“Όλοι οι πόλεμοι χαραμίζουν τη ζωή”

Το ακόλουθο είναι απόσπασμα από το βιβλίο του βετεράνου του Πολέμου του Βιετνάμ, Στηβ Κυρίτση, με τίτλο «Ελληνο-Αυστραλοί στα αυστραλιανά στρατεύματα στον Α’ και Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο». Πρόκειται για το δεύτερο βιβλίο του συγγραφέα, το οποίο είναι αφιερωμένο σε όλους εκείνους που υπηρέτησαν, υπέφεραν και πέθαναν κατά τον Α’ και Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το βιβλίο είναι δίγλωσσο και η παρουσίασή του θα γίνει την Παρασκευή, 18 Μαΐου 2012, στις 2 το απόγευμα στην Πολιτειακή Βουλή, από τον βουλευτή Sandringham, Murray Tompson.

Παρατίθεται εδώ απόσπασμα από το σχετικό κεφάλαιο του βιβλίου για τον Ελληνοαυστραλό Alick Jackomos:
«Όταν οι Ιάπωνες βομβάρδισαν το Pearl Harbour στις 7 Δεκεμβρίου 1941, αυτό σηματοδότησε την επίσημη είσοδο της Ιαπωνίας στον πόλεμο. Ο φόβος και η ανησυχία άρχισαν να κυριαρχούν μεταξύ των Αυστραλών. Αρκετοί ανησυχούσαν ότι η αγαπημένη τους χώρα θα έπεφτε στα χέρια των Ιαπώνων. Η Αυστραλία χρειαζόταν τους άνδρες και τις γυναίκες της να την υπερασπίσουν και χιλιάδες άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένου και του ανήλικου Alick Jackomos, ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα αυτό.
Από την ηλικία των δεκαέξι χρόνων, ο Alick προσπάθησε σε αρκετές περιπτώσεις να καταταχθεί, αλλά απορρίφθηκε λόγω του ότι ήταν ανήλικος. Οι στρατολόγοι ενημέρωσαν τον Alick ότι χρειαζόταν την άδεια των γονέων του για να στρατολογηθεί.

Για δύο χρόνια καραδοκούσε στη γωνία, όταν στις 12 Γενάρη 1942 ο Alick και ο φίλος του Otway «Otty» Atkinson, ιθαγενής από την Cummeragunja, μίλησαν για τον πόλεμο και αποφάσισαν να καταταχθούν μαζί. Το επόμενο πρωί πήγαν στο Melbourne Town Hall και εντάχθηκαν στο στρατό – στην Australian Imperial Force (AIF – Αυστραλιανή Αυτοκρατορική Δύναμη). Ο Otty ήταν αρκετά μεγάλος για να στρατολογηθεί, αλλά ο Alick ήταν ακόμη μόλις δεκαεπτά ετών και εννέα μηνών. Έτσι ο Alick παραποίησε κάποια έγγραφα.

Όπως και πολλοί νέοι άνδρες της εποχής του, ο Alick υπέγραψε ένα «λευκό ψέμα», σχετικά με τη μορφή βεβαίωσής του, και το άθλημα της πυγμαχίας και της πάλης με το οποίο ασχολείτο, σε συνδυασμό με το φυσικά ισχυρό παρουσιαστικό του, σήμαινε ότι πέρασε εύκολα τις φυσικές εξετάσεις. Ο Alick Jackomos, μηχανικός αυτοκινήτων, 19 χρόνων και ενός μηνός (μόνο τα δύο τρίτα από αυτά ήταν αλήθεια) έγινε δεκτός. Στάλθηκε στο 2 / 1 Τάγμα της AIF.
Στις 13 Ιανουαρίου τον πήγαν στο Caulfield Racecourse όπου εφοδιάστηκε με την τόσο επιθυμητή στολή.
Μέχρι το τέλος του χρόνου ο Alick ενώθηκε με χιλιάδες άλλους στρατιώτες που στάλθηκαν βορειότερα για να υπερασπίσουν την άμυνα της Αυστραλίας. Στάθμευαν στο Morphett Creek, εκατό χιλιόμετρα βόρεια του Tennant Creek, στη Βόρεια Περιοχή. Για περίπου ένα χρόνο η μονάδα του βοήθησε το σώμα του μηχανικού στην κατασκευή ενός ασφάλτινου δρόμου από το Alice Springs στο Darwin.

Ενώ ο Alick σκεφτόταν ότι η στρατιωτική του εργασία στο Morphett Creek δεν τον ικανοποιούσε μέχρι στιγμής, αργότερα εκτίμησε ιδιαίτερα την εμπειρία που αποκόμισε όσον αφορά μια μεγαλύτερη κατανόηση των ανισοτήτων που υπήρχαν στην αυστραλιανή κοινωνία μεταξύ ιθαγενών και μη. Πριν από τον πόλεμο ο Alick είχε σχηματίσει σχέσεις με ιθαγενείς της Βικτώριας, συμμετείχε στις πολιτικές συναντήσεις τους, επισκέφθηκε τη λίμνη Tyers, και μέσα από αθλητικές και κοινωνικές δραστηριότητες, είχε γίνει φίλος αυτοχθόνων που ζούσαν στο Fitzroy. Ήξερε ενστικτωδώς ότι οι ιθαγενείς δεν ζούσαν καλά, αν και στο Fitzroy είχαν στέγαση, εργασία και πρόσβαση στα σχολεία. Υπήρχαν πολλοί άλλοι Αυστραλοί που αγωνίζονταν στα εσωτερικά προάστια όπου μεγάλωναν, συμπεριλαμβανομένων των οικογενειών μεταναστών όπως και η δική του. Στη Βόρεια Περιοχή, ωστόσο, οι ιθαγενείς ζούσαν σε κτίρια αποστολών και θεσμών υπό τον αυστηρό κυβερνητικό έλεγχο. Ο Alick κατανόησε βαθιά το βαθμό της ανισότητας και του ρατσισμού που διαπερνούσε τομείς της αυστραλιανής κοινωνίας.

Θυμήθηκε ένα περιστατικό ρατσισμού που έμεινε χαραγμένο στη μνήμη του. Λίγο μετά την άφιξή του στο Morphett Creek, είχε κόψει την άκρη ενός δαχτύλου του και νοσηλευόταν στο κοντινό Banka Banka. Εκείνη την εποχή του χρόνου οι νύχτες ήταν παγωμένες και ο Alick παρατήρησε ότι οι ασθενείς ιθαγενείς κοιμόντουσαν στη βεράντα. Ανησυχώντας για την υγεία τους, ο Alick ρώτησε τη νοσοκόμα γιατί αυτοί οι άνθρωποι κοιμούνται έξω, και τού δόθηκε η απάντηση ότι δεν επιτρέπονταν ιθαγενείς στους θαλάμους. Έτσι, ο Alick διαπίστωσε με αποτροπιασμό ότι οι ιθαγενείς αντιμετωπίζονταν ως ζώα.

Στο στρατό και κατά τη διάρκεια της εργασίας του στην Βόρεια Περιοχή, ο Alick έγινε φίλος με πολλούς ιθαγενείς. Σχετίστηκε, επίσης, με ιθαγενείς στρατιώτες οι οποίοι υπηρετούσαν σε ένα κοντινό στρατόπεδο Μηχανικού στο Morphett Creek. Αυτές οι φιλίες συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.

Στις 10 Δεκεμβρίου 1943, μετά από ένα σύντομο χρονικό διάστημα άδειας στη Μελβούρνη, η μονάδα του Alick στάλθηκε στο Port Moresby της Νέας Γουινέας. Ανυπομονούσε να συμμετάσχει σε μάχες, αλλά απογοητεύτηκε όταν διαπίστωσε η μονάδα του θα είχε ως βάση της το Port Moresby, που ήταν μακριά από την πρώτη γραμμή. Επί δύο μήνες ο Alick περίμενε με αγωνία τις σχετικές διαταγές για να πάει στο πεδίο της μάχης, αλλά ποτέ δεν δόθηκαν τέτοιες. Όταν το 2/14 Τάγμα Πεζικού χρειάστηκε στρατιώτες να αντικαταστήσουν αυτούς που σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν στη μάχη, ο Alick προσφέρθηκε εθελοντικά. Ήθελε να αντιμετωπίσει τον εχθρό ως μέλος του διάσημου Τάγματος 2/14 που είχε κατακτήσει αυτήν την αναγνώριση στην άγρια μάχη στο Shaggy Ridge στην κοιλάδα Markham-Ramu, με την οποία είχε σταματήσει η σχεδιαζόμενη ιαπωνική προέλαση στο Port Moresby, αλλά και πάλι οι ελπίδες του διαψεύσθηκαν. Ένα μήνα μετά τη μεταφορά – και χωρίς να πάρει μέρος σε κάποια αποφασιστική δραστηριότητα, το 2/14 στάλθηκε πίσω στην Αυστραλία για ξεκούραση και περαιτέρω εκπαίδευση.

Με την επιστροφή του στην πατρίδα, ο Alick ήρθε για άλλη μια φορά αντιμέτωπος με το ρατσισμό που διέπνεε την αυστραλιανή κοινωνία. Η μονάδα του αρχικά τοποθετήθηκε στο Strathpine, κοντά στο Brisbane.

Τους επόμενους μήνες ο Alick συμμετείχε σε πολεμική εκπαίδευση στη ζούγκλα καθώς και αμφίβια εκπαίδευση στο Atherton Tablelands και στο Trinity Beach στο Cairns. Συνέχισε να κάνει φίλους και να συναναστρέφεται τους ιθαγενείς στρατιώτες, συμπεριλαμβανομένου του John Stewart Murray, από τη φυλή Wamba Wamba, από τη βορειοδυτική Βικτώρια, ο οποίος υπηρετούσε στο 2/12. Κατά τη διάρκεια της άδειάς του αναζήτησε ιθαγενείς και νησιώτες από το Torres Strait. Θυμόταν: «Είχαμε κατασκηνώσει κοντά σε μια μικρή κοινότητα που είχε εκκενωθεί από το Thursday Island. Επισκεπτόμουν τακτικά αυτήν την κοινότητα”.

Κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Βόρειο Κουίνσλαντ, ο Alick χρησιμοποιούσε τις αθλητικές του ικανότητες, αλλά και το επιχειρηματικό του δαιμόνιο, για να κερδίσει επιπλέον χρήματα μέσω της διοργάνωσης τουρνουά πυγμαχίας. Οι πυγμαχικές ικανότητες του Alick επιδείχτηκαν στην Έκθεση του Police Boys Club, στο στάδιο Fitzroy το 1940, και αποδείχθηκαν επικερδείς. Έδωσε εβδομήντα περίπου αγώνες που χρηματοδοτήθηκαν από το Στρατό.

Όπως το περισσότερο στρατιωτικό προσωπικό που στάθμευε στην Αυστραλία, έτσι ο Alick έπαιρνε άδεια για να επιστρέψει στο σπίτι του μόνο μία φορά ή δύο φορές το χρόνο. Έχασε την οικογένειά του, αλλά όπως ακριβώς είχε κάνει σε όλη την προεπαγγελματική του ζωή, ο Alick έστειλνε χρήματα στην οικογένειά του για βοήθεια.
Τον Ιούνιο του 1945, η μονάδα του Alick αποβιβάστηκε στο Morotai της Ινδονησίας, ως μέρος της δύναμης εισβολής στο Balikpapan, στην ανατολική ακτή του Βόρνεο, τον Ιούλιο του 1945. Επιτέλους, ο Alick βρισκόταν πλέον στην πρώτη γραμμή. Πολεμούσε με μια πολυεθνική δύναμη από Αμερικανούς, Βρετανούς, Ολλανδούς και Ινδονήσιους, εναντίον ενός σκληρού και αποφασιστικού εχθρού, των Ιαπώνων.

Η πραγματικότητα του πολέμου απορρόφησε σύντομα τις σκέψεις του. Κατά την άφιξή του στο Balikpapan, ο Alick συγκλονίστηκε από τις σκηνές φρίκης και απελπισίας που βρήκε μπροστά του και, όπως και πολλοί άλλοι στρατιώτες, είπε πολύ λίγα γι’ αυτά στο υπόλοιπο της ζωής του.
Ο κίνδυνος περιέβαλε τον Alick καθώς περιπολούσε και πολεμούσε στις ζούγκλες και τους δρόμους του Βόρνεο, αλλά απέφυγε κάποιο σοβαρό τραυματισμό και, εκτός από την εμπειρία με την ελονοσία, το δάγκειο πυρετό και την ποικιλία των τροπικών ασθενειών του δέρματος, ο ίδιος παρέμεινε σχετικά αλώβητος, αν και παρ’ ολίγο να πέσει θύμα νάρκης.
Σε λιγότερο από ένα μήνα μετά, όταν ο Alick έφτασε στην Balikpapan, ο πόλεμος είχε ουσιαστικά τελειώσει. Στις 6 Αυγούστου 1945 οι ΗΠΑ έριξαν μια ατομική βόμβα που ονομαζόταν «Little Boy», στην ιαπωνική πόλη της Χιροσίμα. Τρεις ημέρες αργότερα, μια άλλη βόμβα εκμηδένισε την πόλη του Ναγκασάκι. Υπολογίζεται ότι σχεδόν ένα τέταρτο εκατομμυρίου άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από αυτές τις φονικές επιθέσεις.

Στις 14 Αυγούστου του 1945 η Ιαπωνία συμφώνησε σε μια άνευ όρων παράδοση. Ο πόλεμος είχε τελειώσει. Ωστόσο, πήρε κάποιο χρόνο στους Ιάπωνες στην περιοχή Balikpapan να το συνειδητοποιήσουν και οι επικίνδυνες στρατιωτικές συγκρούσεις συνεχίζονται για ημέρες.
Στη δεκαετία του 1950 φόρεσε και πάλι τη στολή της πολιτοφυλακής. Αν και στη μετέπειτα ζωή του ο Alick μεταβλήθηκε σε εχθρό όλων των βομβαρδισμών και των πολέμων, ωστόσο δεν τάχθηκε ποτέ κατά των επετείων των πολέμων και των δημοσίων τελετών μνήμης της θυσίας των στρατιωτών. Παρέλαυνε κάθε χρόνο τον Απρίλιο, την ημέρα των ANZACs με το 2/14 και για εβδομάδες πριν έρθει ο Απρίλιος πωλούσε κονκάρδες για να συγκεντρωθούν χρήματα για το Returned Services League. Κατέληξε, όμως, στο συμπέρασμα στο ότι «όλοι οι πόλεμοι χαραμίζουν τη ζωή».

Αποστρατεύθηκε στην Bandiana τον Ιούλιο του 1946 μετά από 1.652 ημέρες πολεμικής και μη υπηρεσίας.
Πολλοί άνδρες με ή χωρίς δεσμούς έγιναν ανήσυχοι από τον πόλεμο. Κάποιοι δεν ηρέμησαν ποτέ. Η ρουτίνα της εργασίας στη βιομηχανική Μελβούρνη ενόχλησε τον περιπετειώδη νεαρό άνδρα. Εργάστηκε λίγο στο Commonwealth Industrial Gases, και μετά στο Port Melbourne, στο Johnsons, που έκανε απολυμαντικά αέρια.
Μόλις εννέα μήνες μετά την απόλυσή του, ο Alick αποφάσισε να κάνει ένα ταξίδι πίσω στις Ανατολικές Ινδίες, την Ινδονησία και ιδίως τη Java – όπου οι έντονες εμπειρίες του πολέμου και οι πολιτιστικές διαφορές πυροδότησαν τη φαντασία του. Είχε ακούσει ότι χρειάζονταν διευθυντές στη βιομηχανία πετρελαίου που να μιλούν ινδονησιακά. Με το όνομα κάποιου από την εταιρεία Shell στο πορτοφόλι του, κατευθύνθηκε στο Σίδνεϊ με τραίνο τον Μάρτιο του 1947, με την ελπίδα μια θέση εργασίας στη βιομηχανία πετρελαίου στη Java.

Ο Alick Jackomos κατέχει μοναδική θέση στην κοινωνία των Αβοριγίνων της Βικτώριας. Για περισσότερα από πενήντα χρόνια ασχολήθηκε με θέματα ιθαγενών και έχει την τιμή να είναι ο μόνος μη Αβοριγίνας ισόβιο μέλος του Aborigines Advancement League. Η ευρεία γνώση της ιστορίας των Koori στη Βικτώρια εκ μέρους του, καθώς και η μεγάλη συλλογή φωτογραφιών του τον ενέπνευσαν να γράψει αυτό το βιβλίο”.

Οι γονείς του Alick μετανάστευσαν από το Καστελόριζο, ένα μικρό νησί κοντά στα τουρκικά παράλια, και εγκαταστάθηκαν στη Μελβούρνη στις αρχές του 1920. Ο Alick γεννήθηκε το 1924, ο μεγαλύτερος έξι παιδιών. Η παιδική του ηλικία εκτυλίχθηκε στην περιοχή γύρω από το Collingwood, μιας και ο πατέρας του διατηρούσε ιχθυοπωλείο στο Johnston Street.

Οι δεσμοί του Alick με τις κοινότητες των αυτοχθόνων ήταν θεμελιωμένοι στην αμοιβαία αγάπη για τον αθλητισμό και, ιδιαίτερα, την πυγμαχία. Ο Alick εκπαίδευσε πολλούς νέους ιθαγενείς στο Exhibition Youth Club του Carlton. Ήταν μόνο δώδεκα χρόνων όταν πάλεψε για πρώτη φορά με το Harry Johns Boxing Troupe.

Μετά το γάμο του με την ιθαγενή Merle Morgan από τη Cummeragunja το 1951, απέκτησαν τρία παιδιά, την Ασημίνα (Esmai), τον Andrew και τον Michael.
Η συμμετοχή του Alick σε θέματα Αβοριγίνων απέκτησε ένα νέο ρυθμό. Αγόρασε ένα φορτηγό Chev 1936 και εργάστηκε στις λαϊκές αγορές, τροφοδοτώντας καφετέριες και ξενοδοχεία με λαχανικά. Ο πολιτισμός και η ευημερία των πρώτων Αυστραλών ήταν το μεγάλο πάθος της ζωής του Alick. Η ζωή του ήταν τόσο καλά δεμένη με τη δική τους που είναι εύκολο να ξεχνάμε ότι η δική του πολιτιστική κληρονομιά έχει τις ρίζες της στη Μεσόγειο. Σε περισσότερα από πενήντα χρόνια της συμμετοχής σε θέματα Αβοριγίνων, ο Alick έγινε μάρτυρας και συμμετείχε σε σημαντικές αλλαγές.

Ο Alick πέθανε τον Μάρτιο του 1999, σε ηλικία εβδομήντα τεσσάρων χρόνων.