Ως μία σεμνή και δημιουργική παρουσία στο χώρο της αρχαιολογίας θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάποιος τον Έλληνα αρχαιολόγο Δρ. Κωνσταντίνο Πολίτη, που ήρθε αθόρυβα πριν από δύο εβδομάδες στην Αυστραλία, ενθουσίασε τον ακαδημαϊκό κόσμο της χώρας, και απήλθε, χτίζοντας μία πολύτιμη πολιτιστική γέφυρα μεταξύ Ελλάδας και Αυστραλίας με μοναδικό υλικό την ελληνική προ-βυζαντινή και βυζαντινή ιστορία και παρουσία στις περιοχές της Μεσοποταμίας.
Μέσα στις δύο εβδομάδες της διαμονής του, ο Δρ Πολίτης -γνωστός στο παγκόσμιο ακαδημαϊκό στερέωμα όχι μόνο για τις ανασκαφές του στο Μοναστήρι του Λωτ στην Ιορδανία, αλλά και για ένα ιδιαίτερα μεγαλεπήβολο επιστημονικό εγχείρημα, την καταγραφή όλων των ψηφιδωτών μωσαϊκών της Συρίας τα οποία φέρουν ελληνικά στοιχεία- έδωσε έξι περίπου διαλέξεις στην Αυστραλία τόσο στο Πανεπιστήμιο Macquarie στην Νέα Νότια Ουαλία αλλά και στο Πανεπιστήμιο Μελβούρνης.
Η καριέρα του Δρ Πολίτη είναι άμεσα συνυφασμένη με το Βρετανικό Μουσείο για το οποίο εργάστηκε πάνω από 20 χρόνια και υπό την αιγίδα του οποίου ξεκίνησε τις ανασκαφές στο Νοτιοανατολικό Άκρο της Ιορδανίας προς την Νεκρά Θάλασσα και, συγκεκριμένα, κοντά στον οικισμό Safi. Αυτές οι ανασκαφές έφεραν στο φως το παλαιοχριστιανικό μοναστήρι του Αγίου Λωτ.
Αυτή η δουλειά ήταν που καθιέρωσε τον Έλληνα αρχαιολόγο ως έναν από τους πλέον ειδικούς στον τομέα της παλαιοχριστιανικής αρχιτεκτονικής στην Μέση Ανατολή αλλά και η δουλειά που όπως ο ίδιος είπε στο «Νέο Κόσμο» δημιούργησε ιδιαίτερους δεσμούς μεταξύ αυτού και αυστραλών Αρχαιολόγων.
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΙ ΔΕΣΜΟΙ ΧΡΟΝΩΝ
Οι σχέσεις του Δρ Κωνσταντίνου Πολίτη με την Αυστραλία ξεκίνησαν το ίδιο αθόρυβα και ταπεινά όπως και εξελίχθηκαν, περίπου 10 χρόνια πριν.
Το 1988, πεπεισμένος ότι η περιοχή κοντά στο οικισμό Safi της Ιορδανίας έκρυβε στα σπλάχνα της έναν από τους πλέον σημαντικούς αρχαιολογικούς θησαυρούς της Μέσης Ανατολής, αποφάσισε να ζητήσει από το Βρετανικό Μουσείο να χρηματοδοτήσει ανασκαφές στην περιοχή και έτσι έγινε. Πέρασε πάνω από μία δεκαετία ο δεινός αρχαιολόγος, αλλά άξιζαν τον κόπο. Η σκαπάνη του έφερε στο φως την Μονή Αγίου Λωτ για την οποία οι πρώτοι Χριστιανοί θεώρησαν ότι αποτελούσε το μέρος όπου βρήκε καταφύγιο ο Λωτ με τις κόρες του μετά την καταστροφή των Σοδόμων, όπως αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη.
Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, ο Λωτ και οι κόρες του έμειναν εκεί απομονωμένοι χωρίς καμία επαφή με τους ανθρώπους. Οι κόρες του Λωτ φοβόντουσαν ότι δεν θα έχουν ποτέ την ευκαιρία να βρουν σύζυγο και έτσι σκέφτηκαν να μεθύσουν τον πατέρα τους με κρασί και να κοιμηθούν μαζί του. Το αποτέλεσμα αυτής της πράξης ήταν δύο γιοι, ο Mωάβ από τη μεγαλύτερη κόρη και ο Άμμων από τη μικρότερη (Γένεσις 19). Οι απόγονοι τους ήταν οι ιστορικοί Μοαμπίτες της νότιας Ιορδανίας και οι Αμμωνίτες του Βορρά.
Δύο βιβλία του Έλληνα αρχαιολόγου με θέμα τα ευρήματά του που ζωγραφίζουν μία λεπτομερή εικόνα όχι μόνο όσον αφορά την παλαιοχριστιανική αρχιτεκτονική αλλά και την παλαιοβοτανική, την κεραμική και τις ελληνικές επιρροές στην περιοχή κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο, στάθηκε η αιτία να επισυνάψει σχέσεις με αρχαιολόγους αυστραλιανής καταγωγής που κρατούν ακόμα και σήμερα.
«Υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον από τους Αυστραλούς αρχαιολόγους όχι μόνο για την περιοχή της Μέσης Ανατολής, αλλά και για την ελληνική παρουσία στην περιοχή» λέει ο Δρ Πολίτης.
Επισημαίνει ότι η δουλειά των Ελλήνων αρχαιολόγων χαίρει μεγάλης εκτίμησης από τον ακαδημαϊκό κόσμο γενικότερα, και αναφέρει ότι γι’ αυτόν είναι πολύ σημαντικό Έλληνες αρχαιολόγοι να επισκέπτονται την Αυστραλία, γιατί χτίζουν πολιτιστικές γέφυρες με μία αναπτυγμένη και πλούσια χώρα και γιατί γνωρίζουν στο κοινό τους άλλες που κάποιες φορές είναι και άγνωστες πτυχές του ελληνικού πολιτισμού, ο οποίος όπως, χαρακτηριστικά αναφέρει, «αποδεικνύουν την δυναμική αυτού του πολιτισμού μέσα στο χρόνο».
ΠΑΝΤΑ ΚΑΛΟΔΕΧΟΥΜΕΝΟΙ
Καθώς διαβάζετε αυτές τις γραμμές, ο κ. Πολίτης επιστρέφει στην Ελλάδα. Έκανε την Ελλάδα μόνιμη κατοικία του εδώ και δυόμισι χρόνια και ηγείται της Ελληνικής Εταιρείας Μεσανατολικών Σπουδών, ενώ παράλληλα διδάσκει και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κατά καιρούς.
Εκείνο, όμως, που τον γεμίζει, όπως αναφέρει, είναι να βουτάει στη σκόνη και να φέρνει στο φως πολιτισμούς άλλων εποχών και θέλει σύντομα να ζήσει πάλι αυτό το πάθος του.
Τον ρωτάω κατά πόσο η πολιτική κατάσταση που επικρατεί αυτή τη στιγμή σε χώρες της Μέσης Ανατολής όπως η Συρία, στην οποία δούλεψε το παρελθόν, μπορεί να αλλάξει την δική του αρχαιολογική πορεία και χαμογελά με την ερώτησή μου. «Εμείς οι Έλληνες είμαστε σε μία πάρα πολύ καλή θέση. Εμάς τους Έλληνες μας λατρεύουν όπου και αν πάμε στη Μέση Ανατολή. Ήμασταν στην Ιορδανία όταν μπήκαν οι Αμερικανοί στο Ιράκ, όχι μόνο μία φορά αλλά δύο φορές, και μέσα στο χωριό κανένα πρόβλημα. Η πρεσβεία μας, βέβαια, έφυγε, αλλά εμείς ως αρχαιολόγοι μείναμε. Στην Συρία, επειδή βρέθηκα εκεί τις τελευταίες μέρες πριν ξεκινήσουν οι αναταραχές, για εμάς δεν υπήρχε πρόβλημα, εμείς πηγαίναμε παντού» μου λέει.
Η προσφορά του Έλληνα αρχαιολόγου δεν σταματά, όμως, στο χτίσιμο πολιτιστικών δεσμών μεταξύ Αυστραλίας και Ελλάδας ή Συρίας και Ελλάδας.
Έχει, ήδη, ξεκινήσει την τελευταία του μεγάλη έρευνα που έχει να κάνει με τις ρίζες της βιομηχανίας ζάχαρης. Αυτή η δουλειά του χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και εκείνο που θέλει να καταφέρει με την έρευνά του δεν είναι μόνο η καταγραφή της ιστορίας της συγκεκριμένης «βιομηχανίας», αλλά και η δημιουργία ενός ηλεκτρονικού και ταξιδιωτικού οδοιπορικού σε μία από τις σημαντικές αυτές πλουτοπαραγωγικές ασχολίες στην περιοχή ολόκληρης της Μεσογείου.
Το πότε αυτός ο χαρισματικός και ιδιαίτερα δραστήριος επιστήμονας θα ξαναβρεθεί στην Αυστραλία παραμένει άγνωστο. Εκείνο που έγινε γνωστό είναι το γεγονός ότι πάνω 4.000 άνθρωποι των γραμμάτων και της ιστορίας έτρεξαν στις διαλέξεις του να παρακολουθήσουν το εύρος της δουλειάς του. Και δεν ήταν η πρώτη φορά. Γιατί οι γέφυρες πολιτισμού μεταξύ των δύο χωρών που έκτισε πριν δέκα χρόνια ο Δρ Πολίτης, φαίνεται ότι χτίστηκαν σε πολύ γερά θεμέλια που πάνε πίσω στον χρόνο κάμποσε χιλιετηρίδες.