Χωρίς βάση και με σαθρά επιχειρήματα φάνηκε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης να απαντά στον προϋπολογισμό της κυβέρνησης Γκίλαρντ, χαρακτηρίζοντάς τον «ευτελές εκπόνημα από μία ανάξια πρωθυπουργό που προσβάλλει την ανθρώπινη νοημοσύνη και πυροδοτεί τον πόλεμο των τάξεων».

Από τα θετικά –αν και επαναληπτικά– σημεία των δηλώσεών του, η υπόσχεση ανατροπής της πτωτικής τάσης διδασκαλίας ξένων γλωσσών στα σχολεία, σε τρόπο ώστε εντός της ερχόμενης δεκαετίας τουλάχιστον το 40% των μαθητών/τριών της τρίτης Λυκείου να διδάσκονται μια ξένη γλώσσα, γεγονός που θα δώσει ώθηση στη δυναμική του «Ασιατικού αιώνα» στην Αυστραλία.

Αναφερόμενος στην πτώση ύψους 21% της ιαπωνικής γλώσσας και 40% της ινδονησιακής, από το 2001, τόνισε ότι «αν θέλουμε να ανοίξουμε διόδους στο εξωτερικό, δεν είναι δυνατόν να έχουμε από τους άλλους την απαίτηση να μιλούν τη γλώσσα μας. Ξεκινώντας από το νηπιαγωγείο, κάθε παιδί θα πρέπει να μιλά μια ξένη γλώσσα».

ΟΙ ΠΛΟΥΣΙΟΙ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΦΤΩΧΩΝ

Ο Τόνι Άμποτ κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι προσπαθεί να παρουσιάσει την πολιτική αντιπαράθεση των δύο κομμάτων ως πόλεμο των εκατομμυριούχων κατά των φτωχών, επαναλαμβάνοντας, δε, ότι δεσμεύεται να καταργήσει τους φόρους άνθρακα και μεταλλευμάτων όταν ο Συνασπισμός έλθει στην αρχή.

Απαντώντας στα πυρά της κυβέρνησης ότι θα προσφέρει δισεκατομμύρια στους ζάμπλουτους, Τζίνα Ρέινχαρτ και Κλάιβ Πάλμερ, θα ισχυριστεί ότι «η κατάργηση του φόρου μεταλλευμάτων θα καταστήσει την Αυστραλία περισσότερο ελκυστική για τους επενδυτές, ενώ θα στείλει προς τα έξω το μήνυμα ότι δεν τιμωρούμε την επιτυχία».
 Επαναλαμβάνοντας ότι η Αυστραλία θα πρέπει να ενδιαφέρεται το ίδιο έντονα για τη δημιουργία πλούτου, όσο και για τη διανομή του, προσέφερε μία αόριστη εναλλακτική λύση στη θέση του φόρου του άνθρακα «του υψηλότερου στον κόσμο και στη χειρότερη χρονική στιγμή».

Υποσχέθηκε να βρει τρόπους εξοικονόμησης χρημάτων, χωρίς, εντούτοις, να πει από πού, προσθέτοντας απλώς ότι θα λειτουργήσει υπεύθυνα και αποφασιστικά στις προκλήσεις των εργασιακών σχέσεων».

ΔΕΣΜΕΥΣΕΙΣ

Υποσχέθηκε να τηρήσει τη δέσμευσή του όσον αφορά τη μητρότητα, δίνοντας στις γυναίκες άδεια έξι μηνών την οποία θα χρηματοδοτήσουν οι εργοδότες.
Επίσης, να περιορίσει δραστικά τη γραφειοκρατία, γεγονός με το οποίο θα εξοικονομηθεί τουλάχιστον $1δις το χρόνο, και ακόμα να περιορίσει τον αριθμό εκείνων που λαμβάνουν επίδομα ανεργίας, δίνοντας κίνητρα για να ενταχθούν στον εργασιακό χώρο και, κυρίως, κυνηγώντας επισταμένα, σ’ όλη την επικράτεια, τους κάτω των 50 χρόνων που είναι άνεργοι για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Η υπουργός Οικονομικών, Πένι Γουόνγκ, χαρακτήρισε την απάντηση του Άμποτ «άκρως επαναληπτική» και «ασαφή», λέγοντας ότι «αυτό που ακούσαμε από τον Τόνι Άμποτ δεν ήταν τίποτε άλλο από ασάφειες και αρνητικά σχόλια. Εκείνο το οποίο όφειλε να πράξει ήταν να μας πει πού θα βρει τα $70 δις για να καλύψει τα υποσχόμενα σχέδια».
Κάτι που, σίγουρα, θα καλεστεί να το πράξει προεκλογικά, όσο κι αν οδεύει ο Συνασπισμός σε μια εύκολη νίκη.
Επίσης, άναψε το κόκκινο φωτάκι της «εμπιστοσύνης», υπογραμμίζοντας ότι «το Εργατικό Κόμμα θα πρέπει να βρει έναν αρχηγό που να μην είναι κολλημένος στην ιδέα ότι πρέπει με κάθε θυσία να υπερασπίσει τους ανυπεράσπιστους».

Περιττό να πει κανείς, βέβαια, ότι κάτι τέτοιο είναι το τελευταίο πράγμα που θα επιθυμούσε ο Συνασπισμός.
Ας μη μας διαφεύγει ότι ο Τόνι Άμποτ ήταν υποχρεωμένος να σχολιάσει τον προϋπολογισμό και εκείνο που είχε κατά νου ήταν να το πράξει με όσο το δυνατόν λιγότερο δεσμευτικό τρόπο για τον ίδιο. Να μη γίνει στόχος αντεπίθεσης. Κάτι που δεν πρόκειται, εντούτοις, να αποφύγει, όσο ο χρόνος για τις εκλογές πλησιάζει και θα είναι αναγκασμένος να δώσει απαντήσεις καθαρές και συγκεκριμένες όσον αφορά την υλοποίηση των υποσχέσεών του και το ύψος του κόστους.