Μια ομάδα 26 τσιγγάνων από την Ελλάδα που έφτασε στην Αυστραλία το 1898 έγινε η αιτία να ψηφιστούν οι πρώτοι ρατσιστικοί νόμοι και να δημιουργηθεί διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ των δυο χωρών.

Την ιστορία αυτή την έφερε πριν χρόνια ο συνάδελφος Μπάμπης Σταυρόπουλος και την δημοσίευσε στο περιοδικό «Παροικία» που κυκλοφορούσε.
Η ιστορία επανήλθε στην   επικαιρότητα τώρα στην Αυστραλία λόγω του διαλόγου που γίνεται για την αντιμετώπιση των αιτούντων άσυλο από τις αυστραλιανές αρχές ενώ τα αυστραλιανά μέσα ενημέρωσης εντόπισαν κάποιες εστίες τσιγγάνων που υπάρχουν ακόμα σε πόλεις αλλά και στην αυστραλιανή επαρχία.

Ο Μπάμπης Σταυρόπουλος  είχε ανακαλύψει ολόκληρο «θησαυρό» κρυμμένο σε  πολυκαιρισμένα αρχεία και εφημερίδες της εποχής  όπου και στήριξε το κείμενό του και δημοσίευσε το ρεπορτάζ στην «Παροικία» από  πηγάζει εξ ολοκλήρου το ακόλουθο ρεπορτάζ.

 Η ιστορία μας αρχίζει από τις μέρες του 1897, όταν η τότε Ελλάδα έχει υποστεί ταπεινωτική στρατιωτική ήττα από την Τουρκία, με πολλαπλές, ως  συνήθως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, συνέπειες, ανάμεσά τους και τον αναγκαστικό ξεριζωμό και τα επακόλουθα. Μέσα στις συνθήκες αυτές, λοιπόν, 26 τσιγγάνοι από χωριά της Θεσσαλίας κατέφυγαν στο Βόλο και από εκεί βρέθηκαν  μέσα σ’ ένα πλοίο που σάλπαρε για την Αυστραλία. Εκείνες τις στιγμές τίποτε  δεν περνούσε από το μυαλό αυτών των ανθρώπων για το τι θα επακολουθούσε. 

Τον Μάη του 1898 υπεγράφη στη Λαμία μια ανακωχή, αλλά η τουρκική εξουσία επέβαλε καθεστώς τρομοκρατίας και διώξεων, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί κύμα χιλιάδων προσφύγων, από τους οποίους άλλοι μετανάστευσαν στις ΗΠΑ και άλλες χώρες και άλλοι μετανάστευσαν στον υπόλοιπο «ελεύθερο» «ελλαδικό» χώρο. Στο πλήθος αυτό ήταν και η ομάδα των 26 αυτών τσιγγάνων που κατέφυγαν στο Βόλο. Εκεί πληροφορήθηκαν από εμπόρους για την ύπαρξη μιας «ευτυχισμένης και ξέγνοιαστης» χώρας, της Αυστραλίας. Έτσι, πληρώνοντας ό,τι είχαν και δεν είχαν, επιβιβάστηκαν στο γαλλικό ατμόπλοιο «Ville de la Giotat» και αναχώρησαν, με προορισμό την Αυστραλία, στις 20 Ιούνη 1898, αρχίζοντας την απίστευτη περιπέτειά τους, χωρίς, βέβαια, οι ίδιοι να τη φαντάζονται ή να είναι υπεύθυνοι γι’ αυτήν. Γιατί οι 26 αυτοί τσιγγάνοι έγιναν αφορμή οι τοπικές και άλλες επίσημες αρχές σε όλη σχεδόν την αυστραλιανή επικράτεια να ασχοληθούν για αρκετά μεγάλο διάστημα μαζί τους και να ψηφιστούν έτσι οι πρώτοι, στην ουσία, ρατσιστικοί νόμοι εναντίον των «εγχρώμων», αλλά και να προκληθεί το πρώτο διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ Ελλάδας και Αυστραλίας. Κι ακόμα, η άφιξη των 26 αυτών ανθρώπων έγινε χωρίς οι αυστραλιανές αρχές να ξέρουν κάτι, γιατί κανείς δεν είχε εγκρίνει την είσοδό τους στη χώρα, κανείς δεν τους περίμενε και – το κυριότερο – κανείς δεν τους ήθελε. Ακόμα και η εμφάνισή τους, με τα κουρελιασμένα τους ρούχα, δημιουργούσε κινδύνους, σύμφωνα με τις αυστραλιανές αρχές.  Έφτασαν, λοιπόν, από λάθος, στο λιμάνι της Αδελαίδας, γιατί αρχικά ήταν να αποβιβαστούν στο Σίδνεϊ. Οι εφημερίδες της εποχής περιέγραψαν με τα μελανότερα χρώματα την άφιξη και την όλη εμφάνισή τους, δημοσιεύοντας και χαρακτηριστικές φωτογραφίες τους. Δινόταν, επίσης, έμφαση στο γεγονός ότι «δεν ήσαν έλληνες» αλλά «γύφτοι που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Ελλάδα» και στο ότι «το μόνο επάγγελμα που γνώριζαν ήταν αυτό του γανωτή»; Από την αρχή της άφιξής τους, στο μέρος όπου έστησαν τις σκηνές τους, άρχισαν να δέχονται την επίσκεψη διαφόρων. Άλλοι τους κορόιδευαν, άλλοι τους προσέφεραν φαγητό και ρούχα, ενώ μερικοί τους έδωσαν και λίγα χρήματα. Αλλά οι περισσότεροι, με επικεφαλής το δήμαρχο της Αδελαίδας, άρχισαν να διοργανώνουν την εκδίωξή τους, αφού πρώτα έστειλαν υγειονομικό προσωπικό να απολυμάνει το χώρο που κατέλαβαν.

Τέλος, τους επισκέφτηκε ο (Αυστραλός) πρόξενος της Ελλάδας, κ. Γουίλκις, ο οποίος διαπίστωσε ότι «δεν μιλούσαν αγγλικά αλλά μόνο ελληνικά» (!) Στο μεταξύ, το θέμα τους συζητήθηκε στη βουλή της Νότιας Αυστραλίας κατόπιν πρότασης ενός βουλευτή να απαγορευτεί με νόμο η είσοδος «σε βρωμοέλληνες, βρωμοϊνδούς και παλιοκινέζους!» Αλλά για τους 26 αυτούς τσιγγάνους το θέμα ήταν να επιβιώσουν. Κι έτσι, αφού δεν είχαν άλλον τρόπο να πετύχουν κάτι τέτοιο, άρχισαν να περιπλανιούνται από δω κι από κει ζητιανεύοντας, αποτελώντας «θέαμα» για τους ντόπιους. Οι τσιγγάνοι, βλέποντας ότι αποσπούσαν την προσοχή των πάντων, άρχισαν να χορεύουν, να κάνουν ταχυδακτυλουργικά και διάφορα παρόμοια, αποσπώντας έτσι κάποια χρήματα που τους ήταν αναγκαία για την επιβίωσή τους. Αυτό, όμως, δεν άρεσε σε άλλους, όπως τους κύκλους της αριστοκρατίας και τον Τύπο.

Μάλιστα η εφημερίδα «Advertiser» της Αδελαίδας έγραφε, στις 27 Ιούνη 1878, μεταξύ άλλων: «Έχουν κατασκηνώσει σε κάτι παμπάλαιες σκηνές από αυτές που χρησιμοποίησαν οι έλληνες στον Τρωικό Πόλεμο, πριν 3000 χρόνια? (!) Ο τοπικός αρχηγός της αστυνομίας έδωσε διαταγή να φύγουν αμέσως από τον τόπο κατασκήνωσής τους και έστειλε εγκύκλιο σε όλα τα τμήματα να μην τους αφήνουν να παραμένουν σε κανένα μέρος «μέχρι να φτάσουν στη Μελβούρνη, όπου θα τους αναλάβουν άλλοι».  Στις 29 του ίδιου μήνα τους επιβιβάζουν με το ζόρι σ’ ένα τραίνο και φτάνουν στο Νόργουντ της Νότιας Αυστραλίας όπου στήνουν τα τσαντίρια τους. Αλλά οι  εκεί κάτοικοι συγκεντρώθηκαν αμέσως στο σιδηροδρομικό σταθμό, αναγκάζοντάς τους να φύγουν με το αμέσως επόμενο τραίνο. Σε ορισμένα χωριά οι κάτοικοι τους συμπεριφέρθηκαν βίαια και σε μερικά τους πετροβόλησαν και δεν τους άφησαν να κατέβουν καν από το τραίνο. Όπου κατάφερναν να αποβιβαστούν έστηναν τις σκηνές τους μακριά από το χωριό και επισκέπτονταν τα διάφορα αγροκτήματα (φάρμες) για να ζητήσουν φαγητό. Υπήρξαν και χωριά όπου κάτοικοι τους βοήθησαν με κάθε τρόπο. Έτσι, μετά από πολλές περιπέτειες και περιπλανήσεις, έφτασαν στις 23 Ιούνη 1898 στο χωριό Serviceton της Βικτώριας. Οι εφημερίδες της Μελβούρνης ανήγγειλαν το γεγονός, αναφέροντάς τους ως έλληνες πρόσφυγες ή απλά ως «γύφτους».

Μερικοί έλληνες της Μελβούρνης εξοργίστηκαν με τα δημοσιεύματα και ανέφεραν ότι δεν ήταν έλληνες αλλά τσιγγάνοι από τη Σερβία που μιλούσαν ελληνικά (!) αλλά τους ισχυρισμούς αυτούς τους διέψευσε ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης της Βικτώριας, Πίκοκ, που είπε ότι οι 26 αυτοί άνθρωποι έχουν ελληνικά διαβατήρια που τους τα χορήγησε το ελληνικό προξενείο του Πορτ Σάιντ της Αιγύπτου. Οι εφημερίδες συνέχισαν τα ρατσιστικά τους δημοσιεύματα. Οι τσιγγάνοι άρχισαν και στη Βικτώρια τις περιπλανήσεις από χωριό σε χωριό και το σκηνικό ήταν σχεδόν το ίδιο μ’ αυτό της Ν. Αυστραλίας. Οι περισσότεροι ντόπιοι τους έδιωχναν κακήν κακώς. Στο μεταξύ, η κυβέρνηση της Νέας Νότιας Ουαλίας έδωσε εντολή στα αστυνομικά τμήματα να μην τους επιτρέψουν με κάθε τρόπο να περάσουν στο έδαφος της πολιτείας. Έτσι, περιπλανώμενοι, καταδιωγμένοι, πεινασμένοι και κουρελήδες, έκαναν σχέδια για να πάνε στη Μελβούρνη, όπου έλπιζαν ότι η εκεί ελληνική παροικία θα τους βοηθούσε. Στις 17 Αυγούστου έφτασαν στην πόλη Μπάλαρατ, όπου ήταν από τα ελάχιστα μέρη που οι κάτοικοι τους συμπεριφέρθηκαν ανθρώπινα

Στο Μπάλαρατ έμειναν περίπου μια βδομάδα οπότε και αναχώρησαν για τη Μελβούρνη, δίνοντας «παραστάσεις» στα χωριά απ’ όπου περνούσαν έναντι μικρής αμοιβής.  Αλλά οι αρχές της Μελβούρνης αποφάσισαν να μην τους επιτρέψουν να μπουν στην πόλη και, μετά από κάποιες συνεδριάσεις, αποφασίστηκε να τους επιτραπεί να κατασκηνώσουν στο προάστιο St.Kilda (που τότε ήταν έξω από την πόλη).

Η περιπλάνησή τους συνεχίστηκε για πολλές δεκαετίες.