Είναι εύκολο ν’ αλλάξει τους πολιτικούς ο λαός, αλλά δύσκολο οι πολιτικοί ν’ αλλάξουν τον λαό. Οι πολιτικοί έρχονται και φεύγουν, αφού πρώτα γεμίσουν τις κοιλιές τους με λίπος και τις τσέπες του με χρήμα. Ο λαός μένει – μένει απαίδευτος, αφιλόσοφος, άλογος. Βλέπω από μακριά τον τωρινό ελληνικό λαό και κλαίει η καρδιά μου. Τον βλέπω να εξακολουθεί να στέλνει ένα τσούρμο παπάδες με αγιαστούρες στο Προεδρικό Μέγαρο και στη Βουλή να ορκίσει εκείνους που θα τον κυβερνήσουν.
Μωρέ, Ανατολίτη τσιφτετέλληνα με το τσαρούχι και το κόκκινο φέσι, τι δουλεία έχει η Δημοκρατία με την Ορθοδοξία; Τι δουλειά έχει το «Κύριε, σώσον τον βασιλέα και επάκουσον ημών…» (και άλλα βυζαντινά φιλοβασίλεια κουραφέξαλα) με τη Δημοκρατία; Άραγε έχεις την παραμικρή ιδέα τι λέει το παπαδαριό μέσα στις εκκλησίες; Όχι, βέβαια. Η γλώσσα των προγόνων σου είναι «νεκρή» για σένα. Ε, λοιπόν. Σου το λέω για πολλοστή φορά: το παπαδαριό κάθε χρόνο αναθεματίζει τους προγόνους σου, κι εσύ δεν αντιδράς, δεν στέλνεις τους παπάδες από εκεί που ήρθαν. Σ’ έφτιαξαν Ρωμιό και παραμένεις Ρωμιός. Περιμένω να δω πότε θα γίνεις πάλι Έλληνας.
ΔΙΑΒΑΖΩ ΛΙΑΝΤΙΝΗ
Ετούτες τις μέρες, παρά τον φόρτο εργασίας, κλέβω λίγες ώρες από τον ύπνο μου και διαβάζω το τελευταίο βιβλίο του αείμνηστου πανεπιστημιακού καθηγητή Δημήτρη Λιαντίνη. Το βιβλίο φέρει τον τίτλο Γκέμμα. Ο διακεκριμένος καθηγητής λέει κάποια πράγματα που με εκφράζουν και θα ήθελα να τα μοιραστώ μαζί σας. Σταχυολογώ και προχωρώ.
«Όλα καλά και περίκαλα τα ’χουμε με την πατρίδα. Με το έθνος, την ιστορία μας και τους «αρχαίους ημών πρόγονοι». [Σημ. Εδώ ο Λιαντίνης, με το «πρόγονοι» και όχι «προγόνους», στηλιτεύει την ολιγογραμματοσύνη κάποιων Νεοελλήνων.] Μόνο που ξεχάσαμε ένα. Πως εμείς οι νέοι με τους αρχαίους έλληνες έχουμε τόσα κοινά, όσα ο χασαποσφαγέας με τις κορδέλες, και η μοδίστρα με τα κριάρια. Κι από την άλλη φουσκώνουμε και κορδώνουμε, και ταρτουφίζουμε για «τσι γενναίοι προγόνοι» σαν τι; Όπως εκείνος ο τράγος του Σικελιανού, που εσήκωνε το απανωχείλι του, εβέλαζε μαρκαλιστικά, και οσφραινότανε όλο το δείλι την αρμύρα στη θάλασσα της Κινέττας. Αλίμονο. Η δάφνη κατεμαράνθη. Έτσι δεν εψιθύριζε ο Σολωμός στο Διάλογο κλαίγοντας; Η δάφνη κατεμαράνθη. […]
»Σχέση με τους αρχαίους έλληνες έχουμε εμείς, λένε ο γάλλοι, οι εγγλέζοι και οι γερμανοί. Εμείς που τους ανακαλύψαμε, τους αναστυλώσαμε, τους εξηγήσαμε. Για τους Ευρωπαίους οι νεοέλληνες είμαστε μια δράκα ανθρώπων απρόσωπη, ανάμεσα σε βαλκανιλίκι, τουρκολογιά και αράπηδες. Είμαστε οι ορτοντόξ. Οι Ευρωπαίοι βλέπουνε τους πολιτικούς μας να ψηφίζουν στη Βουλή να μπει το «ορθόδοξος» στην ευρωπαϊκή μας ταυτότητα, κατά διαταγή των παπάδων [. . .] Τέτοιοι οι βουλευτές μας, ακόμη και της Αριστεράς. «Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι βουλευταί (sic) εκατάστρεψαν το έθνος». Έτσι γράφει ο Παπαδιαμάντης.
»Θέλεις να ’χεις πιστή την εικόνα του νεοέλληνα; Λάβε το ράσο του γύπα και του κόρακα. Λάβε τις ασπιδωτές κοιλιές των ιερέων, το καλυμμαύκι Μακαρίου Β΄ της Κύπρου. Και τα γένια τα καλογερικά, που κρύβουν το πρόσωπο, καθώς άκοσμοι αγκαθεροί φράχτες τους αγρούς. Και τις κουκουλωμένες καλόγριες, την άλλη έκδοση του φερετζέ της τούρκισσας, και έχεις το νεοέλληνα φωτογραφία στον τοίχο. Απέναντι σε τούτη τη μελανή και γανιασμένη φοβέρα, φέρε την εικόνα του αρχαίου έλληνα, για να μετρήσεις τη διαφορά. Φέρε τις μορφές των νέων σωμάτων, τις ευσταλείς και τις διακριτές. Να ανεβαίνουν από την Ολυμπία και τους Δελφούς, καθώς λευκοί αργυρόηχοι κρότοι κυμβάλων. Τους ωραίους χιτώνες τους χειριδωτούς, και τα λευκά ιμάτια τα πτυχωτά και τα ποδήρη. Τα πέδιλα από δέρματα μαροκινά, αρμοσμένα στις δυνατές φτέρνες.
»Φέρε την εικόνα που μας αφήσανε οι γυναίκες της αρχαίας Ελλάδας, Οι κοντυλογραμμένες, με τις λεπτές ζώνες, τον κυανό κεφαλόδεσμο, και το ζαρκαδένιο τόνο του κορμιού. Οι ελληνίδες του Άργους και της Ιωνίας, οι λινές και οι φαινομηρίδες. Τρέχανε στα όρη μαζί με την Αταλάντη. Και κοιμούνται στα κοιμητήρια σαν την Κόρη του Ευθυδίκου. Όλες και όλοι στηριγμένοι χαρούμενα σε κάποια μαρμάρινη στήλη, σ’ ένα λιτό κιονόκρανο, σε μια κρήνη λευκή της Αγοράς. Με περίγυρα τους ωραίους γεωμετρημένους ναούς, αναπαμένους στο φως και στην αιθρία. Άνθρωποι, και θεοί, και αγάλματα ένα.
»Όλα ετούτα, για να συγκρίνεις την παλαιή και τη νέα Ελλάδα, να τα βάλεις και να τα παραβάλεις. Και στήσε το φράγκο [σημ. τον Γάλλο] από δίπλα, να τα κοιτάει και να τα αποτιμά. Με το δίκιο του θα ’χει να σου ειπεί: άλλο πράμα η μέρα και το φως, και άλλο η νύχτα και οι μαύροι βρυκολάκοι. Δε γίνεται να βάλεις στο ίδιο βάζο υάκινθους και βάτα. Και κάπου θα αποσώσουν επιτιμητικά την κρίση τους: – Άκου αναίδεια; Να μας ζητούν κι από πάνω τα ελγίνεια μάρμαρα. Ποιοι μωρέ; Οι χριστιανοχομεΐνηδες; [. .]
»Άκουσε λοιπόν, και μάθε το. Και κει που θα γυρίσεις, να το ειπείς και να το μολογήσεις. Η Ελλάδα είναι σβησμένη από τον κατάλογο των εθνών. Αν στείλει κάποτε στους ξένους κανένα παράπονο ή κανένα παρακαλετό, το συζητούν πέντε δέκα άνθρωποι της διπλωματίας σε κάποιο γραφείο, και παίρνουνε την απόφαση, όπως εμείς παραγγέλνουμε καφέ στο καφενείο και στα μπιλιάρδα».
Αυτά λέει ο αείμνηστος καθηγητής. Θαυμάζω το θάρρος του και την ακαδημαϊκή παλικαριά του. Ελπίζω να τον ακολουθήσουν και άλλοι. Είθε οι ιδέες του να στραφταλίζουν στο ελληνικό φως σαν τις κολόνες του Παρθενώνα – αθάνατες!
Στη σημερινή Ελλάδα πρέπει ν’ αλλάξει ο λαός. Ο σημερινός Ελληνοεβραίος να γίνει πάλι Ελληνοέλληνας. Να μάθει πόσα παιδιά είχε ο Σωκράτης, όχι πόσα παιδιά είχε ο Αβραάμ. Πρέπει ν’ αποκτήσει παιδεία ελληνική, για να μπορεί να σκέφτεται ελληνικά. Κι όταν ο άνθρωπος σκέφτεται ελληνικά, γίνεται πάλι Έλληνας.