέμα μίας απλής αίτησης, εντύπωση που διαψεύδεται μόλις οι ενδιαφερόμενοι πάρουν στα χέρια τους τα σχετικά έντυπα.
Ο δεύτερος λόγος είναι η αντίληψη των Ελλήνων ότι η Αυστραλία, αν και είναι μεταναστευτική χώρα, αντιμετωπίζει τους μετανάστες ως παρίες–πολίτες με χαμηλό κοινωνικό κύρος.

Ο τρίτος λόγος είναι, ότι οι περισσότεροι από τους ενδιαφερόμενους δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες των μεταναστών, που ζητά η Αυστραλία. Οι δε ειδικευμένοι Έλληνες –επιστήμονες και τεχνίτες– προτιμούν άλλες χώρες, πλησιέστερες στην Ελλάδα.
Ο τέταρτος λόγος είναι, ότι οι Έλληνες γονείς δεν θεωρούν την Αυστραλία «ιδανικό τόπο» μόνιμης εγκατάστασης των παιδιών τους. Στις συζητήσεις που είχα με αρκετούς περίεργους να μάθουν για την Αυστραλία, εισέπραξα το ίδιο σχόλιο. «Δεν θέλουμε να χάσουμε τα παιδιά μας στην Αυστραλία» εξηγεί.

ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΤΟΛΜΗΜΑ

Η κ. Βαμβακινού σημειώνει, ότι μειώνεται συνεχώς και ο αριθμός των Ελλήνων που τολμούν να έλθουν στην Αυστραλία με τουριστική βίζα για διερεύνηση ή για να εργαστούν, εν γνώσει του κινδύνου να συλληφθούν και να απελαθούν.
«Δεν έχω στην κατοχή μου στατιστικά στοιχεία για να σας δώσω απόλυτα συγκεκριμένη απάντηση. Από όσα άκουσα, όμως, μάλλον μειώνεται αισθητά ο αριθμός των Ελλήνων που τολμούν το ταξίδι στην Αυστραλία για αν εργαστούν με τουριστική βίζα.

Αυτό οφείλεται, υποθέτω, στις μαρτυρίες Ελλήνων αυτής της κατηγορίας που ήλθαν στην Αυστραλία και διαπίστωσαν πόσο δύσκολο είναι να εργαστεί ένας αλλοδαπός χωρίς την απαιτούμενη άδεια, καθώς και από μαρτυρίες για τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης των αλλοδαπών που εργάζονται παράνομα.
Να σας δώσω και μία είδηση. Πρώτη φορά, μετά από δεκαετίες, υπάρχουν σε κέντρο κράτησης παράνομων μεταναστών της Μελβούρνης Έλληνες κρατούμενοι. Είναι, δυστυχώς, συμπατριώτες μας που ήλθαν στην Αυστραλία με τουριστική βίζα και την παραβίασαν, είτε εργαζόμενοι παράνομα είτε αρνούμενοι να φύγουν μετά την άρνηση της αρμόδιας αυστραλιανής Αρχής να παρατείνει την παραμονή τους στην Αυστραλία».

«ΦΙΑΣΚΟ» ΟΙ ΤΑΞΙΤΖΗΔΕΣ

Ερωτώ την κ. Βαμβακινού, αν έμαθε γιατί ατόνησε το ενδιαφέρον Ελλήνων να γίνουν οδηγοί ταξί στην Αυστραλία.
«Η εντύπωση που αποκόμισα είναι, ότι οι Έλληνες θεώρησαν φάρσα τη στρατολόγηση οδηγών ταξί από την Ελλάδα» λέει.
«Κατ’ αρχήν, οι ενδιαφερόμενοι πληροφορήθηκαν από την πρεσβεία της Αυστραλίας στην Αθήνα ότι οι οδηγοί ταξί δεν περιλαμβάνονται στις κατηγορίες αλλοδαπών εργαζομένων που ενδιαφέρουν την Αυστραλία, άρα η πρόσκλησή τους θα απορρίπτονταν από το υπουργείο Μετανάστευσης.
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός, ότι το υπουργείο Μετανάστευσης της Αυστραλίας δεν γνώριζε τίποτα για την προσπάθεια εισαγωγής οδηγών ταξί από την Ελλάδα. Ενημερώθηκε εξωδίκως και μετά το θόρυβο που είχε ξεσπάσει στην Ελλάδα και την Αυστραλία.

Το άλλο στοιχείο που προσέδωσε αστεία διάσταση στο θέμα ήταν οι όροι και οι συνθήκες εργασίας, που προσφέρονταν στους ενδιαφερόμενους Έλληνες. Οι ενδιαφερόμενοι εκτίμησαν, ότι οι αμοιβές που προσφέρονταν κάλυπταν μετά βίας τις βασικές ανάγκες ενός οικογενειάρχη.
Γι’ αυτό θεώρησαν φάρσα τα περί πρόσκλησης οδηγών ταξί από την Ελλάδα».

Η κ. Βαμβακινού εκτιμά, ότι το περιστατικό με τους οδηγούς ταξί και οι υπερβολικές δηλώσεις παραγόντων της ομογένειας στα ελλαδικά μέσα ενημέρωσης, για το δήθεν «μεγάλο ρεύμα» μετανάστευσης από την Ελλάδα, μετά την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης, απειλούν μας καταστήσουν γραφικούς. Συστήνει, δε, «ιδιαίτερη προσοχή» σε επώνυμους και ανώνυμους που κάνουν δηλώσεις στα ελλαδικά μέσα ενημέρωσης διότι, συν τοις άλλοις, δημιουργούν «φρούδες ελπίδες» σε δοκιμαζόμενους Έλληνες που ψάχνουν για διέξοδο στη μιζέρια τους.