Ένα 13χρονο αγόρι στην Αντίσταση

Ο Γιώργος Πατεράκης γεννήθηκε το 1931 στη Σούγια της επαρχίας Σελήνου του νομού Χανίων. Υπήρξε αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης από το 1941 έως το 1945.
Πολλά τα αναμνηστικά μετάλλια και οι τιμητικές διακρίσεις που έχει λάβει για το ρόλο του στην Αντίσταση, στην περίθαλψη των συμμάχων στην Κρήτη, αλλά και τη δραστηριότητα που επέδειξε πάνω από μισό αιώνα στην Αυστραλία προκειμένου να μείνουν ζωντανά τα ιδεώδη της Ελλάδας και της Κρήτης ιδιαίτερα, να σφυρηλατηθούν και να μείνουν άτρωτοι οι δεσμοί μεταξύ των παλαιών πολεμιστών Αυστραλών και Νεοζηλανδών με τους Κρήτες της Αυστραλίας.

Αξιοπρεπής, με χαμηλούς τόνους και ουσία στα λόγια και τις πράξεις, αποτελεί τιμή για τους Κρήτες και τους απόδημους Έλληνες γενικά να τον έχουν ανάμεσά τους.
Όταν εισέβαλαν οι Γερμανοί στην Κρήτη ο Γιώργος Πατεράκης ήταν 10 χρονών αγόρι. Έζησε την εισβολή του εχθρού στο νησί του, γεύτηκε την αγριότητα και την απειλή του θανάτου σε καθημερινή βάση. Όλοι οι άντρες της οικογένειας, όλοι οι συγγενείς του ήταν στο βουνό κι’ εκείνος παρά το νεαρό της ηλικίας του, δε γινόταν να μείνει αμέτοχος. Αναλάμβανε από 13 χρόνων πολύ δύσκολες και επικίνδυνες αποστολές.

Αν τον έπιαναν θα τον κρεμούσαν ζωντανό, ακριβώς όπως έκαναν με άλλους που μετέφεραν μηνύματα.
Σήμερα ξεχωρίζει την περίπτωση του μαντατοφόρου Νικόλαου Γερονυμάκη από το χωριό Γρακερά της Κισσάμου.
«Τον πιάσανε στον Κακόπετρο να μεταφέρει έγγραφα και χρυσές λίρες και τον κρεμάσανε σ’ ένα δέντρο την ίδια στιγμή».
 «Ήξερα ότι αν κινδύνευα να με πιάσουν, έπρεπε να μασήσω τα γράμματα. Δε φοβόμουν τίποτε. Δεν ήξερα τι θα πει φόβος. Με κυνηγούσαν και ξέφευγα μέσα από τα χέρια τους. Πετούσα. Ένιωθα την καρδιά μου να φτερουγίζει, δεν ήταν όμως από φόβο. Ήταν από τη λαχτάρα να φέρω σε πέρας την αποστολή μου. Η δουλειά μου ήταν να μεταφέρω μηνύματα από το ένα πόστο στο άλλο”.

Για τους συμμάχους που έκρυβαν οι Κρήτες με κίνδυνο της ίδιας της ζωής τους αλλά και της ίδιας της οικογένειάς τους, θα πει: « Κανείς δε δείλιαζε, κανείς δεν σκεφτόταν τον κίνδυνο που διέτρεχε αν τον έπιαναν οι Γερμανοί να κρύβει συμμάχους. Απλά ήξερε ότι έπρεπε να κάνει το καθήκον του απέναντι στον άνθρωπο. Εξάλλου, κανείς δεν ξεχνούσε ότι οι Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί ήταν εκεί για να μας στηρίξουν. Παρότι εθελοντές, έκαναν το παν να σώσουν την Κρήτη. Βρέθηκαν εγκλωβισμένοι, μέσα στη φωτιά του πολέμου και αναγκάστηκαν να πάρουν τα βουνά. Ζητούσαν καταφύγιο για να μη πιαστούν αιχμάλωτοι. Οι δικοί μας έκαναν το παν για να τους βοηθήσουν. Πρόσφεραν το υπέρτατο αγαθό, αυτή την ίδια τη ζωή τους και αυτή της οικογένειάς τους. Γι’ αυτό και οι Αυστραλοί είναι τόσο ευγνώμονες και μέχρι σήμερα θυμούνται και μιλάνε με συγκίνηση γι’ αυτές τις εμπειρίες που σφυρηλάτησαν δεσμούς ζωής.

«Εγώ, τους κουβαλούσα φαγητό στις σπηλιές. Αν μ’ έπιαναν οι Γερμανοί, δεν τη γλύτωνα».

ΕΨΑΞΑ ΝΑ ΤΟΥΣ ΒΡΩ

Ο Γιώργος Πατεράκης θα πει ότι μόλις ήλθε στην Αυστραλία, τον Απρίλιο του 1959, έψαξε να βρει Αυστραλούς που είχαν παγιδευτεί στην Κρήτη.
«Πήγα στο RSL και μέσα σε 300-400 ανακάλυψα έναν, τον Φρέιζερ.

Η επιθυμία μου να εντοπίσω περισσότερους ήταν μεγάλη. Πήγα και στη Ν. Ζηλανδία κι’ εκεί με υποδέχτηκαν σα βασιλιά. Δεν ξεχνάνε και μας θεωρούνε αδέλφια. Είχα την τιμή φέτος, με πρωτοβουλία του RSL, να βρίσκεται το πορτραίτο μου, μεταξύ των πολεμιστών στον εκθεσειακό χώρο του Μνημείου. Ήταν μια τιμή που αποδόθηκε σε μένα μόνο, από όλη την κρητική πατριά και με συγκίνησε βαθύτατα. Επίσης με τίμησαν με μετάλλιο. Όλα αυτά σε αναγνώριση των υπηρεσιών μου προς τους συμμάχους Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς».

Η έκθεση των παλαιών πολεμιστών έχει ήδη μεταφερθεί στην Καμπέρα. Εκεί ανάμεσα στους ήρωες, βρίσκεται και ο Γιώργος Πατεράκης, το 13χρονο αγόρι που αψήφησε κάθε κίνδυνο για να σώσει τους συνανθρώπους του. Η τιμή του αξίζει.