Η ειδολογική ταυτότητα του τελευταίου βιβλίου του Φίλιππου Φιλίππου (Φ.Φ.) «Ο ερωτευμένος Ελύτης» (εκδ. “Ψυχογιός”, Αθήνα 2011) αποτελεί αληθινό γρίφο, καθότι είναι αβέβαιο πού πρέπει να το εντάξουμε. Το γεγονός ότι ο συγγραφέας του το χαρακτηρίζει «μυθιστόρημα» (βλ. «Σημείωμα», σ. 347) κάθε άλλο παρά λύνει το γρίφο. Κατ’ αρχήν, το λιγότερο που θα περίμενε κανείς από τον συγγραφέα είναι να χαρακτηρίσει το βιβλίο του αυτό ως «μυθοπλαστική βιογραφία» – έστω – αφού ο τίτλος του και μόνο παραπέμπει σαφέστατα στη ζωή μιας μεγάλης προσωπικότητας των ελληνικών γραμμάτων. Συνεπώς, ο ανεξήγητος χαρακτηρισμός «μυθιστόρημα» και παραπλανητικός είναι, αλλά και αδικεί κατάφωρα το συγκεκριμένο πρόσωπο όσο και το καθαυτό πόνημα του Φ.Φ., όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Αλλά και ο ίδιος ο τίτλος του βιβλίου δεν είναι λιγότερο αποπροσανατολιστικός. Δηλαδή, μολονότι κύριο θέμα του βιβλίου (υποτίθεται ότι) είναι η ερωτική δραστηριότητα και ζωή του Ελύτη στην Κέρκυρα, όταν υπηρετούσε φοιτώντας στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών από τον Ιανουάριο έως το Σεπτέμβριο του 1937 (δηλαδή την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά), τελικά ελάχιστα ουσιαστικά πράγματα αποκαλύπτονται (μέσα από τις 369 τόσες σελίδες του βιβλίου) για το συγκεκριμένο θέμα.

Οι πληροφορίες που παρέχονται στο εν λόγω βιβλίο αποτελούνται από: (i) φανταστικά σενάρια, αναφορικά με τον Ελύτη αλλά και άλλα πρόσωπα στην Κέρκυρα (με διατυπώσεις όπως: «Τον φαντάζομαι να…», σ. 11, «Ας βάλω τώρα τη φαντασία μου να λειτουργήσει…» κ.ά. βλ. και σ. 12, 14, 15, 27). (ii) Εικασίες (π.χ. «Εν πάση περιπτώσει, εικάζω πως…», σ. 16, «έχω την αίσθηση πως…», σ. 43, κτλ.). (iii) Υποθέσεις (π.χ. «Μπορούμε, επομένως, να θεωρήσουμε πως…», σ. 21, 29 κτλ). (iv) Φήμες· τόσες πολλές που ακόμη και ο ίδιος ο συγγραφέας να αγανακτεί εξανιστάμενος: «Αυτό το φαινόμενο με τις φήμες ήταν εκνευριστικό. Όλοι μιλούσαν για πράγματα που δεν γνώριζαν κι απλώς επαναλάμβαναν όσα είχαν ακούσει. Ουσιαστικά, δεν υπήρχε καμιά σοβαρή μαρτυρία» (σ. 178). (v) Αοριστίες (π.χ. «Ασφαλώς υπαινισσόταν πως ο νεαρός δόκιμος αξιωματικός ήταν ερωτικά ενεργός», σ. 118, ή «Είναι εξακριβωμένο πως κάποιος ισχυρός παράγων της πόλης ήθελε να τον κάνει γαμπρό του, μα εκείνος δεν είχε καμιά διάθεση να δεσμευθεί […] Ίσως να ήταν ο Κώστας Ασπιώτης ή ο Διονύσης Καρτάνος, ή και οι δύο» (σ. 137). (Απορία: Αφού «είναι εξακριβωμένο», προς τι το «Ίσως»;…). Όλες οι παραπάνω εικοτολογίες, που θα μπορούσαν να εκληφθούν και ως φαρσοκωμωδία, συνοψίζονται κάλλιστα στο επιλογικό παράθεμα του 13ου κεφ.: «Στη μνήμη των μεγαλύτερων, ισχυρίστηκε ο συνομιλητής μου, βρισκόταν καταχωρισμένη η εικόνα ενός Ελύτη σφόδρα ερωτευμένου με μια Κερκυραία. Μολονότι δεν υπήρχε τίποτα το συγκεκριμένο, παρά μόνο φήμες, η εικόνα αυτή παρέμενε ανεξίτηλη, επειδή ο ωραίος δόκιμος είχε θεαθεί να συνομιλεί με θηλυκά σε ποικίλα πάρτι»! (σ. 189). (Σημ.: το θαυμαστικό δικό μου).

Στα άλλα αρνητικά που καταγράφονται δυστυχώς στο βιβλίο, είναι οι συχνές εκτροπές του συγγραφέα από το κύριο θέμα (τη ζωή του Ελύτη) και η ενασχόλησή του με άλλα άσχετα θέματα. Ενδεικτικά αναφέρω τις εκτεταμένες αναφορές του στα «πολιτικά» ποιήματα του Ελύτη (σ. 85-90), στη ζωή του φίλου του Ελύτη Λουίζου (σ. 90-4) και άλλων άνευ σημασίας για τον αναγνώστη προσώπων (όπως π.χ. του Σπύρου Μάζη, σ. 154-57) ή άλλες λοξοδρομήσεις (σ. 202-6). Προφανώς ο συγγραφέας έχει επίγνωση αυτών των παρασπονδιών του και κάποτε επιχειρεί να τις δικαιολογήσει λέγοντας: «Το ότι ασχολούμαι αρκετά με τον παράξενο κύριο Ευάγγελο Λουίζο οφείλεται στις ομοιότητες και τις εκλεκτικές του συγγένειες με τον Ελύτη» (σ. 94). Αυτό όμως ούτε πείθει ούτε και σώζει την κατάσταση, αφού ο αναγνώστης καταλαβαίνει ότι όλα αυτά είναι αναπόφευκτα «γεμίσματα», ελλείψει αληθινών στοιχείων για την ερωτική ζωή του ποιητή.

Άλλο αρνητικό στοιχείο είναι το γεγονός ότι το βιβλίο βρίθει αντιφάσεων και όχι μόνο μεταξύ των συνομιλητών το Φ.Φ. (σ. 310). Μερικά ενδεικτικά σημεία: Ενώ από τη μια οι συνομιλητές του συγγραφέα δηλώνουν παντελή άγνοια για το πού πήγαινε και ποιους έβλεπε ο Ελύτης στην Κέρκυρα (σ. 100), από την άλλη ο συγγραφέας εικάζει συγκεκριμένες πληροφορίες των επισκέψεων του ποιητή (σ. 105-7). Προφανώς πρόκειται για καθαρά φανταστικά σενάρια, αλλά σε τι ακριβώς αποσκοπούν αυτές οι αντιφάσεις, εκτός απ’ το να εκνευρίζουν τον αναγνώστη;

Ενώ κύριο αντικείμενο του βιβλίου (υποτίθεται ότι) είναι ο ερωτιάρης Ελύτης και το πάθος του με τις νεαρές όμορφες γυναίκες – σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο μάλιστα καταχωρούνται τα πλήρη ονοματεπώνυμα των 11 γυναικών και των 5 κορασίδων με τις οποίες «είχε συναντηθεί ο Ελύτης» (σ. 247) – σε άλλο σημείο του βιβλίου ο συγγραφέας δηλώνει ότι «Στο νησί υπήρχαν όμορφες γυναίκες, αλλά ο Ελύτης δεν ήθελε ν’ ασχοληθεί μαζί τους»! (σ. 74). Ή αλλού: «Το ίδιο αδιέξοδες, θα ήταν, κατά τα φαινόμενα, και οι αισθηματικές του ασχολίες, εκείνες που πάσχιζα να αποκαλύψω, να τις βγάλω από το σκοτάδι» (σ. 205-6). (Απορία: Τότε προς τι όλος ο θόρυβος περί «ερωτικού Ελύτη»;). Αλλού: Ενώ στο 9ο κεφ., ως προμετωπίδα δίνεται το σχόλιο του Κωνσταντίνου Ι. Δεσποτόπουλου «Αλλά επέτυχε και να μη παρασυρθεί από τους πειρασμούς, της αφρόντιστης ή και ηδονιστικής ζωής…» («Οδυσσέας Ελύτης» – Φιλολογικά), προηγουμένως είχαμε την εξής κατηγορηματική δήλωση του συγγραφέα: «Ο Ελύτης είναι κυρίως ερωτικός ποιητής, ολόκληρο το σώμα της ποίησής του είναι ερωτικό. Ο ίδιος δηλώνει την ηδονοθηρία του: “Ήμουν δοσμένος ‘εις τες ηδονές’, που λέει κι ο Καβάφης, και στα ταξίδια”, είπε στη Μικέλα Χαρτουλάρη που τον επισκέφθηκε στο σπίτι του στην οδό Σκουφά, για μια συνέντευξη, παρουσία της Ιουλιέτας Ηλιοπούλου» (σ. 95). (Απορία: Τότε σε τι εξυπηρετεί το σχόλιο του Δεσποτόπουλου;).

Το παραδοξότερο όμως, στην προκειμένη περίπτωση, είναι ότι αν και πρωταγωνιστής αυτού του βιβλίου υποτίθεται ότι είναι ο Οδυσσέας Ελύτης, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ο ίδιος ο συγγραφέας του βιβλίου! Κι αυτό γιατί, κατ’ εξοχήν και στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, ο αναγνώστης παρακολουθεί το χρονικό-οδοιπορικό του συγγραφέα στο γενέθλιο νησί του (κυρίως σε σελίδες όπως π.χ. 36-9 και 101-4) που επισφραγίζεται – στα επιλογικά του σχόλια – με την καθ’ όλα αφοπλιστική του εξομολόηγηση: «Εξάλλου, η έρευνά μου δεν ήταν παρά μια πρόφαση για να δικαιολογήσω την επιστροφή μου στην Κέρκυρα, ένα νησί που εδώ και χρόνια με δυναστεύει, ακολουθώντας με σε κάθε μου βήμα, που με διεκδικεί και με γυρίζει στα περασμένα» (σ. 340). Και κατά δεύτερο λόγο, βέβαια, ο αναγνώστης παρακολουθεί τα πάσης φύσεως προβλήματα και αδιέξοδα που αντιμετωπίζει ο Φ.Φ. αναφορικά με τη διεξαγωγή της έρευνάς του για την, υποτιθέμενη, ερωτική ζωή του Ελύτη στην Κέρκυρα.

Το τελευταίο είναι ίσως και το πιο αρνητικό και ακατανόητο στοιχείο του βιβλίου: το ότι ο συγγραφέας αποκαλύπτει κι εξομολογείται ανοιχτά αυτές τις δυσκολίες, τις απογοητεύσεις, τα άγχη και τα αδιέξοδά του! Ήτοι το γεγονός ότι απ’ την αρχή έως το τέλος υψωνόταν διαρκώς μπροστά του ένα σχεδόν αδιαπέραστο τείχος, άλλοτε σιωπής, καχυποψίας κι επιφυλακτικότητας (σ. 47) κι άλλοτε μισόλογων, υπεκφυγών και – κυρίως – απροθυμίας εκ μέρους των συνομιλητών του να του δώσουν πληροφορίες («Εκείνοι όμως που ήταν διατεθειμένοι να μου μιλήσουν όλο και λιγόστευαν» (σ. 223, βλ. και σ. 243), γεγονός που τον εμπόδιζει να φτάσει στο στόχο του. Εξού και δεν είναι λίγες οι φορές που ο συγγραφέας παραδέχεται με αφοπλιστική ειλικρίνεια την «απογοήτευσή  του» (σ. 39) ότι δεν οδηγείτο πουθενά, ότι ουσιαστικά ματαιοπονούσε (σ. 154), ξοδεύοντας άδικα το χρόνο του, και αναρωτιόταν «Προς τι όλ’ αυτά […] Άξιζαν τον κόπο;» (σ. 261). Τελικά συνέχισε και ολοκλήρωσε το εγχείρημα, προφανώς από ένα πείσμα, αλλά «απογοητευμένος» και με μισή καρδιά, όπως λέει (σ. 261).

Αφού απ’ την αρχή όμως ο συγγραφέας διαπίστωσε τις ανυπέρβλητες δυσκολίες (σ. 154) και τα αδιέξοδα (σ. 261) του εγχειρήματός του (α) γιατί δεν τα παρατούσε; Και (β) το σημαντικότερο: γιατί θεώρησε αναγκαίο να «διαφημίζει» ανελλιπώς τις προαναφερθείσες αδυναμίες του; Σε τι μπορούσε να ωφελήσει αυτό; Στο να κατευνάσει μήπως το έντονο αίσθημα του αναγνώστη ότι κάπου εξαπατήθηκε, ότι οδηγήθηκε σ’ ένα… ξεροπήγαδο απ’ το οποίο δεν μπόρεσε να πιει νερό για να ξεδιψάσει; Όλα τα παραπάνω καταδεικνύουν ότι το τελευταίο πόνημα δεν υπήρξε απ’ τις ευτυχέστερες (συγγραφικά) στιγμές του Φ.Φ. Κι αυτό είναι ίσως άδικο γιατί, στο έργο, δεν απουσιάζουν τα θετικά σημεία και οι καλές επί μέρους στιγμές του, οι οποίες θα μπορούσαν να σταθούν αυτοτελώς.

Ενδεικτικά και μόνο αναφέρω λ.χ: (i) Τις γοητευτικές περιδιαβάσεις-ξεναγήσεις και λεπτομερείς περιγραφές-αναφορές του συγγραφέα στο αριστοκρατικό, ιστορικό και φιλολογικό νησί των Φαιάκων μιας παλαιότερης εποχής (που εμπλουτίζεται από την παρουσία και τις λογοτεχνικές παρέες των Θόδωρου Στεφανίδη, «ιδιόρρυθμου φίλου του Κατσίμπαλη και μεταφραστή του Παλαμά στα αγγλικά», Λόρενς Ντάρελ, Ανδρέα Εμπειρίκου, Μ. Καραγάτση, Οδυσσέα Ελύτη και άλλων – που θυμίζουν έντονα σκηνές από το αντίστοιχο πόνημα  του Φ.Φ. «Ο θάνατος του Ζορμπά») αλλά και σκηνές από τη σύγχρονη Κέρκυρα. (ii) Τη συζήτηση για το «πολιτικό» παρελθόν και τα «αποκηρυγμένα» πολιτικο-μαρξιστικά ποιήματα των πρώιμων νεανικών χρόνων του Ελύτη (θαυμαστή των Λένιν και Τρότσκι!, σ. 52 και 81). (iii) Την καθ’ όλα ενδιαφέρουσα ανάλυση της ηδονοθηρικής προσωπικότητας του ποιητή του «Άξιον εστί» και κάποιων ακραιφνών ερωτικών ποιημάτων του. Πεποίθησή μου είναι ότι αν ο Φ.Φ. περιοριζόταν στο να διευρύνει και αξιοποιήσει μία απ’ τις παραπάνω πτυχές του πονήματός του, το αποτέλεσμα θα ήταν εντελώς διαφορετικό.

Συμπερασματικά: Όπως προκύπτει απ’ τα προαναφερθέντα, το εγχείρημα του Φ.Φ. υπήρξε από κάθε άποψη αδιέξοδο για τους εξής λόγους: Πρώτον, ελλείψει επαρκών στοιχείων για την ερωτική ζωή του Ελύτη τους λίγους μήνες παραμονής του στην Κέρκυρα, ο συγγραφέας «έπρεπε να τα κατασκευάσει», όπως του πρότεινε ένας απ’ τους συνομιλητές του (σ. 243). Δεύτερον, αυτή η «κατασκευή» είναι άκρως προβληματική καθότι ερμαφρόδιτη. Δηλαδή ούτε καθαρώς πραγματολογική ούτε και καθαρώς μυθοπλαστική, με αποτέλεσμα αντί για σύγκλιση να έχουμε απόκλιση. Μια τέτοια τεχνική θα ταίριαζε ίσως σ’ ένα μεταμοντέρνου είδους μυθιστόρημα, όχι όμως στο παρόν πόνημα, το οποίο κάθε άλλο παρά «μυθιστόρημα» είναι, όπως προείπαμε.

Στο εύλογο ερώτημα που ενδεχομένως να τεθεί, γιατί δηλαδή το προηγούμενο πόνημα του Φ.Φ. «Ο θάνατος του Ζορμπά» (2007) – το οποίο ακολουθεί την ίδια φόρμουλα με το υπό εξέταση έργο – στάθηκε τυχερότερο από το τελευταίο, η απάντηση είναι απλή. Όπως κατέδειξα στη διεξοδική μου ανάλυση («Zorba the Greek» ή «Zorba the freak?», «Ν.Κ.», 2.5.2011) λίγο έλειψε και ο «Ζορμπάς» να έχει την ίδια μοίρα με τον «Ελύτη», αφού ήταν φτιαγμένος με την ίδια «συνταγή». Αν σώθηκε, αυτό οφείλεται στο αυτοπαρωδικό του στοιχείο που το κάνει πιο ευχάριστο και διασκεδαστικό, εν αντιθέσει με τον «Ελύτη» (όπου ο συγγραφέας μάταια αγωνίζεται για… «ένα άδειο πουκάμισο, για μιαν Ελένη» [Βεντούρα], εκ μέρους της οποίας δεν υπήρξε κανένα αίσθημα για τον ερωτευμένο Ελύτη). Έτσι, στον Φ.Φ. δεν απομένει παρά να αμύνεται αυτοαπολογούμενος, στον επίλογο, ως εξής:

«Όλα όσα διηγήθηκα εδώ ίσως να έγιναν έτσι, ίσως και διαφορετικά. […] Από τη μεριά μου, προσπάθησα απλώς να φέρω στο φως άγνωστες στιγμές της ζωής του ποιητή. Βεβαίως, μερικά από τα επεισόδια που περιγράφω στηρίζονται σε ενδείξεις και αποτελούν απλές υποθέσεις. Άρα μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε, εικασίες που είναι απόρροια πληροφοριών. Το πρόβλημά μου ήταν να ενσωματώσω στο τελικό κείμενο το αντιφατικό υλικό που διέθετα, χωρίς να αλλοιώσω το πνεύμα των συνομιλητών μου και χωρίς να καταστρέψω αυτό που οι ίδιοι θεωρούσαν ως αλήθεια. Σε κάθε περίπτωση, όσα έχω διηγηθεί είναι προϊόν των συζητήσεών μου με ανθρώπους που τον γνώρισαν ή άκουσαν άλλους να μιλούν γι’ αυτόν, έστω κι αν ορισμένα μπορεί να θεωρηθούν καρπός της φαντασίας μου. Εντέλλει ένα μυθιστόρημα δεν είναι ποτέ μια πιστή ιστορία» (σ. 339-40).

Ωραία όλα αυτά. Μόνο που δύσκολα πείθουν τον αναγνώστη. Γιατί στη λογοτεχνία, όπως και στη ζωή, δεν μπορείς να τα έχεις μονά ζυγά δικά σου. Γι’ αυτό κι επαναλαμβάνω: Φρονώ ότι το εν λόγω βιβλίο θα ωφελείτο τα μέγιστα, αν ο Φ.Φ. αντί για τις διάφορες «αλχημείες» του (με τα λογοτεχνικά είδη) επικεντρωνόταν αποκλειστικά σε μια καθαρώς μυθοπλαστική (και όχι μεσοβέζικη) εκδοχή της ερωτικής ζωής του Ελύτη, αντί να το κάνει πλημμελώς και διόλου «πρωτότυπα», όπως ισχυρίζεται στην αρχή του βιβλίου του (σ. 17). Δυστυχώς, όμως, τα επετειακά πονήματα αποδεικνύονται, ενίοτε, κακοί σύμβουλοι…

*Ο Δρ Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός, διδάκτωρ νεοελληνικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Μελβούρνης, λογοτέχνης, βιογράφος, δοκιμιογράφος-κριτικός και μεταφραστής λογοτεχνίας. Έχουν εκδοθεί 20 βιβλία του (15 αυτοτελή και 5 μεταφρασμένα).