Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, σε όλο τον κόσμο, επιτελείται ένας εκδημοκρατισμός της κουλτούρας και άνοιγμα των πολιτικών δομών στις μάζες. Αυτό συνδέεται τόσο με τη γλώσσα όσο και με την ιστοριογραφία, όπου παρατηρείται μια απομάκρυνση από τη γεγονοτολογία και τις « μεγάλες αφηγήσεις».

Οι καθημερινοί άνθρωποι, οι «ανώνυμοι» δράστες της ιστορίας, αποκτούν κι’αυτοί θέση στην ιστορική σύνθεση παράλληλα με τους ήρωες και τις μεγάλες προσωπικότητες.
Τα παραδείγματα είναι πάρα πολλά. Θα αναφέρω κάποια που σχετίζονται με κάποιες πρόσφατες παρουσιάσεις βιβλίων στην Παροικία της Μελβούρνης και που κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση. Τέτοια είναι , για παράδειγμα, το βιβλίο του καθηγητή Α. Μ. Τάμη, με τίτλο «Οι Έλληνες στην Άπω Ανατολή»,το βιβλίο της Ελένης Φραγκούλη-Νίκα, “Η Αθηνά και οι κόρες της – Μνήμες δύο κόσμων” ή και το βιβλίο «Ελληνοαυστραλοί στα Αυστραλιανά στρατεύματα στον Α’ και Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο», που έγραψε ο βετεράνος του πολέμου του Βιετνάμ, Στηβ Κυρίτσης. Σ΄ όλα αυτά είναι χαρακτηριστική η στροφή προς τη μνήμη και την εμπειρία, η στροφή σε πράγματα και πρόσωπα οικεία, τα οποία διατηρούν δεσμούς μαζί μας και όχι σε κάποια που είναι απομακρυσμένα.

Μιλάμε σήμερα για μια «ιστοριογραφική έκρηξη» με χαρακτηριστικό της γνώρισμα τον πολλαπλασιασμό των ιστορικών αντικειμένων και την έκφρασή της μέσα από τη λογοτεχνία αλλά και από άλλες μορφές τέχνης. Είναι μια μικροϊστορία, που είναι δεμένη με όλο το φάσμα της ανθρώπινης κοινωνικής ζωής και που επιχειρεί να κατανοήσει γεγονότα και καταστάσεις σε ένα μάλλον περιορισμένο, τοπικό χώρο αναφοράς. Από το χώρο της πρόσφατης Ιστορίας της ελληνικής παροικίας της Μελβούρνης αντλώ και παρουσιάζω ένα ξεχωριστό πρόσωπο που είναι άγνωστο στο ευρύτερο κοινό.

Ο ΛΑΪΚΟΣ ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΓΡΑΦΟΣ ΑΝΙΚΗΤΟΣ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗΣ

Ο Ανίκητος Γιαννούδης γεννήθηκε στο χωριό Βουνί της Κύπρου στα 1902. Το Βουνί είναι ένα γραφικό χωριό, με πλούσια αρχιτεκτονική κληρονομιά. Βρίσκεται, στην περιφέρεια των κρασοχωρίων στην επαρχία Λεμεσού και είναι κτισμένο σε μέσο υψόμετρο 800 μέτρων.

Ο Ανίκητος από μικρός ήταν πολύ εργατικός και δραστήριος. Όταν τελείωσε το σχολείο ασχολήθηκε με τη γεωργία. Η οικογένειά του είχε λίγα χωράφια με ελιές, χαρουπιές και αμπέλια. Παράλληλα έμαθε την τέχνη του κουρέα και εξασκούσε κι αυτό το επάγγελμα. Στο χωριό είχε κι έναν θείο του, ονόματι Κύρο, που ήταν κι αυτός κουρέας. Ο Κύρος ήταν πολύ ανήσυχο πνεύμα ,πολύ εφευρετικός και καταπιανόταν παράλληλα και με τη ζωγραφική. Ο νεαρός Ανίκητος φαίνεται πως τον είχε σαν πρότυπο και επηρεάσθηκε πολύ από αυτόν. Έτσι από πολύ νωρίς άρχισε να ζωγραφίζει και να προσπαθεί πολύ φιλότιμα να μάθει τα μυστικά αυτής της τέχνης. Όπως έλεγε κι ο ίδιος, σταθμός για την ασχολία του με την αγιογραφία, στάθηκε και η αγιογράφηση του ναού του χωριού του. Έκλεβε λίγο χρόνο όποτε μπορούσε και έτρεχε να δει τους μαστόρους που ιστορούσαν την εκκλησία.

Παντρεύτηκε την Δωροθέα Ιωάννου και αξιώθηκαν να αποκτήσουν έντεκα παιδιά από τα οποία εννιά παρέμειναν στη ζωή. Οι καιροί ήταν πολύ χαλεποί και ο αγώνας για την επιβίωση καθημερινός και σκληρός.( Θυμίζουμε πως εκείνη την εποχή η Κύπρος ήταν κάτω από Αγγλική κατοχή).
Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, και ενώ τα παιδιά μεγάλωναν, ο Ανίκητος και η σύζυγός του βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια πολύ δύσκολη απόφαση: Ήθελαν ,πάση θυσία, να σπουδάσουν τα παιδιά τους και η μόνη δυνατότητα για να γίνει αυτό ήταν να μετοικήσουν στη Λεμεσό. Το χωριό παρόλο που απέχει μόνο 27 χιλιόμετρα από την πόλη, δεν είχε συγκοινωνία για να εξυπηρετούνται τα παιδιά. Η έγνοια τους αυτή βέβαια αφορούσε μόνο τα αγόρια γιατί για τα κορίτσια ούτε λόγος. Γι’ αυτά η εκμάθηση μιας τέχνης και η παντρειά ήταν μονόδρομος. Αξίζει να σημειωθεί πως για τους κατοίκους του Βουνιού η στροφή προς την ανώτερη και ανώτατη μόρφωση είχε ξεκινήσει ήδη από το 1900 περίπου.

Έτσι, πούλησαν τα λιγοστά τους χωράφια , πήραν την πολυμελή οικογένειά τους και εγκαταστάθηκαν στη Λεμεσό. Εκεί ο Ανίκητος άρχισε να εργάζεται σαν κουρέας κι παράλληλα άρχισε να αγιογραφεί τις πρώτες του εικόνες. Για κακή του τύχη όμως αρρώστησε βαριά από πλευρίτιδα και έμεινε κατάκοιτος, χωρίς να μπορεί να εργαστεί, για δυο ολόκληρα χρόνια. Τα λίγα χρήματα τελείωσαν και η οικογένεια βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση. Τα μεγαλύτερα παιδιά άρχισαν, το ένα μετά το άλλο, να παίρνουν το δρόμο της ξενιτιάς: Αγγλία, Αυστραλία και Ελλάδα.

Τρία από αυτά, ο Αιμίλιος ο Ιωάννης και η Αγλαόπη, ήρθαν πρώτα στη Μελβούρνη.
Ο Ιωάννης έκανε από εδώ πολλές προσπάθειες να βρει κάποιες παραγγελίες εικόνων για να βοηθήσει τον πατέρα του και την υπόλοιπη οικογένεια που ήταν ακόμα στην Κύπρο. Μάλιστα, ύστερα από ένα ταξίδι του στην πατρίδα τον έπεισε να μεταναστεύσει κι αυτός εδώ, μιας και υπήρχε μεγάλη ζήτηση για αγιογράφους .Οι κοινότητες στη δεκαετία του ’60 οργάνωναν σχολεία και προσπαθούσαν να κτίσουν Ιερούς Ναούς.

Ο Ανίκητος ύστερα από μεγάλο διάστημα αναμονής και προσπαθειών κατάφερε να φτάσει στη Μελβούρνη το 1968. Δεν του έδιναν άδεια να ταξιδέψει γιατί παρουσίαζε μια σκιά στον πνεύμονα, απομεινάρι από την πλευρίτιδα που είχε περάσει, και οι αυστραλιανές Αρχές είχαν υποψία πως επρόκειτο για φυματίωση. Εγκαταστάθηκε στο Fawkner όπου έμενε με την οικογένεια της κόρη του και άρχισε αμέσως να αναζητεί εργασία ως αγιογράφος, μέσω των ελληνικών κοινοτήτων σε όλη τη Βικτώρια. Στη συνέχεια μετακόμισε στο Ashburton, στο Bulleen, στο East Doncaster και τέλος αγόρασε σπίτι στο Μount Dandenong.

Στην αρχή εργάστηκε για την εκκλησία Αγίων Αναργύρων Oakleigh και συνέχισε την αγιογράφηση φορητών εικόνων για το τέμπλο του ναού που ήδη είχε αρχίσει ένα χρόνο πριν από την Κύπρο. Στις εικόνες αυτές, που μπορεί κάποιος να δει και σήμερα στην εκκλησία, υπογράφει: «ΑΝΙΚΗΤΟΣ ζωγράφος Λεμεσός Κύπρου 1967».Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 εγκαταλείπει την αναγεννησιακή (δυτική) τεχνοτροπία και στρέφεται στα πρότυπα της Βυζαντινής Ζωγραφικής. Οδηγός του και «δάσκαλος» σε αυτή του τη μεταστροφή είναι ο Φώτης Κόντογλου. Μέσα από το δίτομο έργο «ΕΚΦΡΑΣΙΣ» που του έστειλε δώρο από την Αθήνα ο γιος του Σώζος (αγιογράφος και πρώην καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας) ανακαλύπτει το μυστικό, πνευματικό θησαυρό της Βυζαντινής Τέχνης. Από το βιβλίο αυτό παίρνει απαντήσεις στα πολλά τεχνικά ερωτήματά και αντιγράφει από εκεί πρότυπα Αγίων και παραστάσεων που του είναι χρειαζούμενα στο έργο του.

Βλέπουμε λοιπόν πως με αυτόν τον έμμεσο τρόπο, ο πρωτοπόρος της γενιάς του ΄30 Φώτης Κόντογλου, μεταλαμπαδεύεται στην μακρινή Αυστραλία.
(Έχοντας ο ίδιος δει πολλά έργα του ίδιου του Κόντογλου αλλά και μαθητών του ,έμεινα έκπληκτος για την προσήλωση αλλά και την αφομοίωση του ιδιαίτερου ύφους του από τον Ανίκητο, ιδιαίτερα σε εικόνες που βρίσκονται στον Ιερό Ναό του Αγίου Χαραλάμπου στο Templestowe ).

Ο Ανίκητος Γιαννούδης εργάζεται ασταμάτητα και η μια παραγγελία διαδέχεται την άλλη. Παρόλο που είναι μεγάλος στην ηλικία δουλεύει ασταμάτητα και με μεγάλο ζήλο, ζώντας με προσήλωση στις αρχές της οικογένειας και με συνέπεια στο λειτούργημά του. Στα είκοσι πέντε χρόνια της παραμονής εδώ, φιλοτεχνεί δεκάδες εικόνες που κοσμούν πολλούς ναούς σ΄ όλη τη Μελβούρνη και αποτελούν σεπτά προσκυνήματα για τους πιστούς Ορθόδοξους Χριστιανούς μέχρι σήμερα. Ύστερα από την εκκλησία των Αγίων Αναργύρων στο Oakleigh εργάζεται για την εκκλησία των Ταξιαρχών στο Mentone( εδώ κάνει και τον Παντοκράτορα) και την εκκλησία του Αγίου Ευσταθίου στο South Melbourne. Εργάζεται στη συνέχεια για τους Ελληνορθόδοξους ναούς στα προάστια: Prahran, Fawkner, East Malvern, North Balwyn Bentleigh, Clayton, North Carlton, Templestowe, Altona και για ναούς άλλων πόλεων όπως Mildura, Αdelaide, Perth κ.ά.

Αγιογραφεί επίσης πολλές φορητές εικόνες για ιδιώτες που του δίνουν παραγγελίες
Το 1992 επιστρέφει στην Κύπρο, αν και ο ίδιος δεν το επιθυμεί ιδιαίτερα αλλά το κάνει περισσότερο για χάρη της συζύγου του. Ο ίδιος αγάπησε πολύ την Αυστραλία και μιλούσε πάντα με τα καλύτερα λόγια γι’ αυτή τη φιλόξενη και όμορφη χώρα. Εδώ, εκτός από τα παιδιά και τα εγγόνια του, είχε και τα «πνευματικά» του παιδιά , τα έργα του, καθώς και ένα μεγάλο κύκλο συμπατριωτών που τον εκτιμούσαν και τον σέβονταν.

Πέθανε το 1995 και μέχρι τα τελευταία του δεν έπαψε ούτε μέρα να εργάζεται. Ανακατεύοντας το αυγό με τις αγαπημένες του σκόνες (τις ώχρες, τα χοντροκόκκινα και τις ούμπρες), προσπαθούσε να αποτυπώσει με το χρωστήρα του τον υπερβατικό κόσμο της πίστης μας. Τελευταία του εικόνα οι Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ.

Η ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Σκιαγραφώντας το πορτραίτο του Ανίκητου Γιαννούδη, λαϊκού ζωγράφου και Αγιογράφου ,που έζησε και δημιούργησε στην Κύπρο και στην Αυστραλία, δεν έχω την πρόθεση να προβάλλω το συγκεκριμένο άνθρωπο( ποτέ δεν τον γνώρισα αυτοπροσώπως) ούτε να τον κατατάξω αξιολογικά ανάμεσα στις ξεχωριστές προσωπικότητες που έζησαν και έδρασαν στην Ελληνική παροικία της Μελβούρνης. Δεν είμαι εγώ ο αρμόδιος για να κάνω κάτι τέτοιο, για πολλούς λόγους.

Σκοπός μου, κυρίως, είναι να παρουσιάσω ένα καλό παράδειγμα για το πως μια τέτοια έρευνα μπορεί να αποτελέσει την αφορμή για μια σειρά από δραστηριότητες που έχουν μεγάλη παιδαγωγική αξία και μπορούν να αξιοποιηθούν από τους δασκάλους μας εδώ. Τέτοιου είδους δραστηριότητες με θεματολογία από την Τοπική Ιστορία , ή και από περιοχές μείζονος σημασίας για τον πολιτισμό έχουν χρησιμοποιηθεί(δεν είναι κάτι νέο), σε πολλές χώρες που έχουν πολυπολιτισμικά χαρακτηριστικά, όπως η Αυστραλία, προκειμένου να οικοδομήσουν τις κοινωνικές αντιλήψεις των παιδιών αλλά και σαν μέσο για τη διδασκαλία της γλώσσας. Η ιστορία αυτή, που είναι μόνο ένα πολύ μικρό κομμάτι από την συνολική ιστορική αφήγηση για τη μετανάστευση και εγκατάσταση του Ελληνισμού στους Αντίποδες, συνδέεται στενά με το βασικό μας σκοπό που είναι η διατήρηση της πολιτιστικής μας ταυτότητας , της γλώσσας και των παραδόσεών μας.

Τον άνθρωπο Ανίκητο Γιαννούδη πολλοί λίγοι γνώρισαν και πολύ λιγότεροι τον θυμούνται πια. Τα έργα του όμως υπάρχουν σε τόσους πολλούς ναούς και εκτός από τη συνεισφορά τους στο λειτουργικό–λατρευτικό μέρος αποτελούν υλικά τεκμήρια της συνέχειας του μακραίωνου πολιτισμού μας. Μπορούν να φέρουν τους μαθητές σε άμεση επαφή με πρωτογενείς πηγές ,απτά αντικείμενα( hands on experiences) που βρίσκονται στον άμεσο και κοντινό τους χώρο και να βοηθήσουν, με την κατάλληλη διδακτική προσέγγιση, τόσο στη γλωσσική καλλιέργεια, όσο και στην ανάπτυξη της ιστορικής συνείδησής τους. Mε την προετοιμασία από τον/την εκπαιδευτικό μιας επίσκεψης σε έναν από τους παραπάνω ναούς μπορούμε να συνδέσουμε τη δραστηριότητά μας αυτή με πολλά άλλα γνωστικά αντικείμενα (ιστορία, θρησκευτικά, τέχνη κ.ά.) και να πάρει η διδασκαλία της γλώσσας, μέσα από όλα αυτά ,μια βιωματική διάσταση. Μπορούμε να παρακινήσουμε τα παιδιά να κάνουν παρόμοιες έρευνες πάνω στην οικογενειακή τους μεταναστευτική ιστορία, τα επαγγέλματα και τη ζωή των προγόνων τους.

Παρόμοιες ιστορίες προβάλλονται ιδιαίτερα από το Immigration Museum με το οποίο προσπαθούμε να εγκαινιάσουμε μια συνεργασία προς αυτή την κατεύθυνση.

*Ο Βασίλειος Γκόκας είναι δάσκαλος – εικαστικός – μουσειολόγος και Συντονιστής Εκπαίδευσης Αυστραλίας / Νέας Ζηλανδίας.